Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου- Η σπουδαία Ελληνίδα στιχουργός, με πολυτάραχη ζωή

08 Απρ 2025

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από 'κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα – ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα».

[εφημερίδα Ακρόπολις, 29 Ιανουαρίου 1960]

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες στιχουργούς της χώρας μας και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, όμως αναγκάστηκε να έρθει στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή. 

Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893 (κατά άλλους το 1894 ή το 1896) και έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα της. Το 1911 την πάντρεψαν μετά από προξενιό με τον έμπορο Κωστή Νικολαΐδη, 20 χρόνια μεγαλύτερό της. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Καίτη και την Μαίρη. Ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στο Αϊδίνι και μαζί με τους Τσέτες υποχρέωσαν την οικογένειά της να εγκαταλείψει τη Σμύρνη. Τα επόμενα χρόνια η Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της και τις δυο κόρες της έζησαν για μικρά διαστήματα ως πρόσφυγες στην ασιατική Σπάρτη αλλά και στην Αττάλεια. 

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αντί για δασκάλα δούλεψε ως ηθοποιός (1926-1942). Μέσα της είχε το «μικρόβιο» της ηθοποιού και ήταν αυτό που την οδήγησε κάποια στιγμή να παρατήσει τα πάντα, να διαλύσει τον πρώτο γάμο της και να γίνει θεατρίνα. Δούλεψε σε μπουλούκια και θεατρικές σκηνές, για καιρό μάλιστα και στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.

Η ζωή της ήταν ιδιαίτερα περιπετειώδης. Ξεκίνησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, με τα χρόνια όμως αναδείχθηκε σε σπουδαία λαϊκή στιχουργό. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (Χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.

Γράφει ο Λ. Παπαδόπουλος (Δίφωνο #17, Φεβρουάριος 1997):

«Ναι, η Γριά ήταν μεγάλο χαρτόμουτρο. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, πάνω από την τσόχα, με την τράπουλα στο χέρι και με το τσιγάρο στα χείλη. Να παίζει, να χάνει και μετά να παίρνει τους δρόμους, για να μαζέψει κανα φράγκο, να ξεπληρώσει τα χρέη της και να ξαναπαίξει. Γι' αυτό το καθημερινό ζεστό παραδάκι πουλούσε τα τραγούδια της για δυο πεντάρες, και ύστερα θυμότανε εκείνα που γίνονταν σουξέ κι άρχιζε να βρίζει τους συνθέτες τους και να ζητάει τα ποσοστά της! Οι άλλοι όμως, που την πιάνανε πάνω στην ανάγκη και της παίρνανε τα τραγούδια μ' ένα χιλιάρικο (σ.σ. και πολύ λιγότερα), την είχαν βάλει να υπογράψει πως παραιτείται από κάθε δικαίωμα. Έτσι η Γριά κέρδιζε κάποτε τη μάχη των εντυπώσεων, ο κόσμος πίστευε ότι το τάδε τραγούδι είναι δικό της, αλλ' από παράδες τίποτα. Και δωσ' του πάλι δανεικά και προκαταβολές, μια ζωή ολόκληρη».

Πολλές δικές της στιχουργικές δημιουργίες έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες με τη βοήθεια σπουδαίων συνθετών της εποχής, όπως του Βασίλη Τσιτσάνη, του Μανώλη Χιώτη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Αποστόλου Καλδάρα κ.α. Στίχοι της υπάρχουν σε πολλές λαϊκές επιτυχίες, π.χ.

Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Μανώλη Χιώτη,

Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης,

Πετραδάκι, πετραδάκι, Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό σε μουσική Απόστολου Καλδάρα,

Η διπρόσωπη (Σβήσε με κυρά μου), σε μουσική και εκτέλεση Αντώνη Ρεπάνη

Συρματοπλέγματα βαριά σε μουσική Μπάμπη Μπακάλη,

Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι,

Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.

Μερικά τραγούδια της είναι: «Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Γυάλινος κόσμος», «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά», «Όνειρο απατηλό», «Στο τραπέζι που τα πίνω», «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», «Μου σπάσανε το μπαγλαμά», «Ανεμώνα», «Αργά, είναι πια αργά», «Λίγο-λίγο, θα με συνηθίσεις», «Πήρα απ' τη νιότη χρώματα», «Αν είναι η αγάπη έγκλημα», «Η διπρόσωπη», «Ένας αϊτός γκρεμίστηκε», «Συρματοπλέγματα βαριά», «Είμαι αετός χωρίς φτερά», «Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Η Μαλάμω», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Του ντερβίση το πιοτό», «Τι να σου κάνει μια καρδιά».

Θεωρείται ότι έχει πολλές άγνωστες δημιουργίες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή.

