Ευρωπαϊκή Λιμενική Πολιτική: Ελληνική απουσία και αδιέξοδα

Θάνος Πάλλης 01 Φεβ 2024

«Στην εθνική οδό υπάρχει ένας οδηγός που πηγαίνει ανάποδα στο ρεύμα» - Ραδιοεκφωνητής

«Δεν είναι ένας. Είναι χιλιάδες» - Οδηγός

Το ξεκίνημα του 2024 συνοδεύτηκε με ένα σημαντικό βήμα προς μία ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή στρατηγική για τους λιμένες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) ενέκρινε στις 17 Ιανουαρίου την πρωτοβουλία για την «οικοδόμηση μιας συνολικής ευρωπαϊκής στρατηγικής για τα λιμάνια», γνωστή και ως έκθεση Berendsen, με 585 ψήφους υπέρ (21 κατά, 26 αποχές).

Πρόκειται για μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, καθώς το κείμενο που υπερψηφίσθηκεεπιταχύνειτη συζήτηση για τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν στην οικονομία με επίκεντρο τους λιμένες λιμενικό σύστημα.

Και η Ελλάδα; Δυστυχώς απέχει από τη διαμόρφωση της συζήτησης, και πορεύεται χωρίς πυξίδα –χαρακτηριστική εν προκειμένω η απουσία παρεμβάσεων από τους Έλληνες ευρωβουλευτές στις Κοινοτικές διαδικασίες.

Η κυβέρνηση συνολικά κινείται με γνώμονα ότι όλοι στον Ευρωπαϊκό χώρο κινούνται ανάποδα: χαράζει την εθνική λιμενική πολιτική με το πλέον ιδιόμορφο τρόπο. Οι εξελίξεις του προγράμματος πώλησης των Ελληνικών λιμένων από το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) ελαχιστοποιούν την προοπτική σύγκλισης με το Ευρωπαϊκό μοντέλο δημόσιας διοίκησης / ιδιωτικής παροχής υπηρεσιών. Στη περίπτωση των Λιμενικών Ταμείων επικρατείπλήρης μεταρρυθμιστική άπνοια: το πλέον πρόσφατο κείμενο Εθνικής Λιμενικής Πολιτικής διατυπώθηκε το 2013 - το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολικής (ΥΝΑΝΠ) παραμένει υπερ-απασχολημένο μεταξύ ορκωμοσιών αξιωματικών και εθιμοτυπικών συναντήσεων, αγνοώντας τις καταλυτικές αλλαγές στον Ευρωπαϊκό χώρο.

Η Ευρωπαϊκή Προσέγγιση

Η πρώτη διάσταση της Ευρωπαϊκής Λιμενικής Πολιτικής (ΕΛΠ) αφορά τη διακυβέρνηση των λιμένων και της ανάπτυξής τους. Το ΕΚ αναγνωρίζει τηνανάγκη εξασφάλισηςσημαντικών επενδύσεωνώστε κάθε κράτος-μέλος να διατηρεί λιμένες ικανούς να εκπληρώσουν τον κρίσιμο ρόλο για την ανάπτυξη της τοπικής και εθνικής οικονομίας.Οι λιμένες, πύλες της Ευρώπης προς τον κόσμο, είναι κρίσιμοι κόμβοι της εφοδιαστικής αλυσίδας,συμβάλουν στην συσσώρευση επιχειρήσεων, και καθορίζουν τις ροές αγαθών και προσώπων στα πλαίσια μια οικονομίας.Σύμφωνα με το ΕΚ χρειάζονται κρίσιμες δημόσιες αποφάσεις για τη δομή του δικτύου – ένα ισχυρός δημόσιος ρόλος που θα κατευθύνει τις επενδύσεις και θα διευκολύνει την επιχειρηματικότητα.

Στα πλαίσια αυτά αναζητά την ενίσχυση των φορέων διοίκησης των λιμένων, ώστε να διαπραγματευτούν αποτελεσματικά το σχεδιασμό των λιμένων με διαχειριστές τερματικών σταθμών που παρέχουν υπηρεσίες– ιδιαίτερα καθώς οι τελευταίοι οι οποίοι είναι είτε σημαντικές σε μέγεθος ναυτιλιακές εταιρίες είτε κρατικές εταιρίες μη-ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Κίνα, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σιγκαπούρη).

