Έξι νύχτες στην Ακρόπολη - Η σκοτεινή πλευρά της Πανσελήνου

Ελισσαίος Βγενόπουλος 03 Απρ 2022

Το πεζογράφημα του Γιώργου Σεφέρη "Έξι νύχτες στην Ακρόπολη" εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1974, τρία χρόνια μετά το θάνατό του, σε επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη, με βάση ένα χειρόγραφο και δύο δακτυλόγραφα που βρέθηκαν στο αρχείο του ποιητή. Και στα δύο δακτυλόγραφα προτάσσεται το ακόλουθο σημείωμα του Σεφέρη: "Το Γενάρη ('54), γυρεύοντας να ταχτοποιήσω παλιά χαρτιά, βρήκα ένα φάκελο χειρογράφων των χρόνων 1926-1928. Ήταν κομμάτια από μια αφήγηση αρκετά προχωρημένη, από "μυθιστόρημα", όπως το έλεγα τότε. Αυτά μου έδωσαν την παράτολμη ιδέα να τα συναρμολογήσω και να τα συγκολλήσω με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να διαβαστούν. Έτσι με συνεπήρε η παρούσα εργασία που δεν προορίζω για δημοσίευση. Δουλεύοντάς την, προσπάθησα να μείνω αυστηρά πιστός στα χαρτιά εκείνα και ν' αποκλείσω ιδέες και αισθήματα, που θα μου είχαν δημιουργήσει πρόσωπα ή πράγματα, ύστερα από τα '30. Ο καιρός της δράσης είναι τα χρόνια '25-'27- τα φεγγάρια είναι το 1928- έκανα γλωσσικές διορθώσεις για λόγους ομοιομορφίας. Περιττό να τονίσω πως όλα τα πρόσωπα είναι πλάσματα της φαντασίας".

Στην Αθήνα, λοιπόν, του 1930 μια παρέα νέων ανθρώπων μετά από χρόνια ξαναβρίσκεται με αφορμή την επιστροφή από το Παρίσι του παλιού τους φίλου Στράτη Θαλασσινού. Η παρέα των αγοριών και των κοριτσιών  αποφασίζει να ξανασμίξει για να γνωρίσει καλύτερα ο ένας τον άλλον με φόντο τις αναμνήσεις τους και αιχμή τις θεωρητικές τους αναζητήσεις, τους αγωνιώδεις  προβληματισμούς τους και τους πυκνούς τους συλλογισμούς. Για έξι συνεχείς πανσελήνους συναντιούνται στον βράχο της Ακρόπολης με σκοπό να διαβάσουν πάλι το μνημείο κάτω από το ασημένιο φως της  σελήνης και να ανακαλύψουν ή μάλλον να δώσουν νόημα στις κενές και ανυπόφορες ζωές τους. Βασικοί ήρωες είναι ο Στράτης, ο  έμπιστος φίλος του Σεφέρη, η Σαλώμη, ο Καλλικλής, η Λάλα, ο Νικόλας, ο Νώντας και η Σφίγγα, επτά νέοι που προσπαθούν  να μιλήσουν για τη φιλία, να ψηλαφήσουν τον έρωτα και να απλώσουν στο φως του φεγγαριού τις αγωνίες και τα τραύματά τους.  Όλα αυτά σε μια Ελλάδα που έχει ακόμα ανοιχτές ακόμα τις πληγές της  από τον όλεθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Εθνικού Διχασμού. Ο Δανός φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκορ έγραφε ότι «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους». Φαίνεται ότι αυτά επηρεάζουν και τις σχέσεις των ηρώων μας στις συναντήσεις του στον Ιερό Βράχο με αποτέλεσμα πολλές φορές να βγάζουν τη σκοτεινή τους πλευρά με τρόπο ώστε να δυναστεύει και να πληγώνει ο ένας τον άλλον.  Αλλά όπως είπε και ο ίδιος ο ποιητής στην ομιλία απονομής του «Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται».

Όπως όλα τα τραγούδια και όλες τις μουσικές δεν χορεύονται έτσι και όλα τα κείμενα δεν είναι βάση για οπτικοποίηση είτε κινηματογραφική είτε τηλεοπτική.

Όταν το κείμενο που έχουμε αποφασίσει να οπτικοποιήσουμε είναι γεμάτο δράση, ανατροπές, συγκρούσεις τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. Μια ομάδα συντελεστών πατώντας πάνω στους κανόνες, στη γραμματική και το συντακτικό της κινηματογραφικής γλώσσας θα προσπαθήσει να «ζωντανέψει» ένα κείμενο, μια νουβέλα, ένα βιβλίο. Όταν όμως δεν έχουμε αυτά τα στοιχεία όλα γίνονται πιο δύσκολα, πιο σύνθετα.

