Ευρωπαϊκό οξυγόνο στην έρευνα στην Ελλάδα

31 Μαρ 2025

Των Αιμιλίας Πρωτόγερου[1], Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου[2] και  Γιάννη Καλογήρου[3]  

 H έρευνα, η υγεία και η παιδεία είναι τρείς τομείς που βρίσκονται στην πρώτη προτεραιότητα του Κοινοτικού Προϋπολογισμού του 2025. Στα καθ’ ημάς ωστόσο, η συμπεριφορά της Πολιτείας προς την έρευνα  είναι διαχρονικά υποτιμητική και δεν αναζητά τη θεραπεία των αδυναμιών της.

 Η ακριβής εικόνα δείχνει, ότι την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει μερικά θετικά βήματα. Για παράδειγμα, η χρηματοδότηση των ελληνικών πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων έχει βελτιωθεί, αλλά παραμένει ανεπαρκής. Ακριβέστερα, η απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ έχει μεν στενέψει (από το 2001 έως το 2022 για παράδειγμα, η χρηματοδότηση της έρευνας από το κράτος κυμάνθηκε μεταξύ 0.27% και 0.59% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν 0.52% έως και 0.60%)[4], πλην όμως πρέπει να αθροιστεί και το γεγονός της μείωσης του ΑΕΠ της Ελλάδας στο ίδιο διάστημα, «σκιάζοντας» κατά συνέπεια την αριθμητική εικόνα.

Στα κάπως προωθητικά βήματα της τελευταίας δεκαετίας πρέπει να σημειωθούν εξάλλου ορισμένες θεσμικές πρωτοβουλίες που υποστηρίχθηκαν (κατά σημαντικό μέρος) από χρηματοδότηση ευρωπαϊκών πόρων – όπως είναι για παράδειγμα η ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), ή το  Πρόγραμμα «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ» - οι οποίες επίσης συνέβαλαν στη μείωση του χάσματος με τον κοινοτικό μέσο όρο.

Οι κατάρες του πολυκερματισμού και της γραφειοκρατίας...

Από ‘κεί κι ύστερα εκδηλώνεται μια επιστρωμάτωση αδυναμιών – διότι πέρα απ΄ την  υποχρηματοδότηση, βλέπουμε να αναπτύσσεται κι ένας καταστροφικός κατακερματισμός των πηγών χρηματοδότησης της έρευνας (αρκετά διαφορετικά Υπουργεία, ΕΛΙΔΕΚ, ΕΣΠΑ κ.ά.), χωρίς τον απαραίτητο μεταξύ τους συντονισμό. Στην παθογένεια αυτή, προστίθεται και η ύπαρξη ενός ανούσιου διοικητικού διαχωρισμού της έρευνας ανάμεσα  στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα. Και η κορύφωση έρχεται με τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία στις οικονομικές διαδικασίες διαχείρισης των ερευνητικών έργων (π.χ. ΕΛΚΕ)  που παρεμποδίζει την ομαλή υλοποίησή τους.

Παρά τα προβλήματα, το ελληνικό success story

Κόντρα σε όλα αυτά τα προβλήματα, τα ελληνικά ακαδημαϊκά-ερευνητικά ιδρύματα σημειώνουν μια σημαντική επιτυχία. Πρόσφατη έρευνα του Εργαστήριου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΒΕΟ-ΕΜΠ)[5] αναδεικνύει την αξιοσημείωτη διαχρονική τους παρουσία στα ερευνητικά προγράμματα (Προγράμματα-Πλαίσιο) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1984 έως σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι 7 μεγάλα Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της χώρας (ΕΜΠ, ΑΠΘ, ΙΤΕ, Πανεπιστήμιο Πατρών, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», EKETA, ΕΚΠΑ) βρίσκονται στους πρώτους 100 ευρωπαϊκούς οργανισμούς - σε όρους συμμετοχών σε ερευνητικά έργα και κεντρικότητας στα ερευνητικά δίκτυα που σχηματίζονται μέσω των προγραμμάτων αυτών. Επίσης, τα ιδρύματα αυτά έχουν αντλήσει 728 εκατ. ευρώ από το Πρόγραμμα Horizon 2020, ενώ η χρηματοδότηση του συνόλου των ακαδημαϊκών-ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας από το ίδιο Πρόγραμμα ξεπερνά τα 1.1 δισ. ευρώ. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει το υψηλό επίπεδο πολλών ακαδημαϊκών-ερευνητικών φορέων της χώρας, δεδομένου του ιδιαίτερα ανταγωνιστικού χαρακτήρα των προγραμμάτων αυτών και της επιστημονικής αριστείας των ευρωπαϊκών φορέων που συμμετέχουν.