Τη κρισιμότητα της σχέσης δημόσιου/ιδιωτικού φορές επιβεβαιώνει η δεύτερηδιάσταση της ΕΛΠ: ενεργειακή μετάβαση. Το ΕΚ αναγνωρίζει ότι όπως ανέδειξανοι πρόσφατες γεωπολιτικές κρίσεις,οι Ευρωπαϊκοί λιμένεςδιαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης. Παράλληλα, η ανάγκη βιώσιμης ανάπτυξης επιτάσσει οι λιμένες να αποτελέσουν ταυτόχρονα διευκολυντέςκαι επιταχυντές της ενεργειακής μετάβασης.

Υπάρχει λοιπόν έκκληση πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των λιμένων με ισόρροπη συμμετοχή δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Και εδώ η ατζέντα δεν αφορά μόνο τιςσημαντικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Οιεπιλογές για το περιεχόμενο της ενεργειακής μετάβασης είναι καθοριστικές,με τηνεξάρτηση της Ευρώπης από τις επιλογές αυτές να διευρύνει το ρόλο του κράτους(κεντρική διοίκηση και/ή φορείς διοίκησης λιμένων).

Αναπόφευκτα, διαμορφώνεται και η συζήτηση που εξελίσσεται στον Ευρωπαϊκό χώρο για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στο λιμενικό σύστημα. Η παρέμβασητου ΕΚ υπέρ της αναθεώρησης του Ευρωπαϊκού Κανονισμούβρίσκει σύμφωνα όλα τα Ευρωπαϊκά λιμάνια και τα κράτη-μέλη(εκτός της ελληνικής κυβέρνησης που απλά παρακολουθεί την Ευρώπη να «οδηγεί προς την άλλη κατεύθυνση»).Συλλογικά, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Θαλάσσιων Λιμένων (ESPO)διεκδικείόλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να εφαρμόσουν ένα σύστημα ελέγχου των άμεσων ξένων επενδύσεων με εναρμονισμένο τρόπο. Δεν πρόκειται για κρατισμό. Πρόκειται για μια προ(σ)κληση να ενισχύσει το κράτος-προνοίαςτην επιχειρηματική δραστηριότητα στους λιμένες της Ευρώπης, με τους απαραίτητους ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των επενδυτών που στοχεύουν να επενδύσουν σε ευρωπαϊκούς λιμένες και τη διαμόρφωση ενός σταθερού επενδυτικού κλίματος και της προβλεψιμότητας στις αξιολογήσεις των σχετικών επενδύσεων.

Τα Ελληνικά αδιέξοδα

Με την οριστική πώληση των φορέων διοίκησης λιμένων σε επενδυτικά σχήματα του εξωτερικού να συνεχίζεται, η χώρα μας εξακολουθεί να απομακρύνεται από την Ευρωπαϊκή πραγματικότητα – κανένα άλλο κράτος-μέλος δεν σκέφτεται να κινηθεί προς αυτή τη κατεύθυνση.

Η πώληση το τελευταίο τετράμηνο του 2023, των Εταιριών που διοικούν τους λιμένες Ηγουμενίτσας και Ηρακλείου, μετά την ιδιωτικοποίηση της Θεσσαλονίκης (2018) και του Πειραιά (2016), σημαίνει ότι την ανάπτυξη των λιμένων (ποιες αγορές θα εξυπηρετήσουν;), την ενεργειακή μετάβαση, και τον γεωπολιτικό ρόλο των λιμένων (καθορισμός αλυσίδων μεταφοράς, εφοδιαστικών αλυσίδων, διαχείρισης δεδομένων ιδιωτών που συμμετέχουν στο θαλάσσιο εμπόριο) θα την διαμορφώσουν πλέον είτε ιδιώτες (Ηγουμενίτσα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη), ή μια κρατική εταιρία τρίτης χώρας (Πειραιάς).

