Ένα «πακέτο» που πέρασε εν μέσω θυελλωδών τότε αντιδράσεων της αντιπολίτευσης αλλά και μεγάλους κλυδωνισμούς στην τρικομματική κυβερνητική πλειοψηφία, που έφθασε να γίνει και οριακά βιώσιμη.
Πράγματι, τις τελευταίες εβδομάδες το οικονομικό άγχος των προηγούμενων μηνών μεταβλήθηκε πλέον σε πολιτικό, επειδή είναι φανερό ότι σε αυτή τη φάση η πολιτική πραγματικότητα, οι αντοχές της κυβέρνησης απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις και γενικότερα η διαχείριση και «αυτοδιαχείριση» του πολιτικού συστήματος είναι αυτά που θα καθορίσουν την πορεία της χώρας, σε οικονομικό αλλά και σε όλα τα άλλα επίπεδα.
Οι πολιτικές εφεδρείες της κυβέρνησης σύντομα θα ξαναδοκιμαστούν, εν μέσω συνεχών, καθημερινών απεργιακών κινητοποιήσεων όπου η καταφυγή (αναγκαστική;) στο ακραίο μέτρο της επιστράτευσης, ως έσχατο μέσο αντιμετώπισης, γίνεται όλο και πιο συχνή.
«Είναι κακό αυτό;» θα αναρωτηθούν πολλοί. Εξαρτάται από το πώς το βλέπει ο καθένας, πάντως για την πορεία της οικονομίας και τη διάσωση της χώρας ναι, είναι νομίζω πολύ κακό. Μια νέα περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας και αποσταθεροποίησης, και πιθανότατα συνεχών εκλογικών αναμετρήσεων θα ήταν οριστικά καταστροφική.
Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κάποιος με την εφαρμοζόμενη πολιτική, που εδώ που τα λέμε δύσκολα θα βρεις κάποιον να συμφωνεί, μια και αυτή καθορίστηκε ούτως ή άλλως «διά των υποδείξεων», των εκβιασμών και των απαιτήσεων των δανειστών, αλλά να επιδιώκει και μάλιστα να βγαίνει κάθε τόσο «στα κεραμίδια» και να λέει ότι αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι εκλογές, αυτός σίγουρα δεν έχει συναίσθηση των ιστορικών ευθυνών που αναλαμβάνει.
Ιδιαίτερα όταν ζητά να φύγει, όπως κάνει σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση, μια πολυκομματική συμμαχική κυβέρνηση που δημιουργήθηκε έπειτα από δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, που δεν έχει ακόμη κλείσει έναν χρόνο ζωής. Κυβέρνηση στην οποία είχε την ευκαιρία και την εθνική υποχρέωση, θα έλεγα, να μετάσχει αλλά δεν το έπραξε, χωρίς ούτε να επιχειρήσει να διαμορφώσει και μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αγγίζοντας έτσι τα όρια του πολιτικού τυχοδιωκτισμού.
Αυτό που θα έπρεπε να ζητηθεί από την αντιπολίτευση, με σοβαρό και τεκμηριωμένο τρόπο και όχι με «πολεμικές» απειλές και εξαλλοσύνες, είναι οι αλλαγές και οι τροποποιήσεις σε μια επικαθορισμένη αδιέξοδη – υφεσιακή οικονομική πολιτική, και να δηλωθεί η διαθεσιμότητα για τη συγκρότηση ενός εθνικού μετώπου σωτηρίας αλλά και η υπό προϋποθέσεις στήριξη ή και συμμετοχή σε μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Μια τέτοια κυβέρνηση θα είχε περισσότερες πιθανότητες, κινούμενη με ρεαλισμό και σωφροσύνη, να πείσει τους εταίρους για την ανάγκη αλλαγής ρότας, για να δοθούν στην οικονομία αναπτυξιακές ανάσες και στον ελληνικό λαό το κουράγιο να συνεχίσει.
Αλλιώς, όσοι δεν θέλουν τη συμμετοχή ή τη στήριξη, ας σταματήσουν τουλάχιστον τον ανταρτοπόλεμο και τις επιχειρήσεις δολιοφθοράς, και ας αφήσουν για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, που προβλέπεται άλλωστε και από το σύνταγμα, όσους το επιθυμούν και έχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να επιχειρήσουν να σώσουν την κατάσταση.