Αν δεν ήταν πέντε εταιρίες δημοσκοπήσεων μαζί θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί ότι τα exit polls εμπεριείχαν κάποια κομματική προδιάθεση (συνειδητή ή ασυναίσθητη). Αλλά ήταν όλες μαζί. Άρα αλλού πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας για την παταγώδη αποτυχία τους.
Μπορούμε να υποθέσουμε πολλούς παράγοντες. Άρνηση πολλών να απαντήσουν ή παραπλανητικές απαντήσεις. Αλλαγές στη συμμετοχή των εκλογέων. Και άλλα πολλά, γενικότερα ή ειδικότερα, που συντείνουν στην αλλοίωση του δείγματος δηλαδή τελικά στην αναξιοπιστία του αποτελέσματος. Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι ίσως θα έπρεπε να υπάρχει και η ερώτηση-έλεγχος για την ψήφο του 2012 ώστε να κρίνεται η αντιπροσωπευτικότητα ή όχι του δείγματος (δηλαδή οι απαντώντες αθροιζόμενοι θα ‘πρεπε να βγάζουν λίγο πολύ το αποτέλεσμα των εκλογών του 2012).
Αυτά όλα όμως είναι υποθέσεις, υποθέσεις που οι επιστημονικά απασχολούμενοι θα ‘πρεπε να ‘χουν κάνει και να ‘χουν έτοιμες τις διορθώσεις/απαντήσεις τους. Προφανώς δεν το έκαναν. Μια εκδοχή είναι από επιστημονική ανεπάρκεια. Είναι δυνατόν αλλά όχι τόσο πιθανό. Πιο πιθανό μου φαίνεται να είναι ότι, γνώριζαν τις μεγάλες αβεβαιότητες και την αδυναμία τους να κάνουν αξιόπιστες διορθώσεις και παρ’ όλα αυτά προχώρησαν στην έκδοση αποτελεσμάτων exit polls, εν γνώσει τους ότι μπορεί να πέφτουν τελείως έξω. Γιατί η έκδοση αποτελεσμάτων είναι η δουλειά τους και γι’ αυτή πληρώνονται.
Εδώ μπαίνει το θέμα της επιστημονικής δεοντολογίας. Γιατί δεν είναι κάποιοι τύποι που μετράνε χύμα. Είναι επιστήμονες που κάνουν μια επιστημονική δουλειά, χρήσιμη -υποτίθεται- για τη δημοκρατία. Αν δεν ξέρουν να την κάνουν θα ‘πρεπε να το πουν και να μην την κάνουν. Αν οι συνθήκες ήταν τέτοιες που ξέφευγε από τη δυνατότητα σοβαρής μέτρησης η επιστημονική δεοντολογία επιβάλλει να το πουν, να το παραδεχτούν. Δεν το έκαναν. Αλήθεια από ανικανότητα ή “για μια χούφτα δολλάρια”;