Τα εμφανή και τα αφανή οφέλη απ΄ τα Προγράμματα-Πλαίσιο

Η έρευνα του ΕΒΕΟ-ΕΜΠ διερεύνησε επίσης τα κίνητρα και τα οφέλη που έχουν οι ερευνητικές ομάδες από τη συμμετοχή τους σε έργα των Προγραμμάτων-Πλαίσιο. Ένα πολύ σημαντικό κίνητρο είναι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση για να διατηρούν και να ενισχύουν το ανθρώπινο δυναμικό τους (υποψήφιους διδάκτορες, μεταδιδακτορικοί ερευνητές κ.λπ.), καθώς και να αποκτούν προηγμένο ερευνητικό εξοπλισμό, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ομάδες που δραστηριοποιούνται σε τεχνολογίες αιχμής - όπως σύνθετα υλικά, νανοτεχνολογία, και βιοτεχνολογία. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ερευνητικά έργα αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στα 2/3 της συνολικής χρηματοδότησης των ερευνητικών αυτών ομάδων κατά την τελευταία πενταετία.

Όμως, τα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν αποτελούν μόνο ζωτική πηγή χρηματοδότησης για τις ελληνικές ερευνητικές ομάδες αναπληρώνοντας το κενό της εθνικής χρηματοδότησης, αλλά συνεπάγονται και σημαντικά ποιοτικά ή έμμεσα οφέλη για αυτές. Αναλυτικότερα, η συμμετοχή στα Προγράμματα-Πλαίσιο ευνοεί τη δραστηριοποίηση και παρακολούθηση των εξελίξεων σε επιστημονικά/τεχνολογικά πεδία αιχμής, και παρέχει ευκαιρίες δικτύωσης και οικοδόμησης σταθερών συνεργασιών με κορυφαίους ευρωπαϊκούς φορείς (άλλες ερευνητικές ομάδες ή επιχειρήσεις). Επιπλέον, η συμμετοχή σε ερευνητικές κοινοπραξίες αναβαθμίζει την ερευνητική εμπειρία, καλλιεργεί διεπιστημονικές δεξιότητες και βελτιώνει τις προοπτικές σταδιοδρομίας των ερευνητών.

Επίσης, οι ερευνητικές ομάδες αναγνωρίζουν τη σημαντική προστιθέμενη αξία που έχουν τα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα σε σύγκριση με τα εθνικά σε όρους διεθνούς δικτύωσης και συνεργασίας εντός μεγάλων ερευνητικών κοινοπραξιών, υψηλότερης χρηματοδότησης των έργων, πρόσβασης σε γνώση και ερευνητικές υποδομές αλλά και ως προς το επιστημονικό επίπεδο της έρευνας και την καλλιέργεια βιώσιμων σχέσεων με άλλες ερευνητικές ομάδες.

Να διευκολυνθεί η μέγιστη  αξιοποίηση των Προγραμμάτων-Πλαίσιο

Εν κατακλείδι, τα Προγράμματα-Πλαίσιο της ΕΕ έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο στο ερευνητικό σύστημα της χώρας, αντικατοπτρίζοντας  τη στρατηγική σημασία της συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο - η οποία όχι μόνο ενδυναμώνει την ελληνική επιστημονική κοινότητα αλλά και τη συνδέει με τα διεθνή δίκτυα καινοτομίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εθνική πολιτική για την έρευνα και την καινοτομία θα πρέπει να επικεντρώνεται στη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση αυτού του εργαλείου πολιτικής, με στόχο την ενίσχυση της ερευνητικής δραστηριότητας και την αξιοποίηση των παραγόμενων ερευνητικών αποτελεσμάτων από την ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Είναι απαραίτητο να υιοθετηθούν μέτρα για την υποστήριξη της συμμετοχής των ερευνητικών ομάδων στα προγράμματα αυτά, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων περιφερειακών ιδρυμάτων, αλλά και να δοθεί έμφαση σε θεματικές περιοχές με περιορισμένη συμμετοχή από την Ελλάδα. Η εθνική χρηματοδότηση της έρευνας θα πρέπει να αποκτήσει πιο συστηματικό χαρακτήρα, με στόχο την ενίσχυση της συνέργειας και συμπληρωματικότητας με τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Επιπροσθέτως, απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών που αφορούν την οικονομική διαχείριση των έργων θα επιτρέψει την ομαλότερη υλοποίηση των έργων. Τέλος, η διάχυση και αξιοποίηση της γνώσης που παράγεται από τα ευρωπαϊκά ερευνητικά έργα θα πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί το σύστημα καινοτομίας της χώρας.

[1] Επ. Καθηγήτρια του ΕΜΠ

[2] Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΜΠ

[3] Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ

[4] Πηγή: Eurostat, ΟΟΣΑ (https://doi.org/10.2908/RD_E_GERDFUND)

[5] Πρόκειται για το ερευνητικό έργο με τίτλο «NETonKIE: Η συμμετοχή της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα και η επίδραση της στην παραγωγή καινοτομίας και στην επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης» και επιστημονικό υπεύθυνο τον Καθηγητή Γιάννη Καλογήρου που χρηματοδοτήθηκε από το ΕΛΙΔΕΚ.

Πηγή: www.kreport.gr