Είναι πάγια τακτική των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ πριν ψηφίσουν έναν μνημονιακό νόμο, να διαβεβαιώνουν το ακροατήριό τους, πως αυτός δεν υπάρχει περίπτωση να ψηφιστεί, γιατί βρίσκεται πίσω από τις κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης. Στη συνέχεια, και στη φάση των διαπραγματεύσεων, αφήνουν να διαρρεύσει πως οι πιέσεις των δανειστών είναι μεγάλες και θα πετύχουν έναν έντιμο συμβιβασμό. Στο τέλος, ως γνωστόν, ψηφίζουν τη ρύθμιση όπως ακριβώς την ορίζει το μνημόνιο που έχουν υπογράψει, δηλώνοντας συγχρόνως πως αυτό το κάνουν με πόνο ψυχής. Με κλάματα…
Τώρα με τη “διαπραγμάτευση” για την επίτευξη της δεύτερης αξιολόγησης, το φθινόπωρο, θα γίνουμε και πάλι θεατές του ίδιου έργου, τόσο στα εργασιακά όσο και στον συνδικαλιστικό νόμο. Και για μεν τα εργασιακά, η συγκυβέρνηση θα επιδιώξει, πάση θυσία, να μετατεθεί η συζήτηση για αργότερα, ώστε να αποσυμπιεστεί η πολιτική κατάσταση.
Είναι δεδομένο, πως το φθινόπωρο η λαϊκή δυσαρέσκεια θα είναι στο κατακόρυφο και λογικό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει να μην προσθέσει σε αυτήν ένα ακόμα πρόβλημα. Αλλωστε, η δόση είναι σχετικά μικρή, 2,8 δισ. ευρώ. Αλλά δεν μπορεί να αποφύγει την ψήφιση του συνδικαλιστικού νόμου, που ουσιαστικά τερματίζει το επάγγελμα του συνδικαλιστή που καθιέρωνε ο νόμος 1264/1982. Δεν είναι μόνον οι απαιτήσεις των δανειστών για να τεθεί ένας φραγμός στην αυθαίρετη δράση ασήμαντων μειοψηφιών, που εμποδίζουν την υλοποίηση των κυβερνητικών αποφάσεων. Είναι και οι αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία, όπου σημαντικές δραστηριότητες του Ελληνικού Δημοσίου, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, μεταβιβάζονται στον ιδιωτικό τομέα.
Οι επενδυτές -στην συντριπτική πλειοψηφία τους αλλοδαποί- επιθυμούν οι επιχειρήσεις που αγοράζουν να έχουν σύγχρονους εσωτερικούς κανονισμούς, απαλλαγμένους από τις ακρότητες που ισχύουν μέχρι σήμερα και που καθιστούν τους συνδικαλιστές, ουσιαστικά, συνιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων. Επίπλέον, σε μια οικονομία, που εκ των πραγμάτων -στον ιδιωτικό τομέα- έχει ακυρωθεί κάθε διαπραγμάτευση, είναι άνευ ουσιαστικού νοήματος και ξεπερασμένο το νομικό πλαίσιο που καθορίζει τις συνδικαλιστικές λειτουργίες. Με τη μερική απασχόληση στα ύψη, ο συνδικαλιστής έχει περιορισμένο -για να μην πω ανύπαρκτο- λόγο ύπαρξης. Ετσι, αναμένεται να απορυθμισθεί η δράση χιλιάδων κατ’ ?επάγγελμα συνδικαλιστών, κυρίως στον δημόσιο τομέα, και να δημιουργηθεί ένα καινούργιο περιβάλλον, που σίγουρα θα είναι πιο παραγωγικό από αυτό που καθιέρωνε ο νόμος 1264/82.
Οι αντιδράσεις αναμένονται να είναι μεγάλες, κυρίως από τα συνδικαλιστικά στελέχη του “βαθέως ΠΑΣΟΚ” που μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από το ΠΑΜΕ. Η συγκυβέρνηση βέβαια, πέρα από το θέατρο των “κόκκινων γραμμών”, έχει κάθε λόγο να ψηφίσει αυτήν την μνημονιακή υποχρέωση, γιατί θα ελαχιστοποιήσει τις αντιδράσεις στις προγραμματισμένες μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις των οργανισμών κοινής ωφέλειας, όπου τα συνδικάτα έχουν ισχυρή παρουσία. Το πολύ-πολύ οι αρμόδιοι υπουργοί να χύσουν κανένα δάκρυ παραπάνω, να βάλουν καμία πλερέζα και να δηλώσουν πως “πιέστηκαν πολύ και υπέγραψαν παρά την θέλησή τους.” Το έργο το έχουμε ξαναδεί και η επανάληψή του έχει γίνει κουραστική.