Σε μια πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα του καθηγητή Β. Ράπανου, η οποία αφορούσε τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν σε διάφορες χώρες του ΟΟΣΑ τα τελευταία 40 χρόνια, διαβάσαμε την επιστημονική τεκμηρίωση μιας σημαντικής παραμέτρου: τα προγράμματα πετυχαίνουν όταν κατανέμουν δίκαια τα βάρη στους πολίτες, γιατί μόνο τότε αυτοί συμμετέχουν ενεργά στην εξυγιαντική προσπάθεια.
Η κρίση που περνάμε προσφέρεται για να ανατρέψουμε βασικές πολιτικές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, με επιλογές που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη. Στο δίπολο «παραγωγή – κατανάλωση» θα πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους υπέρ του συντελεστή «παραγωγή», με τη σταδιακή μείωση όλων των επιβαρύνσεων προς αυτόν – και την έγνοια αυτό να γίνει με μοχλό τη μείωση των επιβαρύνσεων του συντελεστή «εργασία» και, επομένως, με μέλημα την αύξηση της απασχόλησης.
Κατά γενική ομολογία, η πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης δεν περιέχει αξιόλογα στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, κυβερνητική ανικανότητα ή αντικειμενική αδυναμία άλλης επιλογής; Η άποψή μου είναι ότι οι επιλογές θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Θα περίμενε κανείς ότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών θα είχαν καταφέρει σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα στους τομείς της φορολογίας, του κράτους και των τιμών – που παρά τη φοβερή μείωση του εθνικού και οικογενειακού εισοδήματος παραμένουν ανέγγιχτες. Αντίθετα, οι κυβερνητικές επιδόσεις στα κρίσιμα αυτά ζητήματα παραμένουν εξαιρετικά απογοητευτικές. Ο Πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί πολλά «ισοδύναμα» με τα περίφημα «Ζάππεια» και οι λοιποί κυβερνητικοί εταίροι είχαν (προεκλογικά) εγγυηθεί περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Τελικά όμως ποιες ήταν οι επιλογές τους; Ας δούμε κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Σε όλες τις χώρες με στοιχειωδώς σοβαρά φορολογικά συστήματα, οι πρόσοδοι απ? όλες τις πηγές – εργασία, μισθώματα, μετοχές, συμμετοχές σε συμβούλια κ.λπ. – θεωρούνται εισόδημα, αθροίζονται και φορολογούνται ενιαία με τον ανάλογο συντελεστή. Παραδόξως, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε τα έσοδα από μισθώματα ακινήτων να μην αθροίζονται στο ενιαίο εισόδημα, ώστε όταν αυτό είναι υψηλό να φορολογούνται με συντελεστή 42%, αλλά να φορολογούνται ξεχωριστά με συντελεστή πολύ χαμηλότερο, δηλαδή το πολύ 33%. Ετσι, ένας φορολογούμενος που έχει μια σύνταξη 400 ευρώ και εισόδημα από ενοίκιο 400 ευρώ θα φορολογηθεί γι? αυτό από το πρώτο ευρώ. Με τη δραστική μείωση του αφορολογήτου, υφίσταται μια σοβαρή για τα εισοδήματά του επιβάρυνση. Αντίθετα, κάποιος που έχει υψηλά εισοδήματα και ταυτόχρονα έσοδα από ενοίκια, αντί να φορολογηθεί με τον συντελεστή 42% και για τα μισθώματα, φορολογείται μόνο με 32% ή 33%. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 10% των πιο πλούσιων της χώρας έχει το 40% των συνολικών εισοδημάτων από ακίνητα! Επομένως, ένας σημαντικός πλούτος φορολογείται με 10 μονάδες λιγότερες απ? ό,τι επιβάλλει η συνταγματική αναλογικότητα. Κι αυτό προφανώς δεν προέκυψε από κυβερνητική ανικανότητα, αλλά αποτελεί συγκεκριμένη, ταξική επιλογή.
