Στο βρετανικό κοινοβούλιο τα μέτρα ασφαλείας είναι πολύ αυστηρά. Δεν μπορείς να μπεις, αν δεν δηλώσεις ποιον θέλεις να δεις, και έχεις πρόσβαση μόνο στο σημείο στο οποίο είναι προκαθορισμένη η συνάντησή σου. Οι αστυνομικοί, συχνά σταματάνε και τους κατόχους μόνιμης άδειας εισόδου για να σκανάρουν το πάσο τους. Ούτε οι φωτογραφίες επιτρέπονται μέσα στο κτίριο.
Έχω δει τον Ed Miliband, ως αρχηγό των Εργατικών, να ζητά άδεια από έναν αστυνομικό για να βγάλει φωτογραφία με δύο μέλη του κόμματος που έκαναν εθιμοτυπική επίσκεψη. Τις Πέμπτες, και ακόμη περισσότερο τις Παρασκευές, τα μέτρα ασφαλείας είναι φυσικά τα ίδια, αλλά το κτίριο είναι πολύ διαφορετικό. Είναι σχεδόν άδειο. Οι 650 βουλευτές φεύγουν για τις ισάριθμες εκλογικές τους περιφέρειες. Εκεί δεν υπάρχουν μέτρα ασφαλείας. Το αντίθετο.
Οι βουλευτές πηγαίνουν σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους, συνήθως εκκλησίες ή βιβλιοθήκες, και συναντούν τους ψηφοφόρους τους. Έναν προς έναν. Τα ζητήματα που συζητάνε δεν είναι εύκολα: από ανθρώπους που έχουν μαζί τους το χαρτί με την έξωση από το σπιτονοικοκύρη τους, μέχρι μετανάστες που δεν μπορούν να ανανεώσουν τη βίζα τους.
Έχω δει τον Ed Miliband και πάλι, να γυρίζει στο σπίτι του στο Kentish Town, μόνος σε ένα κακοφωτισμένο μονοπάτι, δίπλα ακριβώς από τις εργατικές κατοικίες. Στη Μεγάλη Βρετανία όμως, η πολιτική κουλτούρα επιτάσσει ο βουλευτής να είναι προσβάσιμος, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Δεν είναι δήλωση, είναι κοινός τόπος. Στο τέλος μένεις με την αίσθηση ότι οι αρχές κάνουν το παν για να προστατεύσουν τους βουλευτές μέσα στη Βουλή, αλλά όχι έξω από αυτή. Γιατί είναι αδύνατον να προστατεύεις κάποιον που θέλει να ζει και να κινείται μέσα στη γειτονιά του. Αυτός είναι ο ρόλος του βουλευτή, και αυτό είναι το τίμημα που πλήρωσε η Jo Cox, ως ο αναγνωρίσιμος πολιτικός της γειτονιάς, όταν δολοφονήθηκε στις 16 Ιουνίου.
Δεν είναι διαφορετικός ο ρόλος του Έλληνα βουλευτή, ούτε η δική μας πολιτική κουλτούρα. Ακόμη περισσότερο, το κλίμα στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά φορτισμένο εναντίον των βουλευτών. Είναι οι γνωστοί «τριακόσιοι» που αν εγκαταλείψουν τα προνόμια τους, θα ανακουφίσουν τον κόσμο από την κρίση. Όσοι υπερψήφιζαν τα μνημόνια, έπρεπε να το «ξανασκεφτούν» πριν γυρίσουν στις εκλογικές τους περιφέρειες. Κάποιοι δέχθηκαν επιθέσεις. Έξω από τη Βουλή είδαμε να στήνονται κρεμάλες.
Σήμερα, όλοι πασχίζουμε να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα. Ήταν άραγε η δολοφονία της Jo Cox ένα μεμονωμένο περιστατικό; Μία τραγική συνάντηση με έναν δολοφόνο που έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον πρώτο άνθρωπο που βρήκε μπροστά του; Ή είμαστε εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να εξετάσουμε τη σχέση της δολοφονίας με το εξαιρετικά βαρύ κλίμα που υπάρχει εναντίον των πολιτικών στην Αγγλία, την Ελλάδα ή την Αμερική; Μόλις χθες ο Ντόναλντ Τραμπ υπαινίχθηκε μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι το έσχατο μέσο για όσους διαφωνούν με τις επιλογές της Χίλαρι Κλίντον, είναι το όπλο τους. Κάποιοι ίσως βρουν τη δήλωση του Τραμπ αστεία, κάποιοι μπορεί να είναι σε θέση να διαχωρίσουν τον -έτσι κι αλλιώς απαράδεκτο- συμβολισμό της κρεμάλας σε αφίσα από τις πραγματικές σφαίρες. Όχι όμως όλοι.
Η Jo Cox εκτελέστηκε στο δρόμο μιας κωμόπολης, 16.000 κατοίκων, έξω από τη βιβλιοθήκη, ενώ έκανε τη δουλειά της. Ενώ δηλαδή προσπαθούσε να λύσει τοπικά προβλήματα, ασκώντας παράλληλα τα καθήκοντα της ως μέλος του εθνικού κοινοβουλίου. Αυτό κάνουν χιλιάδες βουλευτές και πολιτικοί σε όλο τον κόσμο, επιστρατεύοντας το ταλέντο και την εργατικότητά τους. Είναι τραγικό να χρειαζόμαστε μία δολοφονία για να τους συμπαθήσουμε και να θυμηθούμε ότι η δουλειά τους δεν είναι λιγότερο ανθρώπινη από τη δική μας.