Οι επόμενοι 12 – 18 μήνες θα είναι καθοριστικοί τόσο για το μέλλον της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης. Η Γηραιά Ηπειρος θα πρέπει να λάβει αποφάσεις σε κρίσιμα ζητήματα, που θα επηρεάσουν τόσο την εσωτερική της συνοχή όσο και την εξωτερική της επιρροή. Για τη χώρα μας, η περίοδος αυτή θα είναι η τελευταία ευκαιρία ανόρθωσης και οριστικής εξόδου από το καθεστώς χρεοκοπημένης, απολύτως εξαρτημένης και εν τέλει ημιαποτυχημένης χώρας. Εκτός από τις σοβαρότατες εσωτερικής προέλευσης προκλήσεις και με τη δαμόκλειο σπάθη του Grexit να συνεχίζει να επικρέμαται, αντιμετωπίζουμε και μια δυνητικά υπαρξιακής φύσης απειλή: τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές. Οσο ο «κυλιόμενος ιμάντας» λειτουργεί σχετικά ομαλά και οι νεοεισερχόμενοι πρόσφυγες συνεχίζουν την πορεία τους μέσω του βαλκανικού διαδρόμου προς τις χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, το βάρος για τη χώρα μας παραμένει σχετικά ανεκτό. Αν όμως κλείσουν τα σύνορα, είτε σε κάποιο σημείο της διαδρομής είτε στις χώρες τελικού προορισμού, η Ελλάδα κινδυνεύει να βουλιάξει κάτω από το βάρος των μεταναστευτικών ροών.
Εκτός από την απολύτως απαραίτητη αλλαγή του πρωτοκόλλου Δουβλίνο ΙΙ, την επίτευξη συμφωνίας για την κατανομή των προσφύγων σε ολόκληρη την Ε.Ε. και τον τερματισμό της σύγκρουσης στη Συρία, ορισμένα άλλα υπό συζήτηση στοιχεία μιας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής αποτελούν προκλήσεις ή πιθανές ευκαιρίες για τα ελληνικά συμφέροντα. Ασφαλώς η ανάπτυξη ευρωπαϊκών δυνάμεων ασφαλείας κατά μήκος των θαλασσίων συνόρων μας στο Αιγαίο θα συνιστούσε μια καλοδεχούμενη εξέλιξη, τόσο για πρακτικούς, επιχειρησιακούς λόγους όσο και σε συμβολικό, πολιτικό επίπεδο. Οι προτεινόμενες κοινές περιπολίες μεταξύ ελληνικού Λιμενικού και τουρκικής ακτοφυλακής δεν θα βλάψουν, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιλυθούν ορισμένες διαφωνίες επί των συνοριακών γραμμών σε τμήματα του Αιγαίου. Η χορήγηση οικονομικής βοήθειας προς την Τουρκία, την Ιορδανία και τον Λίβανο αναμένεται να συμβάλει στη σχετική μείωση των ροών. Η δημιουργία μιας ή περισσοτέρων πυλών εισόδου και υποδοχής (hotspot) προσφύγων και μεταναστών στα σημαντικότερα σημεία εισόδου στην ελληνική (και ιταλική) επικράτεια ασφαλώς θα βοηθήσει σε πρακτικό επίπεδο στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των ανθρωπίνων ροών και την ταχύτερη επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα: ποια θα είναι η τύχη όσων (και σε βάθος χρόνου αυτοί θα είναι πιθανότατα η πλειονότητα των αιτούντων) κρίνεται ότι δεν δικαιούνται άσυλο; Θεωρητικά θα επιστρέφονται στη χώρα προέλευσης. Γνωρίζουμε όμως ότι στην πράξη κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό για μια σειρά από λόγους. Για πόσο διάστημα αυτοί οι άνθρωποι, που το μόνο τους έγκλημα εν τέλει είναι η επιθυμία για μια καλύτερη ζωή, θα κρατούνται στα κέντρα υποδοχής; Και μέχρι πόσους θα μπορούν να «φιλοξενήσουν» η Ελλάδα και η Ιταλία πριν μετατραπούν σε «αποθήκες ψυχών» και στρατόπεδα συγκέντρωσης για ολόκληρη την Ευρώπη; Και βεβαίως, παρά τη μέχρι ενός σημείου συμβολή των μεταναστευτικών ροών στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, ποια είναι τα όρια των ευρωπαϊκών κοινωνιών όσον αφορά στην αποδοχή και ενσωμάτωση του διαφορετικού, και μάλιστα υπό μεγάλη πίεση χρόνου;