Πολύς λόγος έγινε επίσης για τον ΦΠΑ της εστίασης, όπου «συντηρητικοί» και «προοδευτικοί» ομοφωνούν ότι πρέπει να μειωθεί κατά δέκα μονάδες. Την ίδια στιγμή, οι καταστηματάρχες λένε ότι αν γίνει μείωση του ΦΠΑ δεν πρόκειται να χαμηλώσουν τις τιμές, ισχυριζόμενοι ότι η προηγούμενη αύξηση ενσωματώθηκε στις προηγούμενες τιμές! Η ευρωπαϊκή εμπειρία – κυρίως από τη Σουηδία – δείχνει ότι ένα από τα αντισταθμιστικά υπέρ της κοινωνίας μέτρα που ελήφθησαν ήταν η σημαντική μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, μέτρο που αφορά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Μέσα στην πολύμηνη «αντιρατσιστική» εγρήγορση των προοδευτικών κυβερνητικών εταίρων – αλλά και των αντιπολιτευόμενων αριστερών – προσπαθώ να διακρίνω κάποια ψήγματα τέτοιων προσεγγίσεων, ένα αίτημα δηλαδή για τη μείωση του ΦΠΑ των τροφίμων στον κατώτερο συντελεστή. Αλλά εις μάτην…
Η κυβέρνηση ωστόσο μείωσε τον ΦΠΑ στα ξενοδοχεία στο 6%. Ο λόγος που επικαλέστηκε είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Δεν θα μπορούσε άραγε η ανταγωνιστικότητα να ενισχυθεί με παρέμβαση υπέρ του συντελεστή «εργασία»; Πώς; Αντί για τη μείωση του ΦΠΑ, να επέλεγε τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση. Με εργαζομένους σε κανονικές συνθήκες όμως. Με κανονικές αμοιβές και όχι με εργασιακές συνθήκες και αμοιβές Μπανγκλαντές. Αλλά κανένα τέτοιο αίτημα δεν υπεβλήθη από κανέναν.
Ας δούμε και μια παράμετρο στο θέμα των τιμών. Επί δεκαετίες γίνεται συζήτηση για τις τρομακτικές διάφορες ανάμεσα στις τιμές παραγωγού και στις τιμές καταναλωτή. Η αξιοποίηση της βάσης δεδομένων για τα 6,5 εκατομμύρια αγροτεμάχια με τις δηλώσεις καλλιέργειας από τους αγρότες και η διασταύρωση με τα τιμολόγια πώλησης προφανώς θα είχε θεαματικά αποτελέσματα. Αντιστοίχως, μια σοβαρή τομή ώστε να δοθεί τέλος στην ασυδοσία των εμπορικών αλυσίδων που με τα πιστωτικά σημειώματα, τις «προσφορές» και τις ενδοεταιρικές αγοραπωλησίες οδηγούν στα ύψη τις τιμές και τα ποσοστά κέρδους τους, θα μπορούσε να διορθώσει σοβαρά τα πράγματα υπέρ των καταναλωτών. Αλλά ποιος ενδιαφέρεται…
Τέλος, δυο λόγια για το θέμα του λαθρεμπορίου στα καύσιμα. Η προσοχή, εσκεμμένα, στρέφεται κυρίως στα πρατήρια που όλες οι έρευνες δείχνουν ότι ευθύνονται για το 20% του λαθρεμπορίου. Το υπόλοιπο 80% αφορά τους «μεγάλους» μέσω του ναυτιλιακού πετρελαίου. Αλλά εκεί δεν έχουμε δει να γίνεται τίποτε σπουδαίο για την πάταξή του!
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν η ύπαρξη τόσο μεγάλης αδικίας στη μοιρασιά των βαρών της κρίσης δεν είναι θέμα ούτε ανικανότητας ούτε έξωθεν επιβολής. Σε πολλές περιπτώσεις είναι, δυστυχώς, θέμα κυβερνητικής επιλογής.