Εθνικό Σύστημα Υγείας, ο «μεγάλος ασθενής» κέρδισε το στοίχημα της πανδημίας

Δημήτρης Τσιόδρας 30 Απρ 2021

Στο τέλος του 2019, η κυβέρνηση έκανε τον προγραμματισμό της για το νέο χρόνο με αιχμή την οικονομία, τις μεταρρυθμίσεις και τα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη. Ουδείς φανταζόταν ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει ένα κύμα πανδημίας που ενσκήπτει μια φορά κάθε 100 χρόνια και ότι το σύστημα υγείας, με τα σοβαρά λειτουργικά και οικονομικά προβλήματα όχι μόνο θα αντέξει αλλά κι ότι θα ανταπεξέλθει πλήρως σε αυτή την πρωτοφανή κατάσταση. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, ακόμη και στις προ κρίσης εποχές, το Εθνικό Σύστημα Υγείας αντιμετωπιζόταν ως «μεγάλος ασθενής».


Οι γκρίνιες, η δυσαρέσκεια, απαξιωτικά περιστατικά και έντονες διαμαρτυρίες ασθενών και συγγενών καταγράφονταν διαρκώς σε ρεπορτάζ των ΜΜΕ. Σε έρευνα της Public Issue τον Ιανουάριο 2010, πριν από τη χρεωκοπία της χώρας, στους δείκτες κοινωνικής εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, τα ιδιωτικά νοσοκομεία και κλινικές καταλάμβαναν την 15η θέση, έναντι της πολύ χαμηλής 36ης θέσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ). Με αυτό τον τρόπο καταγραφόταν το σύστημα και στις ευρωπαϊκές εκθέσεις οι οποίες από πλευράς ικανοποίησης των πολιτών το κατέτασσαν στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ.



«Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στον σχεδιασμό και την ορθολογική κατανομή των πόρων υγειονομικής περίθαλψης, κάτι που έχει επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και την πρόσβαση. Υπάρχει μεγάλη ανισορροπία στην κατανομή των υλικών πόρων και του ιατρικού προσωπικού μεταξύ αστικών κέντρων και αγροτικών περιοχών, καθώς και μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στα πολύ υψηλά καταγραφόμενα επίπεδα μη ικανοποιούμενης ανάγκης για ιατρική περίθαλψη – το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ αναφερόταν στην έκθεση «State of Health in the EU Ελλάδα Προφίλ Υγείας 2017».


Σε έρευνα της «ΔιαΝεοσις» για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, την όποια εκπόνησε ομάδα έμπειρων ειδικών από το χώρο της υγείας, υπό τον συντονισμό του Καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ, Γιάννη Τούντα, για την περίοδο 2009-2018, καταγραφόταν πλήθος παρενεργειών. Στην Ελλάδα έχουμε υπερπληθώρα χειρουργών, γυναικολόγων και παθολόγων, αλλά το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη σε γενικούς γιατρούς. Οι Έλληνες γενικοί γιατροί είναι μόλις 5% του συνόλου, την ώρα που σε άλλες χώρες τα ποσοστά είναι πολλαπλάσια: 38% στη Γαλλία, 46% στην Πορτογαλία. Για τις ανάγκες του δικού μας συστήματος υγείας χρειαζόμαστε τουλάχιστον διπλάσιους. Την ίδια ώρα, ένας στους τέσσερις γιατρούς-μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι.


Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι οι μεγάλες ελλείψεις στο μη-ιατρικό προσωπικό, και κυρίως σε νοσηλευτές (υπολογίζεται ότι λείπουν περίπου 20.000 νοσηλευτές σήμερα) αλλά και σε άλλες σημαντικές διοικητικές θέσεις. Υπάρχουν στη χώρα μας Μονάδες Εντατικής Θεραπείας που δεν λειτουργούν καθόλου λόγω έλλειψης προσωπικού. Οσον αφορά την αποτίμηση των πολιτών για τις υπηρεσίες υγείας; «Παρ? όλες τις αυξημένες ανάγκες, οι Έλληνες δεν έχουν ικανοποιητική κάλυψη από το σύστημα υγείας της χώρας. 1 στους 5 δηλώνουν ότι δεν έλαβαν υπηρεσίες (μια εξέταση ή μια διάγνωση ή θεραπεία) παρ? όλο που την είχαν ανάγκη, κυρίως για λόγους υψηλού κόστους. 1 στους 3 καρκινοπαθείς δηλώνει ότι είχε πρόβλημα στην πρόσβαση στον γιατρό του, 1 στους 4 είχε πρόβλημα στην πρόσβαση στο φάρμακο. Το 60% των διαβητικών και των υπερτασικών αντιμετώπισαν πρόβλημα στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας λόγω του κόστους» αναφέρεται στην έρευνα.