Η σειρά έξι επεισοδίων «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου,  που προβλήθηκε στην ΕΡΤ και τώρα την βρίσκουμε στην πλατφόρμα του σταθμού, αποτελεί την τηλεοπτική μεταφορά του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης. Τα γυρίσματά της έγιναν στην Αττική, εκτός από την Ακρόπολη, η οποία κυριαρχεί στη σειρά, έγιναν γυρίσματα σε χώρους όπως η Αρχαία Αγορά, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ σκηνές γυρίστηκαν σε μέρη όπως η Κηφισιά, η Κερατέα, το Μαρκόπουλο, το Λαύριο, ο Διόνυσος.

Γράψαμε μερικά πράγματα για τα βιβλία που δεν στηρίζονται στην ίντριγκα, τη δράση και τις ανατροπές, σαν το βιβλίο του Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», αν  παρόλα αυτά κάποια ομάδα δημιουργών αποφασίσει, γιατί γοητεύτηκε, γιατί παρασύρθηκε, γιατί έτσι τέλος πάντων θεώρησε καλό, να προβεί στην οπτικοποίηση τέτοιων δύσκολων και όχι «καλόβολων και εύκολων» κειμένων, η προσπάθεια για να καρποφορήσει στοιχειωδώς  προϋποθέτει εμπνευσμένο, δουλεμένο και βαθιά επεξεργασμένο σενάριο, πάνω στο οποίο θα πατήσει το οργανωμένο σκηνοθετικό  σχέδιο.

Πρέπει τα διάφορα στοιχεία να έλθουν και να τοποθετούν πάνω σε ένα απλωμένο   ‘’χρονίζον’’ όραμα και βαθιά μελέτη όλων των παραμέτρων πριν ακουστεί η πρώτη κλακέτα και πριν η κάμερα αρχίσει να καταγράφει το δέρμα των σκέψεων τόσο μεγάλων συγγραφέων με τόσα πολλά επίπεδα ανάγνωσης.

Κάποιες φορές η βαθιά ενασχόληση η μελέτη ενός κειμένου μας ωθεί να θέλουμε να το κάνουμε πιο απτό. Να πάρουμε τις δύσκολες ιδέες του και να τις φέρουμε στον κόσμο των αισθήσεων, να τις φέρουμε στα μέτρα μας, να τους δώσουμε μορφή, να τις κάνουμε πιο υλικές. Όμως κάποια κείμενα είναι σαν τα άγρια άτια, δαμάζονται, αν δαμαστούν ποτέ, μετά από πάρα πολύ δουλειά, με μεγάλη υπομονή και επιμονή των συντελεστών και αφού η πρώτη ύλη το κείμενο, λιώσει στο καμίνι της ανάγκης και της προσπάθειας.

Στη σειρά δεν υπάρχει ούτε ένας ήρωας που να έχει όλες τις διαστάσεις του, είναι  όλοι οι χαρακτήρες δύο διαστάσεων, σαν να είναι χάρτινοι σαν να είναι αποσπασμένοι από κάποιο καρτούν. Οι ήρωες περιφέρονται από δω και από κει χωρίς λόγο και αιτία, κάνοντας ατελείωτους περιπάτους και συζητώντας σαν να έχουμε να κάνουμε με κάποιο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Όμως και οποιοσδήποτε ντοκιμαντερίστας να αναλάμβανε να κινηματογραφήσει την Ακρόπολη θα έστυβε το μυαλό του να βρει έναν  πρωτότυπο τρόπο, μια επεξεργασμένη εικαστική προσέγγιση,  για να εμφανίσει το μνημείο και σίγουρα  αν του δινόταν η δυνατότητα θα έκανε πραγματικά νυχτερινά γυρίσματα και δεν θα αρκούνταν σε πρόχειρα και φτηνά μπλε φιλτράκια που εκθέτουν και το μνημείο, το κείμενο και την όλη προσπάθεια.

Στη σειρά της ΕΡΤ  όλα διαδραματίζονται έξω από κάθε χώρο και  χρόνο. Λείπει η εποχή, λείπει η ένταση της ακόμα και η ισχνή περιγραφή της. Μία αχλή τυλίγει τα πάντα, κάποιες φορές κυριολεκτικά, ούτως ώστε να κρύψει τους ανθρώπους που δεν είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, να κρύψει τη δράση που δεν υπάρχει, να  γεμίσει το ενδιαφέρον που χάνεται στα πρώτα λεπτά του κάθε επεισοδίου.