Η εγγονή της Ρέα Μανέλη στο βιβλίο της Η Γιαγιά μου η Ευτυχία [Άγκυρα, 2003], έγραψε:

Εδώ απόσπασμα το δανειζομαι από το ogdoo.gr:

«Και το περίεργο είναι, πως δεν ξόδευε τα λεφτά της σε λούσα... Όχι. Γενικά δεν ήταν άνθρωπος των υλικών απολαύσεων. Πώς να το πω; Γι' αυτήν το χρήμα ήταν σαν το οξυγόνο. Από την ώρα που ξύπναγε, ανέπνεε λεφτά. Το πάθος του τζόγου ήταν πολύ μετά, δεν μπορούσε να κουμαντάρει τα λεφτά της, ή δεν ήθελε. Από πολύ μικρή ηλικία, κι ως τα γεράματά της, είχε δει τον εαυτό της σαν Ρομπέν των δασών. Ντε και καλά έπρεπε να βοηθάει όλο τον κόσμο. Πριν από τον γάμο της με τον Γιώργο (σ.σ. Παπαγιαννόπουλο), αλλά και μετά, είχε πάντα οικότροφο με όλες τις ανέσεις. Μία ήταν η Μέλπω, η οποία έμεινε στο σπίτι τρία χρόνια, λέει η Καίτη (σ.σ. η κόρη της). Και η άλλη ήταν η Χρυσαυγή, που αυτή την θυμάμαι κι εγώ. Φίλη της Ευτυχίας από τη Μικρασία, η οποία ερχόταν κάθε δυο μήνες και καθόταν πέντε... Ήταν που η Ευτυχία είχε και τα "ζωντανά" – έτσι αποκαλούσε τις γάτες και τους σκύλους της γειτονιάς. Μόνιμα στο σπίτι, είχε δέκα γάτες. Άσε που γύριζε τους δρόμους της γειτονιάς με μια κατσαρόλα φαγητό, και τι φαγητό, αφού δεν είχαν εκείνη την εποχή ειδικές τροφές για τα "ζωντανά", το θεωρούσε καλό να ψωνίζει από τον χασάπη το καλύτερο.

Ύστερα ήταν και πως όποιος της κλαιγόταν, ή της ζητούσε δανεικά, αυτή είχε υποχρέωση να του τα δώσει. Πού το πας κι αυτό;

Μα, το καλύτερο ήταν όταν έστελνε να της κάνουν κάποιο θέλημα, της κόστιζε το τριπλάσιο... Ως και οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς την είχαν πάρει χαμπάρι και την δούλευαν... "Κωστάκη, πας, αγόρι μου, να μου πάρεις τσιγάρα;". Και ο Κωστάκης, δήθεν της έκανε τον δύσκολο: "Άααα, δεν μπορώωωω τώραααα", "Άντε, πουλάκι μου, και θα σου δώσω δεκαπέντε δραχμές για τον κόπο σου". Και έτσι, ένα πακέτο τσιγάρα τής κόστιζε είκοσι δραχμές. Ή για ένα κουτί σπίρτα, που τ' αγοράζαμε μία δραχμή, αυτή έδινε δέκα δραχμές...».

Σε άλλο σημείο αναφέρει:

«Αχ, αυτά τα λεφτά ήταν ο μόνιμος νταλκάς της Ευτυχίας, που την οδηγούσε πάντα σε κωμικοτραγικές καταστάσεις. Ήταν στην περίοδο του τζόγου, όταν μια μέρα ο Γιώργος τής ζήτησε να του ετοιμάσει την επίσημη στολή του, για την παρέλαση. Κατακίτρινη η Ευτυχία, και με την καρδιά στους αστραγάλους, τον ρώτησε: «Ποια στολή;» «Την καλή στολή, την επίσημη στολή, που είναι στην ντουλάπα τυλιγμένη για να μη σκονίζεται». Μουδιασμένα, αυτή, του λέει: «Δεν έχω ιδέα...» Βρε εδώ η στολή, εκεί η στολή, πού είναι η στολή;

Δεν πέρασε ώρα, κι ο Γιώργος κατάλαβε πως η στολή είχε πουληθεί... Έεε, ήταν κι η πρώτη φορά που αυτός ο φιλήσυχος άνθρωπος έγινε έξαλλος από οργή, σε τέτοιο βαθμό, που άκουγες τις φωνές του, δυο παράλληλους δρόμους πιο κάτω από το σπίτι. «Αρκετά ως εδώ. Θα σ’ αφήσω μόνη να βολοδέρνεσαι με τα πάθη σου, να δω πού θα καταλήξεις. Δεν καταλαβαίνεις, βρε χριστιανή μου, ότι θα με βάλεις σε μεγάλους μπελάδες; Πού ακούστηκε αστυνομικός να πουλάει τη στολή του;» Άνοιγε, έκλεινε πόρτες, μάζευε ρούχα και τα πέταγε στις βαλίτσες, κι έβριζε την τύχη του.

