Ας μην διαμαρτυρόμαστε, δεν συμβαίνει μόνο σε μας. Πηγαίνοντας προς τις ευρωεκλογές, από τη μια η «Ευρώπη» σε εισαγωγικά σαν ιδέα και στόχος, από την άλλη η κάθε ευρωπαϊκή χώρα ξεχωριστά, φαίνονται να κινούνται σε παράλληλους κόσμους. Η «Ευρώπη», αναμετράται με τον εαυτό της καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι μιας υπαρξιακής επιλογής. Ένας τρόπος ύπαρξής της έχει τελειώσει και ψάχνει τη συνέχεια. Σε κάθε όμως χώρα ξεχωριστά, η προεκλογική εκστρατεία επικεντρώνεται στην εσωτερική πολιτική κουζίνα. Σημαίνει ότι οι ευρωεκλογές θα καταγράψουν απλώς μια σειρά εθνικών συσχετισμών και η «Ευρώπη» θα συνεχίσει ύστερα απτόητη να αναζητά το μέλλον της; Όχι βέβαια. Άλλο μέλλον αναζητούν ο Μακρόν, ο Σολτς, ή ο Τουσκ και άλλο η Λεπέν, η AfD ή ο Σαλβίνι. Ποτέ ίσως οι ευρωεκλογές δεν ήταν τόσο κρίσιμες για την «Ευρώπη» παρότι η κρισιμότητα σκεπάζεται κάτω από στρώματα εθνικής πολιτικής και συχνότερα μικροπολιτικής.
Γιατί η αντιπαράθεση στις ευρωεκλογές δεν είναι το τετριμμένο «θέλουμε περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη». Το δίλημμα είναι υπαρξιακό: παρακμή ή νέο άλμα ενοποίησης. Για το πρώτο, φροντίζουν οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις κατά πλειοψηφία ακροδεξιές και εθνολαϊκιστικές – εμείς εδώ έχουμε από όλες. Για το δεύτερο έχουν αρχίσει πλέον να ενεργοποιούνται οι βασικές φιλοευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες που συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τη νέα πραγματικότητα. Η Ευρώπη χάνει επιταχυνόμενα έδαφος στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό έναντι των εθνικών καπιταλισμών των άλλων μεγάλων Κρατών. Ακόμα χειρότερα, γεωπολιτικά είναι τελείως ανίσχυρη σε μια εποχή που έρπει ένας νέος ψυχρός πόλεμος. Στην ουσία έχει φτάσει στα όριά του ένας ορισμένος τρόπος ύπαρξης της ΕΕ (αλλά και του γερμανικού μοντέλου που ήταν στο επίκεντρό της), όσο και μια «φιλοσοφία» για την ενοποίησή της. Ούτε η φτηνή ενέργεια από τον Πούτιν, ούτε οι μεγάλες εξαγωγές στην Κίνα, ούτε η αμυντική ομπρέλα της Αμερικής, είναι πια διαθέσιμες. Η Γεωπολιτική και η νέα ψυχροπολεμική ένταση υπονομεύουν την νεοφιλελεύθερη αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, οι παγκόσμιες αλυσίδες τροφοδοσίας στρατηγικών πρωτίστως προϊόντων, αναδιπλώνονται για να συγκεντρωθούν σε φίλιες περιοχές ή στην ίδια τη χώρα αν είναι μεγάλη, ή αν έχει κοινές διακρατικές υποδομές, θεσμούς και δεσμούς όπως η περίπτωση της Ευρώπης.
Εξού και το υπαρξιακό δίλημμα. Χωρίς ένα ιστορικό άλμα ενοποίησης στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πολεμική βιομηχανία, τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών για την αντιμετώπιση υβριδικών επιθέσεων, η «Ευρώπη» θα είναι μικρό και εξαρτημένο άθυρμα στον ανταγωνισμό των μεγάλων. Και επιπλέον, χρειάζεται ένα νέο άλμα δημοσιονομικής ενοποίησης για να χρηματοδοτήσει με κοινό δανεισμό αυτές τις τεράστιες επενδύσεις, μέσω ευρωομολόγων δηλαδή που δεν θα υπολείπονται σε αξιοπιστία των γερμανικών ή των γαλλικών, όπως προς το παρόν συμβαίνει απλώς επειδή εκείνα έχουν πίσω τους ένα Κράτος. Όλες αυτές οι κατευθύνσεις διατυπώνονται καθαρά σε δύο πρόσφατες σημαντικές παρεμβάσεις, η μία του Μάριο Ντράγκι, πιθανού υποψήφιου και πάλι για κάποιο κεντρικό θεσμό, και η άλλη του Ενρίκο Λέττα, προέδρου του Ιδρύματος Ντελόρ και παλαιού ηγέτη της ιταλικής κεντροαριστεράς. Κοινό σημείο των δύο είναι ακριβώς η ανάγκη ενός νέου άλματος σύγκλισης και ότι για να πραγματοποιηθεί αυτό χρειάζεται μια άλλη «φιλοσοφία» ενοποίησης καθώς δεν φτάνει η Οικονομία που υποτίθεται ότι ωθεί αργά-αργά στη σύγκλιση τα κράτη-μέλη. Δεν υπάρχει πλέον η άνεση του απεριόριστου χρόνου. Η Γεωπολιτική και οι Πόλεμοι επιβάλλουν άλλους ρυθμούς και άλλες προτεραιότητες. «Πολλά περισσότερα από μια Αγορά» είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος της έκθεσης Λέττα.
