Εξάδελφοι κι ανάδελφοι

Κώστας Μποτόπουλος 14 Νοε 2012

Τη στιγμή που η χώρα μας περνάει διαρκώς νέα μέτρα αλλά μένει πάντα μετέωρη, που η Ευρώπη ολοένα υπόσχεται ότι αλλάζει αλλά ολοένα ίδια μένει, δεν θα ήταν άχρηστο να ρίχναμε μια ματιά στους «συγγενείς μας στην εντατική». Και οι πιο συγγενείς από τους συγγενείς, δεν είναι ούτε τα αδέλφια μας οι Κύπριοι, ούτε οι πιο έτοιμοι να δουν φως στο τούνελ Ιρλανδοί, ούτε οι ακόμα αντιστεκόμενοι στο Μνημόνιο Ισπανοί. Πραγματική σύγκριση έχει, πιστεύω, νόημα να γίνει μόνο με τους Πορτογάλους, λόγω κοινότητας μεγέθους, προβλημάτων, κατάστασης (στην οποία εσχάτως προστέθηκε και η επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ).

.

Οι ομοιότητες αποδεικνύουν το προφανές: η κρίση έχει πλοκάμια και επηρεάζει όλες τις χώρες, ακόμα και εκείνες που δεν έχουν Μνημόνιο, αλλά όσες έχουν Μνημόνιο διαθέτουν λιγότερα μέσα να την αντιμετωπίσουν (το ζήτημα της κυριαρχίας), η «συνταγή» του Μνημονίου οδηγεί σε φαύλο κύκλο, τον οποίο όλοι αναγνωρίζουν, αλλά κανείς δεν μπορεί να σταματήσει (το ζήτημα της πολιτικής). Η Πορτογαλία, όπως και η Ελλάδα, και παρόλο που είναι πολύ καλύτερη «μαθήτρια» από την Ελλάδα, βλέπει την ύφεση και την ανεργία να εγκαθίστανται, την ανάπτυξη να παραμένει λόγος χωρίς αντίκρισμα, την κοινωνική ψυχολογία να συρρικνώνεται σε παράλληλο βηματισμό με την πτώση του βιοτικού επιπέδου και το αντιευρωπαϊκό αίσθημα να φουντώνει, παρά την πάγκοινη αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την ευρωπαϊκή. Τώρα που και η Πορτογαλία βγήκε από τη χιλιοτραγουδισμένη «σοδάδ», την ιδιότυπη μελαγχολία της, για να περάσει σε κλασικότερες και οικουμενικότερες μορφές αντίδρασης και αγανάκτησης, οι ομοιότητες βγάζουν, σχεδόν κυριολεκτικά, μάτι.

.

Ωστόσο οι διαφορές είναι αυτές που πρέπει να μας βάλουν σε μεγαλύτερη σκέψη. Πρώτον, στην Πορτογαλία, αντίθετα από ό,τι στην Ελλάδα, η κοινωνική διαμαρτυρία, πάντα πολύ λιγότερο βίαια, οδήγησε σε μια τουλάχιστον μεγάλη υποχώρηση της κυβέρνησης, όταν αυτή αναγκάστηκε να πάρει πίσω, τον περασμένο Σεπτέμβριο, την αύξηση της επιβάρυνσης των μισθωτών με παράλληλη μείωση των εργοδοτικών εισφορών. Δεύτερον, στην Πορτογαλία, που δεν έχει βέβαια, όπως η Ελλάδα, «συμμαχική» κυβέρνηση, αλλά που η βασική πολιτική γραμμή υποστηριζόταν αρχικά και από τα δύο μεγάλα κόμματα, είδε το μέτωπο αυτό να σπάει, με τη σαφή διαφοροποίηση των -πρώτων διδαξάντων- σοσιαλιστών, στον τελευταίο προϋπολογισμό. Τρίτον, στην Πορτογαλία, αντίθετα όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από τη γενικότερη θλιβερή τάση των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, η κρίση δεν έφερε ενδυνάμωση των άκρων και πάντως όχι μιας ανοικτά εθνικιστικής και αντικοινοβουλευτικής ακροδεξιάς.

.

Τι μπορούν να σημαίνουν όλα αυτά; Ίσως ότι η κοινωνική βία φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που θεωρητικά επιδιώκει, σε σχέση με την ανάκτηση της πολιτικής κυριαρχίας, ενώ η εστιασμένη και δίκαια διαμαρτυρία μπορεί -οριακά- να διαπεράσει ορισμένες αγκυλώσεις της τρόικας΄ ότι άλλο η κυβερνητική συμμετοχή και άλλο η στήριξη ενός γενικού σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης, ακόμα και μέσα στο κάδρο του Μνημονίου, αλλά με δυνατότητα παρέμβασης σε επιμέρους αστοχίες του ότι η πολιτική, ο πολιτισμός του δημοσίου διαλόγου, δηλαδή η ίδια η ουσία της Δημοκρατίας, δεν εξαλείφεται αυτόματα όταν τα προβλήματα είναι μεγάλα, αντίθετα, η αντίσταση στον πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό εκβαρβαρισμό είναι το εγκυρότερο κριτήριο για την ποιότητα της ουσιαστικής Δημοκρατίας σε μια χώρα.

.

Σε όλα αυτά τα επίπεδα, θα είχαμε κάθε λόγο να είμαστε μελαγχολικότεροι από τους λουζιτανούς ομοιοπαθείς μας. Δεν είμαστε, όχι τόσο από ταμπεραμέντο, όπως θέλουμε να καυχιόμαστε, αλλά από έλλειψη αυτογνωσίας

.