Εξι χρόνια Μνημόνιο

Τάσος Γιαννίτσης 17 Απρ 2016

Χρεοκοπίες ατέλειωτες: 1827, 1843, 1893, 1932, 2010. Το 1999 ήταν η χρονιά που εξοφλήσαμε την τελευταία δόση του χρέους μας μετά την εγκαθίδρυση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. Η χρονική διάρκεια μέχρι να δημιουργήσουμε επονείδιστα και επαχθή χρέη, που μας ξανάφεραν σε συνθήκες πτώχευσης, κράτησε μόλις 11 χρόνια.  Γι’ αυτά τα 11 χρόνια θα μείνουμε σε διεθνή εποπτεία απροσδιόριστο διάστημα.

«Έξι χρόνια Μνημόνιο» σημαίνει την επιτακτική ανάγκη να αποφασίσουμε τι κάναμε λάθος, τι αφήνουμε πίσω μας και τι βασικές αποφάσεις παίρνουμε. Όμως, για να πει κανείς τι πρέπει να κάνουμε, πρέπει συλλογικά να θέλουμε να κάνουμε κάτι. Και δεν είναι διόλου ξεκάθαρο ότι υπάρχει μια κρίσιμη μάζα κόσμου, που θέλει πράγματι να κάνουμε κάτι, και μάλιστα κάτι που να μην κινείται στη σφαίρα της ουτοπίας. Η συλλογική ευφυΐα μας είναι αναιμική. Δεν πιστεύουμε σε συλλογικές αξίες, ευρωπαϊκές ή και εθνικές, δεν έχουμε κανένα σοβαρό όραμα, όχι μόνο για την οικονομική μας ανάπτυξη, αλλά ούτε για την κοινωνική μας οργάνωση, για την εθνική μας υπόσταση, για το μέλλον μας ή για τα παιδιά μας. Απορρίπτουμε κεντρικές αρχές επιτυχίας, όπως τη συνέργεια, απορρίπτουμε την εμπειρία επιτυχημένων κοινωνιών, φθονούμε τους επάνω, αλλά μόλις καταφέρουμε να τους πλησιάσουμε, κάνουμε ότι μπορούμε για να οπισθοχωρήσουμε προς τα κάτω. Στη διάρκεια της κρίσης όλα αυτά επιδεινώθηκαν.

Υπάρχει ένα σημαντικό, αν και μειοψηφικό, κομμάτι αυτής της κοινωνίας, που καταλαβαίνει την πραγματικότητα, έχει συμπράξει – με μικρή επιτυχία –  στον αγώνα για να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα, αλλά προσπαθεί και αναζητά λύσεις. Υπάρχει ένα άλλο κομμάτι, πολύ μεγαλύτερο, που έχει υποστεί τις επώδυνες συνέπειες της κρίσης, χωρίς να έχει αλλάξει αντιλήψεις, ενώ ένα άλλο τμήμα, επίσης σημαντικό, λειτουργεί έξω από τις εξελίξεις, έχει υποστεί – αν καν έχει υποστεί – τις μικρότερες επιδράσεις της κρίσης, είναι θεατής στο πρόβλημα και το απολαμβάνει κιόλας, πιστεύοντας ότι είναι ασφαλές.

Υπάρχουν, επίσης, οι δανειστές. Η πεισματική εμμονή τους για εξαιρετικά μεγάλη και σε ασφυκτικό χρόνο δημοσιονομική προσαρμογή, για υπέρμετρη πίεση στα εισοδήματα και στην προστασία εργασιακών δικαιωμάτων, όπως ισχύουν σε πολλές άλλες χώρες στην Ε.Ε., για αδιαφορία στη σύλληψη της φοροδιαφυγής και στην ανάγκη αναδιάρθρωσης και αποτελεσματικής λειτουργίας του Κράτους, για ελάχιστη στήριξη της παραγωγικής βάσης της χώρας, για αδυναμία κατανόησης της αλυσιδωτής σχέσης που συνέδεσε τις οικονομικές παρεμβάσεις που έγιναν, με την κοινωνική και πολιτική αποδιάρθρωση που προέκυψε, εκτόξευσε στα ύψη το κόστος της πολιτικής αποτυχίας. Από την άλλη, κι εμείς δεν βοηθήσαμε. Αρνητισμός στο μετασχηματισμό καταστροφικών σχέσεων και πρακτικών, αρνητισμός στη διατύπωση θετικών μορφών πολιτικής, προστασία βαθιά εμπεδωμένων αντι-αναπτυξιακών προσόδων και συμφερόντων, πολιτικές τακτικές, συμπλήρωναν τους μηχανισμούς αποτυχίας.

Συνοψίζοντας τα «α-συνόψιστα»:

Πριν από το ΑΕΠ, τα δημοσιονομικά, την ανταγωνιστικότητα ή το ασφαλιστικό, πριν και από την ανεργία, προέχουν οι αξίες με τις οποίες εμείς κατανοούμε και αλλάζουμε τον κόσμο –την πραγματικότητά μας. Μ’ αυτές που είχαμε πτωχεύσαμε. Προφανώς μια μηδενιστική αντίληψη είναι ασυγχώρητη. Πολλές από τις βασικές αξίες μας δεν πτώχευσαν. Σε όσες όμως πτώχευσαν, η λύση είναι μια: πατροκτονία. Μπορεί να ακούγεται ψυχολογικά δύσκολο, αλλά η εναλλακτική είναι το μακροχρόνιο αδιέξοδο. Σε μια κοινωνία, που οι συνθήκες επιδεινώνονται συνεχώς, ο εγωισμός και ο ατομικισμός θα διογκώνονται, θα συρρικνώνουν την δημόσια σφαίρα και τα αδιέξοδα θα διογκώνονται κι άλλο. Όλο και λιγότεροι θα αποδέχονται να καθορίζεται η τύχη τους – και πολύ περισσότερο να δείχνουν αλληλεγγύη – σε μια συλλογική τροχιά, όπου η κατάρρευση κυριαρχεί και συμπαρασύρει όλους. Όποιος μπορεί, θα προχωράει και θα αδιαφορεί και οι νέοι θα φεύγουν μαζικά. Τα μέτρα που κάθε φορά φαντάζουν επώδυνα, αύριο θα σκεφτόμαστε πόσο λάθος ήταν που τα απορρίπταμε. Άλλωστε, αν κάποια στιγμή χρειάζονται επώδυνα μέτρα, είναι γιατί πολλές επιλογές και ενέργειες που προηγήθηκαν, δημιουργούσαν σταδιακά επώδυνες συνθήκες, που κάποια στιγμή έκαναν πλέον αναπόφευκτα τα επώδυνα μέτρα. Η αλυσίδα της αιτιότητας είναι μεγάλη.

Στα έξι χρόνια Μνημόνιο, δημιουργήθηκαν τρία νέα τεράστια εμπόδια. Το πρώτο είναι ότι όσα σημαντικά πρέπει να γίνουν, πολλαπλασιάστηκαν και απαιτούν μεγάλο διάστημα για να αποδώσουν. Ό,τι δεν έγινε για δεκαετίες, πρέπει να ξεκινήσει τώρα και σε πολλά πεδία ταυτόχρονα. Ανάπτυξη χωρίς αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, επενδύσεις, σοβαρές προσαρμογές του εκπαιδευτικού συστήματος, ενίσχυση των τεχνολογικών γνώσεων, της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας, χωρίς μεταρρύθμιση του κοινωνικού, ασφαλιστικού και του νοσηλευτικού συστήματος, χωρίς σοβαρές νέες υποδομές και ένα Κράτος που να λειτουργεί, δεν είναι εφικτή. Ο βραχύς βίος των κυβερνήσεων λειτουργεί όμως αποτρεπτικά για την εφαρμογή πολιτικών που σήμερα χρειάζεται η χώρα, καθώς το κόστος θα γίνεται άμεσα αισθητό, ενώ τα οφέλη θα προκύπτουν σταδιακά σε μελλοντικό χρόνο, ευνοώντας πιθανότατα διαφορετικές κυβερνήσεις. Το δεύτερο είναι ότι η δραστική μείωση των εισοδημάτων και των δημοσιονομικών δυνατοτήτων, σε συνδυασμό με την ασφυξία ρευστότητας, σημαίνουν έλλειψη δυνατοτήτων χρηματοδότησης, που κάνει εξαιρετικά δύσκολες τέτοιες πρωτοβουλίες σε ουσιαστική κλίμακα. Τρίτον, ακόμα κυριαρχεί η κουλτούρα του «εύκολου δανεισμού», όπου η χώρα προχωράει με αυξανόμενα νέα δάνεια. Όμως, η διόγκωση του δανεισμού, όπως την γνωρίσαμε πριν την κρίση, είναι πλέον απαγορευτική. Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη, ότι πρέπει να πορευτούμε στον δύσκολο και αβέβαιο δρόμο της παραγωγής και μάλιστα της ανταγωνιστικής παραγωγής, παραμένει ανύπαρκτη. Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. Αν παρά τις όποιες τεράστιες δυσκολίες δεν πληρώσουμε το τίμημα για να περάσουμε από τις Συμπληγάδες, το τίμημα της μη-υπέρβασης θα είναι ασύγκριτα πιο βαρύ.

Στα χρόνια αυτά ιδεολογίες, ιδεοληψίες, στερεότυπα, ταμπού τσακίστηκαν. Πολλοί το έχουν καταλάβει. Αυτό που δεν φαίνεται ακόμα είναι η οικοδόμηση του νέου. Ένα νέο, που θα μας βγάλει αργά και επώδυνα από την κρίση, θα αρχίσει να εκπέμπει θετικά μηνύματα σε σχέση με την παραγωγή, την απασχόληση, την φτώχεια, τα εισοδήματα, την αποτελεσματικότητα της πολιτικής. Ένα τέτοιο «νέο» δεν μπορεί να προκύψει από τα κάτω.  Θα γίνει μόνο από τα πάνω. Όμως, όλο και πιο σημαντικό τμήμα της κοινωνίας χάνει τις προσδοκίες του στο πολιτικό σύστημα, ενώ λειτουργεί και αντιφατικά. Περιμένει από τις πολιτικές δυνάμεις να συγκρουστούν με ό,τι προκάλεσε την κρίση, ενώ ταυτόχρονα αντιδρά σε κάθε αλλαγή. Περιμένει, επίσης, να δει στοιχεία που να εμπνέουν. Αυτά δεν φαίνονται. Οι αλλαγές είναι ελάχιστες, δειλές και ενοχικές. Εξ άλλου, μια υπέρβαση των πολιτικών και άλλων στερεότυπων, που θα σηματοδοτούσαν αλλαγή προσανατολισμού, θα πληρωθεί ακριβά από όσους πρωτοπορήσουν. Όποιος όμως κατανοήσει, ότι αξίζει το τίμημα, ότι αξίζει να πάρει το ρίσκο, όποιος δημιουργήσει ελπίδες που θ αρχίσουν να μετατρέπονται σε  πραγματικότητα, θα πιστωθεί και την επιτυχία.