Η νέα πορεία της «Ευρώπης» θα επιδράσει καθοριστικά στη μοίρα κάθε χώρας. Σε όλες άλλωστε, ο εθνικός και ο ευρωπαϊκός βίος έχουν συμπλεχτεί στενά. Για την Ελλάδα η εξέλιξη αυτής της σχέσης ιστορικά υπήρξε καθοριστική. Ως τέτοια έχει ενσωματωθεί στη συνείδηση της ευρείας κοινωνικής πλειοψηφίας, προκαλώντας υπόγειες συνειδησιακές μεταβολές που εξηγούν και την αντοχή του δεσμού στους κλυδωνισμούς του 2010-2015. Στο παρελθόν ήταν μια σχέση «εξωτερική» μεταξύ δύο «διαφορετικών» οντοτήτων. Η υπανάπτυκτη Ελλάδα κυνηγούσε να φτάσει την ανεπτυγμένη «Ευρώπη»/Δύση που συμβόλιζε το πολιτισμένο πρότυπο. Η σύγκριση τροφοδοτούσε τη γνωστή εθνική αμφιθυμία έλξης και απώθησης. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση περί «ελληνικότητας» αναζητούσε μια πνευματική-πολιτισμική θεμελίωση της εθνικής διαφορετικότητας. Σήμερα η σχέση έχει γίνει «εσωτερική», μπορεί να υπάρχουν οι διαφορές οικονομικού, θεσμικού, και πολιτισμικού επιπέδου, αλλά δεν αφορούν δύο «διαφορετικές» ποιότητες. «Ευρώπη» και Ελλάδα ανήκουν στην ίδια κίνηση της Ιστορίας και της διεθνούς Πολιτικής. Επιπλέον, η «ελληνικότητα» δεν παραπέμπει σε κανέναν εθνικό εξαιρετισμό, αλλά φιλοδοξεί να είναι εθνική συμβολή στον κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό, με προεκτάσεις στον παγκόσμιο –πάντα λόγω Αρχαίας Ελλάδας.
Για όλα αυτά είναι λάθος και παραπλανητική απλοποίηση να λογαριάζουμε τη σχέση μας με την Ευρώπη εργαλειακά, με οικονομικούς όρους, πόσο υπολειπόμαστε ή πόσο συγκλίνουμε με τον μέσο όρο. Πρόκειται αντιθέτως για πολυεπίπεδη ιστορική σχέση που τροφοδοτούσε και τροφοδοτεί τον κοινωνικό μετασχηματισμό και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Υπερβαίνει τα οικονομικά μεγέθη καθώς αλλάζει βαθύτερες λειτουργίες, την κυριαρχία και την γεωπολιτική θέση, την αντιπροσώπευση και τα κόμματα, τις πολιτισμικές ταυτότητες και την ερμηνεία της εθνικής μας ιστορίας. Αυτός ο συμβιωτικός δεσμός γίνεται εμφανέστερος σε μεταβατικές περιόδους, όταν αλλάζει η ιστορική εποχή, όπως συμβαίνει τώρα. Πράγματι, στην Ελλάδα κλείνει μια σκληρή και δύσκολη εποχή, η εποχή της οιονεί χρεοκοπίας, χωρίς να έχουν εκλείψει ακόμα τα οικονομικά και κοινωνικά τραύματα, ούτε οι ιδεολογικές και συμπεριφορικές στρεβλώσεις που σημειώθηκαν. Η χώρα και η κοινωνία έχει μπει σε νέα περίοδο, περισσότερο ομαλή και ελπιδοφόρα, αλλά η πορεία θα εξαρτηθεί από το μονοπάτι που θα διαλέξει η «Ευρώπη».
Αυτό όμως το μονοπάτι δεν χαράζεται ερήμην μας, μόνο από τις μεγάλες ή τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, τον γαλλογερμανικό άξονα ή τον «Βορρά». Αν είναι αλήθεια ότι η «Ευρώπη» μπαίνει σε μια νέα συντακτική φάση, αν επιχειρήσει ένα νέο άλμα ενοποίησης, τότε η Ελλάδα έχει να παίξει τον δικό της ουσιαστικό ρόλο ως οικοδόμος. Γιατί έχει μείζον εθνικό συμφέρον να ανήκει στους επισπεύδοντες. Γιατί η Γεωπολιτική και η Ιδεολογία της δίνουν σήμερα μεγαλύτερο βάρος από όσο η Οικονομία. Πράγματι, η γεωγραφία την έχει τοποθετήσει σε ένα κρίσιμο σημείο της γεωπολιτικής περιφέρειας της Ευρώπης, όπως είναι η ανατολική Μεσόγειος και η εγγύτητα στη Μέση Ανατολή – κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τις μικρές βαλτικές χώρες λόγω εγγύτητας με την Ρωσία. Η εθνική ιδεολογία ενθαρρύνει έναν ενεργό ρόλο στον προσδιορισμό της νέας ευρωπαϊκότητας. Η ευρεία εθνική συναίνεση εξουσιοδοτεί τα φιλοευρωπαϊκά κόμματά και την πολιτική ηγεσία να αναλάβουν πρωτοβουλίες στη νέα φάση οικοδόμησης της «Ευρώπης».
Σε αυτό το πλαίσιο, η ψήφος στις ευρωεκλογές δεν είναι ούτε χαβαλές, ούτε καναπές, ούτε εθνική μικροπολιτική, ούτε εθνική διαμαρτυρία. Ψηφίζουμε για την οικοδόμηση της νέας Ευρώπης και το μέλλον της Ελλάδας ταυτόχρονα.
Πηγή: www.tanea.gr