Το πρώτο μισό της χρονιάς –ας πούμε ότι τη χρονιά κόβει στη μέση το καλοκαίρι- σφραγίζεται από ξεσηκωμούς σε διάφορα μέρη του κόσμου: Τουρκία, Βραζιλία, Αίγυπτος, Τυνησία. Έστω και ξεχνώντας το διαρκή –αν και, φέτος, υπόγειο- αναβρασμό των χωρών του Νότου της Ευρώπης, καθώς και το καζάνι που βράζει στη Κίνα και τη Ρωσία, οι εστίες, και οι αιτίες, παραείναι πολλές για να περάσουν απαρατήρητες. Η απόσταση ανάμεσα στους λαούς και στις κυβερνήσεις τους ολοένα και μεγαλώνει, κάτι που αποτελεί, πρώτα απ’ όλα, πρόβλημα Δημοκρατίας.
Βέβαια, σε αυτό το ζήτημα, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, οι γενικεύσεις αποπροσανατολίζουν: το μόνο κοινό σημείο ανάμεσα σε όλα αυτά τα μέτωπα είναι ότι δεν έχουν κοινό σημείο. Οι «αγανακτισμένοι» του Νότου και των Μνημονίων ζητούν, ουσιαστικά, επάνοδο της πολιτικής κυριαρχίας –και, θα πρόσθετα, της κοινής λογικής- στις χώρες τους. Στην Τουρκία η λαϊκή έκρηξη, δι’ ασήμαντον αφορμήν, είχε στόχο τον καλπάζοντα αυταρχισμό ενός προσώπου που διαπλάθει το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία στα μέτρα του. Στη Βραζιλία, μεγάλα αθλητικά –και εκκλησιαστικά- γεγονότα αποτέλεσαν καταλύτες για διεκδικήσεις βελτίωσης της ουσιαστικής δημοκρατία ς και κάποιων βασικών κοινωνικών αγαθών: παιδεία, μεταφορές, αξιοπρέπεια. Στην Αίγυπτο, οι συνεχείς και μεγάλες αποτυχίες μιας εκλεγμένης κυβέρνησης προκάλεσαν ένα «εκ των κάτω» πραξικόπημα, με θύτη το στρατό και καταλύτη την αναζήτηση κοινωνικής συνοχής (την οποία, βέβαια, το γεγονός ότι πρόκειται για πραξικόπημα, καθιστά πολύ πιο δύσκολη, αν όχι αδύνατη). Η Τυνησία δεν αποτελεί παρά τη συνέχεια μιας «αραβικής άνοιξης» που, από δημοκρατική άποψη, ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, κρύο φθινόπωρο.
Παρ’ όλες τις διαφορές, το ερώτημα παραμένει: γιατί διαρκώς χάνουν την εμπιστοσύνη τους στη δημοκρατία όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα σε όλο και περισσότερες χώρες; Γιατί, ακόμα και λαοί που δεν μοιάζουν, σήμερα, έτοιμοι να κατέβουν στους δρόμους, δεν αισθάνονται άνετα με τους ηγέτες τους, τα πολιτεύματα τους και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας; Γιατί, ακόμα και στο δημοκρατικά πιο υγιές και ασφαλές κομμάτι της ανθρωπότητας, την ενωμένη Ευρώπη, μια επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, οι ευρωεκλογές, απειλούν να μετατραπούν κοινή πρόταση λαϊκής δυσπιστίας; Η απάντηση δεν συμπυκνώνεται, πιστεύω, μόνο στη λέξη που μας έρχεται πρώτη στο νου: κρίση. Έχει και μια κρίσιμη συμπληρωματική διάσταση: μη ανανέωση.
Η δημοκρατική Ευρώπη στρογγυλοκάθησε στις δημοκρατικές δάφνες της, μέχρι που η δημοκρατία έγινε μια αόριστη –και μη πειστική- έννοια, αποκομμένη από τη ζωή των ανθρώπων: πώς η δημοκρατία μπορεί άραγε να συμβιβαστεί με την απώλεια κάθε περιθωρίου πολιτικών κινήσεων και η «αλληλεγγύη» με την τιμωρία ή την αδιαλλαξία; Τα νέα εκλεγμένα καθεστώτα που προέκυψαν από τις αραβικές επαναστάσεις δεν διέθεταν –είναι λογικό- αλλά και δεν προσπάθησαν να αποκτήσουν –είναι ασυγχώρητο- νοοτροπία εγκαθίδρυσης θεσμών για όλους, προστασίας των πιο αδύνατων, σεβασμού των μειοψηφιών, ουδετερότητας σε κοσμοθεωρητικά ζητήματα -κι έτσι έλιωσαν τις ελπίδες ελευθερίας σχεδόν μαζί με τη γέννησή τους. Στις δε ημι-δημοκρατίες τύπου Ρωσίας και Τουρκίας, η –σχετική- ευημερία ήταν δεδομένο δεν θα μπορούσε να κρατά επ’ άπειρον κλειστό το καπάκι της αντίστασης στην αυθαιρεσία. Η Δημοκρατία είναι ένας διαρκής αγώνας, κάτι που «ξέχασαν» πολλοί ηγέτες, σε πολλές χώρες, με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Δεν βρισκόμαστε, λοιπόν, στο τέλος αλλά στην αρχή ενός νέου κύκλου κοινωνικών διεκδικήσεων. Η δημοκρατία ως έννοια δεν αρκεί πια στους λαούς. Τόσο το καλύτερο, αλλά και τόσο το επικινδυνότερο. Το καλοκαίρι, που κοπάζουν τα πάθη, δίνει μια ανάσα, αλλά όχι μια απάντηση: η μόνη απάντηση είναι η τόλμη για αλλαγή.