Ήδη το Ελληνικό λιμενικό σύστημαέχει καθυστερήσει σημαντικά ως προς την ενεργειακή μετάβαση. Παράλληλα, από το 2021 η κυβέρνηση περιόρισε καθοριστικά την δυνατότητα της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων(ΡΑΛ) να εγγυηθεί συνθήκες λειτουργίας και ανταγωνισμού στην λιμενική αγορά, επιστρέφοντας αρμοδιότητες της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Τέλος, παρά το γεγονός ότι όλες οι πωλήσεις ελληνικών λιμένων ανήκουν σε αυτή τη περίπτωση, απουσιάζει η όποια συζήτηση για την μείωση του ρίσκου που παράγει η κυριαρχία των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στους Ελληνικούς λιμένες – οι συζητήσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο διεξάγονται ερήμην της Ελληνικής πολιτείας και των εκπροσώπων της.

Οι συνθήκες που διαμορφώνονται είναι ακόμα πιο ασφυκτικές από τη δημιουργία ιδιωτικών μονοπωλίων στους σημαντικούς λιμένες της χώρας με επίδραση σε ευρύτερες οικονομικές δραστηριότητες. Δύο λιμένες, Ηγουμενίτσα-Ηράκλειο έχουν τον ίδιο ακριβώς ιδιοκτήτη. Όπως θα συμβεί και στην περίπτωση Θεσσαλονίκης – Βόλου, δύο λιμένες που διαχειρίζονται τη μερίδα του λέοντος του χύδην ξηρού φορτίου που διακινείται μέσω των Ελληνικών λιμένων.

Το ενδιαφέρον είναι ότι και η ίδια η κυβέρνηση αναγνωρίζει το αδιέξοδο της πολιτικής της και την αδυναμία εποπτείας των λιμένων. Όταν τον Αύγουστο νομοθέτησε υπέρ της πώλησης του λιμένα της Ηγουμενίτσας με τονόμο να κάνει αναφορά στη «δυνατότητα δημιουργίας» «διαδόχου αρχής» σε περίπτωση αποτυχίας του επενδυτή (!!!).Αν κάτι πάει στραβά (π.χ. οι ιδιωτικοί λιμένες μπορεί να δίνουν έμφαση μόνο σε ορισμένες λιμενικές αγορές και όχι σε άλλες), μόνη λύση για την Πολιτεία είναι να ‘πάρει’ την γη που διαχειρίζεται η ιδιωτική εταιρία (αφήνοντας την χωρίς αντικείμενο) και να φτιάξει ένα νέοφορέα που θα του δώσει τη δυνατότητα λειτουργίας και διοίκησης του λιμένα - εύλογο ότι δεν υπάρχει δίχτυ ασφαλείας, απλώς προβλέψεις κενές περιεχομένου.

Όλα αυτά ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2019, η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για την απελευθέρωση των Λιμενικών Υπηρεσιών και της διαφάνειας των χρηματοδοτήσεων των λιμένων σε 25 λιμένες της χώρας. Θα υπέθετε κάποιος ότι μια «φιλελεύθερη» κυβέρνηση θα είχε προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Λάθος. Πλήρης απραξία και όσο αφορά την αναδιοργάνωση στους δευτερεύοντες λιμένες της επικράτειας, και ελάχιστες προοπτικές ισόρροπης ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας.Από το 2019 μάλιστα, η κυβέρνηση έχει περιοριστεί να μελετά την πλέον γραφειοκρατική προσέγγιση: την προοπτική ενοποίησης των Λιμενικών Ταμείων ανά την επικράτεια υπό τη στέγη μιας Ενιαίας Αρχής που θα ελέγχει το αρμόδιο υπουργείο.

Η αλλαγή μεταρρυθμιστικής πορείας είναι αναγκαία και επιβάλλει τηνενίσχυση της διαδικασίας παραχωρήσεων δικαιωμάτων προσφοράς υπηρεσιών στους λιμένες και της επιχειρηματικότητας με παράλληλη παρουσία ισχυρών δημόσιων λιμενικών φορέων διοίκησης. Πρόκειται για διεθνώς δοκιμασμένα μοντέλα που ενισχύουν την ιδιωτική πρωτοβουλία, με παράλληλη επαρκή δυνατότητα άσκησης δημόσιας και ουσιαστικής εποπτείας, ελέγχου και ρύθμισης όταν και όποτεχρειάζεται.Χωρίς αυτή την αλλαγή, είναι βέβαιο ότι θα κληθούμε σύντομα να επωμιστούμε το σημαντικό κόστος της οδήγησηςπρος την αντίθετη κατεύθυνση.