Ποιος θα πίστευε λοιπόν ότι αυτό το Σύστημα Υγείας, με όλα αυτά τα προβλήματα, θα άντεχε στην τρικυμία της πανδημίας, όταν πολύ πιο ισχυρά συστήματα λύγισαν; Το ΕΣΥ πήγαινε στον πόλεμο με τον κορωνοϊό με 557 ΜΕΘ στη διάθεσή του, οι οποίες δεν κάλυπταν ούτε τις τρέχουσες ανάγκες.


Σε αντίθεση με τις προβλέψεις και την καταστροφολογία της αντιπολίτευσης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας πιέστηκε αφόρητα αλλά κατάφερε να αντιμετωπίσει τα μεγάλα κύματα και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Πώς συνέβη αυτό; Πώς ο «μεγάλος ασθενής» ακόμη και των προ κρίσης χρόνων, έδωσε με μεγάλη επιτυχία μια τόσο σκληρή και δύσκολη μάχη;


Όταν ξέσπασε η πανδημία, κανένα σύστημα υγείας στον κόσμο δεν ήταν έτοιμο για την αντιμετώπισή της. Όλοι θυμόμαστε τις σκηνές από τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, τη Μεγάλη Βρετανία και την παγκόσμια μάχη για αναπνευστήρες, τεστ, ακόμη και μάσκες. Η γρήγορη και αποφασιστική αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη και η έγκαιρη λήψη μέτρων από την κυβέρνηση στην πρώτη φάση της πανδημίας, επέτρεψε να κερδηθεί χρόνος. Ταυτόχρονα έγιναν οι αναγκαίες κινήσεις για να ενισχυθεί το Σύστημα Υγείας σε εξοπλισμό και προσωπικό. Εγιναν πάνω από 7.000 προσλήψεις γιατρών, νοσηλευτών και βοηθητικού προσωπικού. Οι ΜΕΘ από 557 πριν από την πανδημία, μέσα σε ένα χρόνο ξεπέρασαν τις 1.400 και η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Θυμόμαστε ότι τον Ιανουάριο κάθε χρόνου υπήρχε μακρά λίστα αναμονής για εισαγωγή σε ΜΕΘ ενώ φέτος σε συνθήκες πανδημίας η αναμονή κρατούσε μόλις κάποιες ώρες.

Οι γρήγορες κινήσεις για την προμήθεια του αναγκαίου εξοπλισμού (από αναπνευστήρες, μέχρι αναλώσιμα) βρήκαν το σύστημα υγείας κατάλληλα προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πίεση του φθινοπώρου και του χειμώνα.

Η καλύτερη οργάνωση, το γεγονός ότι όλη η χώρα έγινε μια υγειονομική περιφέρεια και η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα το 75% των ΜΕΘ του οποίου χρησιμοποιήθηκε από το ΕΣΥ, έκανε το σύστημα πιο αποτελεσματικό.

Το υψηλό επίπεδο των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού που με επαγγελματισμό και φιλότιμο έδωσε τη μάχη στην «πρώτη γραμμή» είναι αναμφισβήτητα καθοριστικός παράγοντας για αυτή την επιτυχία.

Η εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στους ειδικούς, η υπεράσπισή τους στις επιθέσεις που δέχθηκαν από φωνές ανορθολογισμού και τις κραυγές της αντιπολίτευσης και η αποδοχή και υλοποίηση των εισηγήσεών τους συνέβαλε στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης η οποία δεν διερράγη ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές.

Η εφαρμογή αυστηρών περιοριστικών μέτρων, είχαν μεν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος, όμως περιόρισαν σε σημαντικό βαθμό την εξάπλωση της επιδημίας, ώστε ακόμη και στις μεγαλύτερες εξάρσεις να μην δούμε σκηνές Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας.

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η άψογη λειτουργία του συστήματος εμβολιασμού, που αποτελεί πρότυπο για πολλές αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες κι εξέπεμψε το μήνυμα ότι το κράτος, με γρήγορα βήματα ψηφιοποίησης, είναι σε θέση να φέρει εις πέρας με επιτυχία, ένα τεράστιο υγειονομικό project.


Προφανώς η Ελλάδα δεν απέκτησε σε λίγους μήνες το Εθνικό Σύστημα Υγείας που θέλει η κυβέρνηση κι επιθυμούν οι πολίτες, ούτε λύθηκαν, οριστικά, χρόνια προβλήματα και σημαντικές δομικές αδυναμίες. Φάνηκε όμως ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν δύσκολες καταστάσεις, με σωστό επιτελικό σχεδιασμό, επαγγελματισμό και αποτελεσματικότητα όταν υπάρχει η κατάλληλη ηγεσία. Είναι βέβαιο ότι σήμερα αφήνοντας σταδιακά πίσω μας την πανδημία, το ΕΣΥ βγαίνει πολλαπλά ενισχυμένο και έχει κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη των πολιτών. Κι αυτό δεν είναι μόνο μια κυβερνητική επιτυχία αλλά, πρωτίστως, μια σημαντική παρακαταθήκη για τη χώρα και τους πολίτες.