Εξαίρετη πανοπλία

Γιάννης Παπαθεοδώρου 07 Φεβ 2018

Σε λίγο καιρό, κανείς δεν θα θυμάται το συλλαλητήριο για το «Μακεδονικό». Και κυρίως, κανείς δεν θα θέλει να το θυμάται. Η κυβέρνηση επειδή είδε μια μαζική αντίδραση που ενδεχομένως δεν την περίμενε, και πάντως δεν είναι εύκολο να την αγνοήσει. Η αντιπολίτευση επειδή είδε ένα μείγμα που δεν το αντέχει. Είναι άλλο πράγμα να περιμένει κανείς να εισπράξει κάτι από μια αντικυβερνητική διαδήλωση και είναι άλλο πράγμα να διεκδικεί ο χρυσαυγίτης Κασιδιάρης την ιστορία του Μίκη Θεοδωράκη? ακόμα και όταν ο Μίκης κάνει ό,τι μπορεί για να τη «δανείσει», έστω και για λίγο, στον Κασιδιάρη. Αυτό όμως είναι και το κύριο πρόβλημα με αυτές τις εκδηλώσεις. Στις πλατείες και στα συλλαλητήρια, οι άνθρωποι μιλάνε με «δανεικές» γλώσσες, αναβιώνουν «δανεικές» ιστορίες, ενίοτε ντύνονται και με «δανεικές» στολές.

Ο Μίκης δεν απέφυγε τις εύκολες ταυτίσεις με τις επετείους μιας άλλης εποχής: «Φίλοι και φίλες, αφιερώνω την ομιλία μου στον Έλληνα που μας έβγαλε από τον Οθωμανικό ζυγό και που πέθανε σαν σήμερα, στις 4 Φλεβάρη 1843, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη». Ευτυχώς, ο Τερτσέτης, σε «δανεική γλώσσα» κι αυτός, φρόντισε να διαφυλάξει μια καίρια παρατήρηση του Κολοκοτρώνη, που ίσως είναι πιο κοντά στη νεωτερική ιστορική αίσθηση του εθνικού συνανήκειν, στη συγχρονία μιας άλλης εποχής: «Η κοινωνία των ανθρώπων ήταν μικρή. Δεν είναι παρά η Επανάστασίς μας, οπού εσχέτισε όλους τους Έλληνας».[1] Καθώς πλησιάζουμε στα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει επαρκώς πόσο «ευρωπαϊκή» ήταν η στιγμή του ’21. Προτιμάμε να τη βλέπουμε ακόμα μέσα από το σχήμα του «ζυγού» και της «σκλαβιάς» και όχι μέσα από την προωθητική της σημασία για τη σύνδεση της Ελλάδας με τις τύχες των δυτικών νεωτερικών εθνών. Δεν είναι τυχαίο ότι στο συλλαλητήριο, ανάμεσα σε ρασοφόρους, μακεδονομάχους και στρατιωτικούς κυκλοφορούσε και ένας «Κολοκοτρώνης» από το Άργος. Ήρθε μαζί με τα ΙΧ που ακολουθούσαν το κομβόι των λεωφορείων που διέθεσε ο Δήμος Άργους-Μυκηνών στη διαδήλωση για τη Μακεδονία. Δεν ξέρω αν έχει ακούσει ποτέ τα λόγια του Τερτσέτη. Τα λόγια του Μίκη είναι άλλωστε πιο βολικά για το φαντασιακό δρομολόγιο που ενώνει τις Μυκήνες με τον Λευκό Πύργο. Και η στολή είναι πάντα πιο βολική για να αποφύγει κανείς την πραγματική γνωριμία με το πρόσωπο.

Ανεξάρτητα από τις διαμάχες για τα νούμερα της συμμετοχής του κόσμου, όλα τα συλλαλητήρια από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα ήταν πετυχημένα. Η χώρα, ωστόσο, έμεινε παγιδευμένη μέσα σε ένα πλέγμα διπλωματικής ακινησίας και στάσιμης διαπραγμάτευσης για το «ονοματολογικό» ζήτημα των γειτόνων. Το συλλαλητήριο της Κυριακής ανήκει στον ίδιο παλαιοημερολογίτικο χρόνο. Για αυτό και τα απομεινάρια αυτής της μέρας θα διευθετηθούν με τον ανάλογο τρόπο:  τις κορώνες για τους «πουλημένους» πολιτικούς και τις «προδοτικές» κυβερνήσεις θα τις διαδεχτούν νέες ανορθολογικές εξάρσεις, που θα βαθύνουν την κρίση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης. Κάπως έτσι άλλωστε διογκώθηκε και το πρόβλημα της κρίσης. Δυστυχώς, δεν υπήρξε ποτέ καμία «επόμενη μέρα» από τη μέρα των συλλαλητηρίων. Συνήθως, όταν οι «Κολοκοτρώνηδες» μπαίνουν στα ΙΧ για να επιστρέψουν στο σπίτι τους, η επόμενη μέρα αργεί να ξημερώσει.

Σε μια σκηνή από την «Πολίτικη Κουζίνα», ο ήρωας του Μπουλμέτη κλίνει ως ρήμα το όνομα του Κολοκοτρώνη: «κολοκοτρώνω, κολοκοτρώνεις, κολοκοτρώνει..». Είναι ένα λεκτικό παίγνιο που σχολιάζει το μεταφραστικό και πολιτισμικό κενό της ελληνικής εθνικοφροσύνης, που πρώτα απ’ όλους το υφίστανται ρατσιστικά οι πρόσφυγες της Πόλης, στην Ελλάδα του ’50. Η σκηνή τελειώνει με ένα πλάνο από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, στον παγωμένο χρόνο που επιβάλλει το «εθνικό πάνθεον». Το πιο βασικό επιχείρημα αυτών που πήγαν στα συλλαλητήρια είναι πως «κάποιοι» παραχαράσσουν την εθνική ιστορία. Είναι σίγουρα ένα πολύ ενδιαφέρον επιχείρημα, αν σκεφτεί κανείς πως το λένε οι ίδιοι άνθρωποι μπλέκουν την περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη με την περικεφαλαία του Μεγαλέξανδρου. Προφανώς δεν έχει τόση σημασία η ιστορική εξακρίβωση του οπλισμού της μακεδονικής φάλαγγας, όσο ο κίνδυνος από την εξαίρετη πανοπλία του εθνικισμού και τα «ρήματα της καυχήσεως» μας, που θα έλεγε και ο Καβάφης. Αλλά ποιος τον ακούει τώρα πια αυτόν; Άσε που συνήθως έγραφε για τις ήττες του Ελληνισμού.

[1] Παρατίθεται στο Άλκης Αγγέλου (επιμ.), «Το ρομάντσο του νεοελληνικού μυθιστορήματος», στο: Γρηγόριος Παλαιολόγος. Ο Πολυπαθής, Εστία, 2000, σ. 44.

—για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα