Ο δημόσιος διάλογος μεταξύ δύο πρώην πρωθυπουργών, του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή, που διεξήχθη τις προηγούμενες ημέρες καθιστά αναγκαία μια εισαγωγική παρατήρηση για τις προϋποθέσεις και τους σκοπούς της δημόσιας συζήτησης για θέματα εξωτερικής πολιτικής, ιδίως όταν σε αυτή συμμετέχουν πρόσωπα που διαχειρίστηκαν τα θέματα και διαθέτουν τεκμήριο γνώσης και ευθύνης.
Η επανεξέταση διαφόρων περιόδων ή ακόμη και στιγμών όταν αυτές υπήρξαν κομβικές, η αποσαφήνιση των πραγματολογικών δεδομένων και ο ειλικρινής και απροκατάληπτος αναστοχασμός, μπορούν να συμβάλουν στην περαιτέρω επεξεργασία της εθνικής στρατηγικής, στην εξοικείωση της κοινής γνώμης με την πολυπλοκότητα και τη δυσχέρεια των θεμάτων χωρίς απλουστεύσεις, αποσιωπήσεις και εξωραϊσμούς και στη διαμόρφωση της αναγκαίας εθνικής συναίνεσης. Η υπεράσπιση επιλογών του παρελθόντος είναι όχι απλώς δικαίωμα αλλά και υποχρέωση όσων χειρίστηκαν την εθνική πολιτική στο όνομα του ελληνικού λαού. Αυτό όμως είναι δευτερεύον σε σχέση με την υποχρέωση όλων να συμμετέχουν στη συνεχή άσκηση αλήθειας ως προς τα γεγονότα, βαθύτερης κατανόησης των καταστάσεων και προβλεπτικότητας ως προς τις εξελίξεις και τους κινδύνους που είναι το νόημα της εθνικής στρατηγικής.
Δεν είμαι οπαδός ούτε της «ουδετερότητας» ούτε του «συμψηφισμού». Διετέλεσα μέλος των κυβερνήσεων Κ. Σημίτη και έχω το μερίδιο της ευθύνης και της τιμής που μου αναλογεί για όσα συντελέστηκαν. Διαχειρίστηκα την αμυντική πολιτική στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και διετέλεσα κυβερνητικός εταίρος, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, δηλαδή μιας κυβέρνησης που γεφύρωσε και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής τους παραδοσιακούς αντιπάλους της Μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία. Γνωρίζω συνεπώς ότι μπορούν να αμβλυνθούν στερεότυπα, να καλλιεργηθεί η συναντίληψη και να διαμορφωθούν συναινέσεις ακόμη και όταν στην αφετηρία αυτό φαίνεται αδύνατο λόγω διαφορετικών παραταξιακών παραδόσεων, αισθητικών και ακροατηρίων. Όταν κοινός παρονομαστής είναι η ευθύνη για το μέλλον του τόπου, η τιθάσευση μιας κρίσης και η προστασία των εθνικών συμφερόντων όχι θεωρητικά αλλά άμεσα και στην πράξη, όλα μπορούν να γίνουν.
Στην πραγματικότητα, η βασική προϋπόθεση είναι η μη αμφισβήτηση του πατριωτισμού του άλλου εντός του συνταγματικού και δημοκρατικού φάσματος. «Άλλος» είναι η άλλη κυβέρνηση, η άλλη παράταξη, η άλλη αντίληψη στο εσωτερικό του ίδιου πολυσυλλεκτικού και δημοκρατικού κόμματος. Μπορεί να αμφισβητείται η ορθότητα, η διορατικότητα ή η αποτελεσματικότητα των επιλογών ή των επιμέρους χειρισμών, όχι όμως η πρόθεση και το πατριωτικό φρόνημα.
Υπάρχουν βεβαίως και στην εξωτερική πολιτική, όπως και στη δημοσιονομική πολιτική δυο σχολές σκέψης διεθνώς. Αυτή που αποδίδει προέχουσα σημασία στην αποφυγή του άμεσου πολιτικού και ιδίως εκλογικού κόστους ή επιδιώκει να αντλήσει άμεσο πολιτικό και ιδίως εκλογικό όφελος μέσω επιλογών, χειρισμών ή εντυπώσεων στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των εθνικών θεμάτων, και αυτή που είναι διατεθειμένη να αναλάβει πολιτικό κόστος κάνοντας μεγάλες κινήσεις εξωτερικής πολιτικής, με την προσδοκία βεβαίως αυτές να αποδώσουν τελικά πολιτικό όφελος και όχι μόνο ιστορική αναγνώριση. Άλλωστε, η εξωτερική πολιτική, όπως και η δημοκρατία συνολικά, κινείται πάντα μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας και κρίνεται και στα δυο αυτά επίπεδα.
Ας δούμε τώρα το επίδικο παράδειγμα. Η στρατηγική του Ελσίνκι ήταν το optimum με βάση τα δεδομένα της εποχής του. Απέδωσε ως απτό αποτέλεσμα την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη πολιτική λύση του Κυπριακού. Αυτή η μεγάλη εθνική επιτυχία που οφείλεται στο Ελσίνκι παραδόξως επέτρεψε στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να απορρίψει με συντριπτική πλειοψηφία το σχέδιο Ανάν στο δημοψήφισμα του 2004. Συνεπώς, εξ αποτελέσματος διευκόλυνε τη διατήρηση της εκκρεμότητας ως προς την πολιτική λύση του Κυπριακού μέχρι σήμερα και απομένει να δούμε μέχρι πότε και έως πού τελικά. Πρόκειται για κλασικό παράδειγμα ετερογονίας των σκοπών.
Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η στρατηγική του Ελσίνκι εγκαταλείφθηκε ρητά τον Δεκέμβριο του 2004 μετά την κυβερνητική αλλαγή του Μαρτίου του ίδιου έτους, άφησε όμως ως κεκτημένο τις διερευνητικές επαφές που επαναλήφθηκαν πριν λίγες εβδομάδες μετά από διακοπή πέντε ετών και τις επαφές για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Η σκέψη ότι το πλαίσιο του Ελσίνκι, αν παρέμενε σταθερό τον Δεκέμβριο του 2004, θα μπορούσε να οδηγήσει μέσω προσφυγής στη Χάγη, στην πλήρη εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ στο μεταξύ η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ενταχθεί στην ΕΕ και η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε απορρίψει πανηγυρικά το σχέδιο Ανάν, είναι μια σκέψη πολύ αισιόδοξη που προφανώς βασίζεται στην υπόθεση ότι, προκειμένου να επιταχύνει τη διαδικασία ένταξής της στην ΕΕ, η Τουρκία θα συμμορφωνόταν πλήρως προς τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και του Ελσίνκι χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο. Επιπλέον, βασίζεται στην υπόθεση ότι καμία χώρα - μέλος της ΕΕ (ούτε η Γαλλία) δεν θα προέβαλλε αντιρρήσεις για τους δικούς της λόγους ως προς τον κοινό βηματισμό της Τουρκίας με τις άλλες υποψήφιες για ένταξη χώρες εκείνης της εποχής.
Το περαιτέρω ερώτημα είναι αν η Ελλάδα, συμφωνώντας στο Ελσίνκι σε ένα πολιτικό κείμενο συμπερασμάτων της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (και όχι σε ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο) που καλούσε την Τουρκία, όπως και όλες τις υποψήφιες για ένταξη χώρες, να ακολουθήσει τη διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ) για «όλες τις συνοριακές διαφορές και τα συναφή ζητήματα» («border disputes and other related issues») με χώρες μέλη της ΕΕ, είχε αποδεχθεί τη δικαιοδοσία της Χάγης για την οριοθέτηση όχι μόνο της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ αλλά και των χωρικών υδάτων καθώς και για οποιαδήποτε μονομερή διεκδίκηση ή ισχυρισμό της Τουρκίας που αυτή θα έφερνε ενώπιον του ΔΔΧ.
Ίσως κάποιοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα είχε αποδεχθεί στο Ελσίνκι τέτοια ευρύτατη και χαλαρή δικαιοδοσία της Χάγης και είτε θεωρούν ότι αυτό ήταν μεγάλη εθνική επιτυχία είτε θεωρούν ότι επρόκειτο για κομβικό λάθος που έπρεπε να διορθωθεί. Και οι δυο αυτές προσεγγίσεις βασίζονται, κατά την εκτίμησή μου, σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Η δική μου ανάγνωση των συμπερασμάτων του Ελσίνκι είναι ότι η Ελλάδα δεν είχε ποτέ αποφασίσει και αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, οποιαδήποτε προσφυγή στο ΔΔΧ προϋπέθετε, όπως προϋποθέτει και τώρα, σύναψη συνυποσχετικού μετά από διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις, ενώ η χώρα θα εκινείτο στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής που συνεπάγεται και εθνική συναίνεση. Θυμίζω ότι το συνυποσχετικό είναι μια εξαιρετικά λεπτή και κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα διεθνής σύμβαση, ένα κείμενο ιστορικών διαστάσεων. Δεν νομίζω ότι έγινε ποτέ αποδεκτή, ούτε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, η θέση ότι η Τουρκία μπορεί να καταστήσει μονομερώς αντικείμενο δίκης στο ΔΔΧ όποιο θέμα η ίδια χαρακτηρίζει ως «διαφορά». Αυτό το αυτονόητο αποσαφηνίζει και η δήλωση για τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ που κατέθεσα εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2015, μετά από διαβούλευση με την αντιπολίτευση και τους κορυφαίους διεθνολόγους της χώρας ( Ε. Ρούκουνα και Χ. Ροζάκη ).
Άλλωστε μετά το 1999, για την ακρίβεια μετά το 2002, πέρασε πολύς χρόνος σε αλλεπάλληλους γύρους διερευνητικών συνομιλιών, ενώ η Τουρκία σταδιακά μετέβαλε την ίδια τη θεμελιώδη επιλογή της ως προς την ένταξή της στην ΕΕ, άλλαξαν οι επιτακτικές προτεραιότητές της από πλευράς εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας, μεταβλήθηκε το πολίτευμά της όχι μόνο μέσω συνταγματικής αναθεώρησης αλλά και με το όχημα της διαρκούς καταστολής της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016.
Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν αρκούν, υποθέτω, προκειμένου να μας μεταφέρουν από μια συζήτηση για την περίοδο 1996-2004 ( που θα μπορούσε να αφορά και την περίοδο 1976-1980 ή την περίοδο 1987-1988) στον παρόντα χρόνο, η τελευταία «στιγμή» του οποίου είναι εντυπωσιακά μακρά και πυκνή: Για πρώτη φορά μετά το 1974 ζούμε ένα κυλιόμενο επεισόδιο πολιτικής, διπλωματικής και συχνά στρατιωτικής έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις διάρκειας 18 περίπου μηνών, από τον Νοέμβριο του 2019 έως σήμερα.
Είναι επιπλέον προφανές, για πρώτη φορά τόσο έντονα, ότι υπάρχει ένα μεγάλο διεθνοπολιτικό πρόβλημα Τουρκίας και σχέσεων της με τη Δύση ( πρωτίστως τις ΗΠΑ και συμπληρωματικά την ΕΕ ), διαφορετικό και ευρύτερο από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό μαζί. Από τις εξελίξεις σε αυτό το πολύ ευρύτερο πρόβλημα θα εξαρτηθούν κρίσιμες παράμετροι των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ας μου επιτραπεί όμως να επαναλάβω ότι ακόμη και αν η Τουρκία ακολουθήσει μια ακραία αντιδυτική πολιτική, η γεωγραφία επιβάλλει στην Ελλάδα να επιδιώκει, εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και σχέσεις καλής γειτονίας. Η Ελλάδα θέλει να προστατεύσει την εθνική της κυριαρχία και να ενεργοποιήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Δεν θέλει ούτε να μετατρέψει το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη» ούτε να αποκλείσει την Τουρκία από την Ανατολική Μεσόγειο. Στον καθένα ό,τι δικαιούται.
Καθοριστική είναι πάντα η παράμετρος του χρόνου που δυστυχώς περνά ανεπιστρεπτί. Τώρα, 47 χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο, 45 χρόνια μετά την κρίση του 1976, τις απορριπτικές αποφάσεις του ΔΔΧ, το πρωτόκολλο της Βέρνης και την 395 (1976) απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, 34 χρόνια μετά την κρίση του 1987 και το Νταβός και 22 χρόνια μετά το Ελσίνκι, τα περιθώρια έχουν στενέψει και για τα ορυκτά καύσιμα στη Μεσόγειο και για την κατάσταση στην Κύπρο.
Όλα συνεπώς στο πεδίο των εθνικών θεμάτων ήταν πάντα πιο πολύπλοκα από όσο συνήθως παρουσιάζονται. Όλα προσφέρουν διδάγματα. Υπήρξαν την περίοδο αυτή, του σχεδόν μισού αιώνα, πολλές «διολισθήσεις» και κάποια σημαντικά επιτεύγματα. Όλα χρεώνονται και πιστώνονται στο Έθνος που έχει συνέχεια, όπως και το κράτος, ανεξαρτήτως της δημοκρατικής εναλλαγής κυβερνήσεων.
Καθώς όλα αυτά τα λέμε κατά τη διάρκεια του τρέχοντος επετειακού έτους, υπάρχει αυξημένη και καθολική υποχρέωση αναστοχασμού και κυρίως υπάρχει εθνικό καθήκον αλήθειας. -
Πηγή: www.kathimerini.gr