Το Κυπριακό είναι ένα ατέλειωτο κουβάρι ανομολόγητων και αλληλοσυγκρουόμενων επιδιώξεων και από τις δύο πλευρές. Αποτελεί τη φύτρα άγονων και ακραίων εθνικιστικών εμμονών. Η εδραίωση και η εξάπλωσή τους, δεκαετίες τώρα, καθιστούν ατελέσφορη την επίλυσή του. Την κατάσταση επιβάρυναν και οι πολιτικές που ακολούθησαν τα αποκαλούμενα «εθνικά κέντρα».
Στην πραγματικότητα η Μεγαλόνησος μετά την κατοχύρωση της Κυπριακής Δημοκρατίας υπήρξε θύμα μιας ανελέητης «σύγκρουσης εθνικισμών». Σύγκρουσης που αντιστρατευόταν την αυθυπαρξία και την ανθεκτικότητά της. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τη δεκαετία του ’60 και μετά ήταν φυσικό να πλήξουν καίρια την υπόστασή της με αποκορύφωμα την εισβολή του 1974. Ο τουρκικός επεκτατισμός από τη μια και οι κορώνες περί «δεύτερου ελληνικού κράτους» από την άλλη διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Η εκατέρωθεν καλλιέργεια εθνικών φαντασιώσεων στάθηκε τροχοπέδη για την αρμονική συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Η υιοθέτηση, ωστόσο, από τον Μακάριο το 1977 της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας συνιστούσε πραγματική τομή. Το κεκτημένο αυτό δεν το υπηρέτησε ούτε το υπερασπίστηκε η πλειονότητα της πολιτικής τάξης, τόσο στην ελεύθερη όσο και στην κατεχόμενη Κύπρο. Το ίδιο έπραξε και έναντι ενός άλλου ιστορικού κεκτημένου, της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συγκεκριμένη εξέλιξη μάλιστα έμεινε για πολλά χρόνια αναξιοποίητη.
Αντί οι φορείς της πολιτικής να κάνουν την ανάγκη ιστορία -για να παραφράσω τον γνωστό στίχο- θεμελιώνοντας μια στρατηγική επανένωσης, περιχαρακώθηκαν στην άρνηση, στην αδράνεια και στο τέλμα. Έτσι συντηρήθηκαν τα αδιέξοδα, οι αντιπαλότητες και οι εξάρσεις που αιμοδότησαν τις δεξαμενές των απορριπτικών. Οι αυτοεμφανιζόμενοι ως θεματοφύλακες των «καθαρών εθνικών λύσεων» ουσιαστικά ενστερνίζονται την εμπέδωση της διχοτόμησης και του ακρωτηριασμού της Κύπρου.
Η καθήλωση στο παρελθόν εύλογα δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για μια εθνικιστική υπερτροφία. Η ετεροβαρής σχέση μεταξύ του εθνικού προβλήματος και των κοινωνικών και οικονομικών απαιτήσεων του Νησιού εγκλώβισε την ελληνοκυπριακή πλευρά σε μια παράδοξη μονοκαλλιέργεια. Άλλωστε, η παρουσία των περισσοτέρων κομμάτων εδράζεται στη βάση του Κυπριακού. Στην ουσία η αποκαλούμενη «πολιτική κοινωνία» εμφανίζει συμπτώματα ατροφίας, με αποτέλεσμα η Κύπρος να μην αξιοποιεί τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που παρουσιάζονται.
Η ανάπτυξη του Νησιού οφείλεται πρωτίστως στο ότι η «ιδιωτική κοινωνία» είναι εξωστρεφής. Διαθέτει ισχυρά αντανακλαστικά επιβίωσης. Έχει έφεση στην επιχειρηματικότητα. Εξ ου και η ραγδαία ανασυγκρότησή του, μετά τα τραγικά γεγονότα του ’74, αλλά και η υπέρβαση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Το θετικό είναι ότι σήμερα οι Αναστασιάδης και Ακιτζί αντιστρατεύονται τις σκιαμαχίες του παρελθόντος. Δεν αναπαράγουν τις διαχρονικές ψευδείς εθνικιστικές συνειδήσεις. Η πρόοδος που σημείωσαν στις επίμονες διαπραγματεύσεις τους συνιστά ένα νέο, το τρίτο κεκτημένο για την επίτευξη ενός ιστορικού συμβιβασμού, χωρίς νικητές και ηττημένους.
Ως εκ τούτου, Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή. Με τις πράξεις, τις ενέργειες και τη στάση τους θα επηρεάσουν σημαντικά την έκβαση των συνομιλιών. Ο απρόβλεπτος Ερντογάν αναμφίβολα γεννά ερωτηματικά ως προς τις τελικές του επιλογές. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, μετά τις άστοχες και απαίδευτες κινήσεις της κυβέρνησής του, καλείται σήμερα να δείξει πως οι πολιτικές που πρεσβεύει στο μεγάλο θέμα του Κυπριακού έχουν το απαιτούμενο πολιτικό βάθος, γνώση και ευελιξία. Πάντως, οι επισκέψεις του υπουργού Άμυνας στο Καστελόριζο με τη συνοδεία των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής Αυγής δεν συνάδουν με μια υπεύθυνη εθνική στρατηγική, που οφείλει να είναι απαλλαγμένη από το δηλητήριο του εθνικισμού.
Δημοσιεύθηκε την 1/1/2017 στην κυπριακή εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ.