Η διάκριση σε μιάσματα και εθνικόφρονες αφορούσε – τα παλιότερα χρόνια – στους κομμουνιστές και στους συνοδοιπόρους τους αφενός και στους παραδοσιακούς συντηρητικούς και στους ακραίους του χώρου από την άλλη. Περιορίζονταν κυρίως στην ιδεοληπτική αντίληψη μιας παραλλαγής του καλού από την μια και του κακού από την άλλη, με την εκπροσώπηση αυτών από τους παραπάνω γενικευμένους πολιτικούς τύπους. Στην ουσία του όμως αυτός ο μανιχαϊσμός, είχε να κάνει με πρακτικές και πρόσωπα στη στελέχωση του διευρυνόμενου Δημόσιου Τομέα , του Κράτους. Το θεωρητικό υπόβαθρο , δεν ήταν παρά ένα μείγμα θρησκευτικότητας και ζητημάτων πολιτικής δημοκρατίας. Άλλοι ορισμοί δεν υπήρχαν , ενώ η οικονομική ανάπτυξη πέραν του κρατικού, αφορούσε στις ιδέες , που εμφάνιζε ο εκάστοτε Πρωθυπουργός και τίποτα περισσότερο.
Στο 2014 , η αντιστοίχηση του ορισμού της επικεφαλίδας άλλαξε. Οι παραδοσιακοί ή μεταλλαγμένοι κρατιστές , κατά κανόνα , πολιτικά ανήκουν στα παλιά μιάσματα.Είναι οι κυρίαρχες αντιλήψεις των κομμάτων της κομμουνιστικής και μετακομμουνιστικής Αριστεράς , αλλά και διακριτές τάσεις μέσα στα σημερινά κόμματα της συγκυβέρνησης, που δημιουργούν την αλλιώτικη ανάγνωση – στο μυαλό μου – της εθνικοφροσύνης.Τό πλέγμα των θεωρημάτων τους , αρχίζει και τελειώνει, στις εξαντλημένες πρακτικές του πελατειακού κρατισμού, εφάπτεται σε κάθε μορφή διεκδικητικού ποπουλισμού και περιέχει ελάχιστες γενικότητες χωρίς ορισμούς και ιεραρχήσεις για τις κεφαλαιώδεις , μικρές ή μεγάλες , οικονομικές μεταρρυθμίσεις , που συμπλέκουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο τον κεφαλοποιημένο οικονομικό και θεσμικό τομέα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.Επιπλέον η νέα εθνικοφροσύνη, χαρακτηρίζεται από την αλόγιστη κριτική στους σημερινούς θεσμούς και στα πρόσωπα της Ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ , με αποκορύφωμα τις λεκτικές μαγκιές υπεραξιολόγησης της τοπικής ισχύος έναντι της διεθνικής. Αντικειμενικοί σύμμαχοι αυτών των ιδιότυπων – ίσως και ακούσιων , νεοεθνικοφρόνων – , οι παραδοσιακοί πυλώνες της εθνικοφροσύνης , δηλαδή τμήματα της Δικαιοσύνης κυρίως το ΣτΕ και η Εκκλησία, όμως με αλλιώτικους ρόλους και τρόπους απότι παλιά. Το ΣτΕ περίπου καθορίζει ποιό είναι το εμπράγματο περιεχόμενο του ΤΑΙΠΕΔ, ενώ παράλληλα προνομιακά προσδιορίζει μισθολογικά τους ένστολους , ιδεολογικούς παλιούς συμμάχους της εθνικόφρονος παρατάξεως. Η Εκκλησία , όταν αποσύρεται από τους ακραίους της , μπαίνει σε δεύτερο διακριτό , αλλά υπαρκτό και παραμένοντα , ρόλο συναλλασσόμενη με τους παλιούς της αντιπάλους , τις μέγιστες δυνατές φοροαπαλλαγές της έναντι της δικιάς της ανοχής σ΄ αυτούς.
Τα σημερινά μιάσματα, ουσιαστικά και σήμερα ιδεολογικές μειοψηφίες, είναι όλοι όσοι – διακομματικά και οριζόντια συνδεδεμένοι- θέλουν έργω και λόγω να οριστούν οι μεταρρυθμίσεις, να χαραχθεί ο οδικός τους χάρτης με προαναγνωρισμένες τις κακοτοπιές , το Δημόσιο να επαναχαραχθεί έτσι ώστε οι παρεχόμενες υπηρεσίες να καλυτερέψουν και να δοθεί ο ρόλος , που του ανήκει στην δημιουργία οικονομικής και αστικής ανάπτυξης στον ιδιωτικό τομέα.
Εκ παραλλήλου , τα σημερινά μιάσματα ,όλα τούτα αλλά κι άλλα τα βλέπουν μέσα από μια πολιτικά φεντεραλιστική οπτική αναφορικά με την λειτουργία της σύνολης Ευρώπης και προσθέτοντας επί των αρχών πινελιές Διαφωτισμού στο θεσμικό δέον γενέσθαι.
Κατά συνέπεια, διακηρυκτικές επαναληπτικές εξαγγελίες , σκεπασμένες από την σχετική εγκυρότητα μιας προκοστολόγησης, αν δεν συνοδεύονται από ένα συνοπτικό ερμηνευτικό εργαλείο ιεράρχησης στόχων και προτεραιοτήτων, οικονομικών , πολιτισμικών και θεσμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων , απαλλαγμένων από το άχθος του ισχύοντος κρατισμού μόνον σχετικά μικρή , αν όχι μηδενική αγοραστική αξία παρουσιάζουν.
Οι οριζόντιες δυνάμεις , που κινούνται σ? αυτές τις πολιτικές ράγες έχουν καθήκον να ανακαλύψουν και τις ανέστιες σχολάζουσες ομάδες , αδρανείς ως τώρα , ώστε να εμπεριεχθούν κι αυτοί στις προσπάθειες σύστασης ενός μεταρρυθμιστικού πόλου.Ακόμα τα σημερινά μιάσματα είναι μειψηφικά , αργότερα ίσως όχι.
Αλλωστε ??…..η εικών αυτή εβοήθησε τον αποθανόντα αόμματο φαροφύλακα , να επανεύρη το μυστικόν του φρέτος…??, γράφει ο Ν.Εγγονόπουλος.