Η Μαίρη με την Καίτη για πρώτη φορά έβλεπαν τον Γιώργο σ’ αυτή την κατάσταση. Τον είχαν πάρει από πίσω, και τον ακολουθούσαν από δωμάτιο σε δωμάτιο, αφού προηγουμένως ανέβασαν την Ευτυχία στο περίφημο πατάρι, και της είπαν να μη βγάλει άχνα. Προκειμένου να τον ηρεμήσουν, άρχισαν να του λένε πως είχε όλο το δίκιο με το μέρος του, και μπλα μπλα μπλα. Όμως, έπρεπε να της δώσει ακόμη μια ευκαιρία, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν θα ξανάκανε κάτι τέτοιο, δεν θα έπιανε ξανά χαρτιά στα χέρια της, θα το αναλάμβαναν οι δυο τους. Σε όλη τη διάρκεια της φασαρίας, η Ευτυχία, κάθε λίγο έβγαζε το κεφάλι της από την πόρτα του παταριού, για να δει σε ποια φάση ήταν η φασαρία. Τα κορίτσια, πότε η μία και πότε η άλλη, της έκαναν νόημα να μπει μέσα και να μη μιλά.

Ύστερα από λίγο, και τη στιγμή που η Καίτη ήταν κάτω από το πατάρι, άκουσε την Ευτυχία που ψιθύριζε το όνομά της: «Καίτη, ψιτ, ψιτ, Καίτη...» «Τι θέλεις, βρε μαμά;» της είπε η Καίτη νευριασμένα. Και η Ευτυχία: «Πες μου μια πόλη της Αμερικής με δέκα γράμματα». Η Καίτη έμεινε άναυδη. Η Ευτυχία έλυνε σταυρόλεξο...

Αργότερα, η Ευτυχία είπε στην Καίτη, που της έκανε παρατήρηση για την όλη κατάσταση: «Πρώτον, η στολή ήταν στην ντουλάπα και την τρώγανε οι αράχνες, δεν την είχε φορέσει ποτέ... Α, βρε κουτό, ειλικρινά πίστεψες ότι θα έφευγε; Απλώς έπρεπε να φωνάξει για να εκτονωθεί... Εσύ δεν θα φώναζες άμα σου κάνανε κάτι τέτοιο;» Εκεί, η Καίτη σήκωσε τα χέρια ψηλά και δεν είπε τίποτα...». 

 Είχε στενές σχέσεις με την Σωτηρία Μπέλλου, με την οποία έπαιζε χαρτιά, ενώ και με την ηθοποιό, Ρένα Βλαχοπούλου που της δάνεισε αρκετές φορές χρήματα όταν είχε ανάγκη. Μετά τον θάνατο του άντρα της το 1956 και της κόρης της Μαίρης το 1960, η απώλεια τους γι' αυτή ήταν δυσβάσταχτη, ενώ έγραψε αρκετά τραγούδια για εκείνους. Απεβίωσε στις 7 Ιανουαρίου 1972 σε ηλικία 79 ετών, έχοντας στο πλευρό της την εγγονή της Ρέα, η οποία τη φρόντισε ως τα γεράματά της.

Ο Μάνος Ελευθερίου έγραψε στο πρόγραμμα της παράστασης του Πέτρου Ζούλια «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» με τη Νένα Μεντή)

[…] «Χωρίς τη Μικρασία και το θέατρο η Παπαγιαννοπούλου δεν θα είχε γράψει τα τραγούδια που μας δώρισε. Αλλά όπως και άλλοι γνωστοί στιχουργοί του ρεμπέτικου, η Παπαγιαννοπούλου δεν ήταν "αγράμματη", ασπούδαχτη και πριμιτίβ. Όπως δεν ήταν ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης και όπως δεν είναι ο Κώστας Biρβos, για να μείνω στους πολυγραφότερους. Γνώριζε τους νεοέλληνες ποιητές, διάβαζε λογοτεχνία και είχε εκείνη την παράδοση κουλτούρας που κουβαλούσαν όλοι οι Μικρασιάτες, ανάλογη με την άλλη, δυτικότερη παράδοση κουλτούρας που είχαν οι Επτανήσιοι και οι Κρήτες.

Η ζωή της καταγράφηκε σε βιβλίο γραμμένο από την εγγονή της, Ρέα Μανέλλη, με τίτλο "Η Γιαγιά Μου η Ευτυχία".Αυτή η βιογραφία ενέπνευσε τον θεατρικό μονόλογο που ερμήνευσε η Νένα Μεντή στην παράσταση με το ονοματεπώνυμό της ως τίτλο.

Το 2019 η ζωή της έγινε ταινία με τίτλο το όνομά της και με πρωταγωνίστριες στον ομώνυμο ρόλο τις Κάτια Γκουλιώνη (νεαρή ηλικία) και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (μεγαλύτερη ηλικία).

Πηγές: "ΜΈΘΕΞΗ "συνάντηση ψυχής, Ogdoo.gr, Σαν σήμεραnews24, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Το trailer της ταινίας «Ευτυχία»