Μετά το δημοψήφισμα με το ερώτημα αποδοχής της πρότασης των εταίρων και δανειστών, η οποία είχε ήδη αποσυρθεί και την πολύ δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα, ξαφνικά και χωρίς να μπορεί να ερμηνευθεί με βάση το παρελθόν και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος, ομιλούν τα περισσότερα κόμματα για την ανάγκη εθνικής συνεννόησης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου για διαβούλευση, που κατέληξε στη συμφωνία για συγκατάθεση στον Πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση να διαπραγματευθούν με τους εταίρους και δανειστές με στόχο την επίτευξη συμφωνίας. Σε επικοινωνιακό επίπεδο τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία εκπροσωπούν τα διάφορα πολιτικά κόμματα, εκτός από το Κ.Κ.Ε. και το ακροδεξιό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, πλειοδοτούν σε επικοινωνιακές κορώνες για τη συμβολή του κόμματος τους στην προώθηση της εθνικής συνεννόησης. Μετά δε την επίπτευξη συμφωνίας σε σχέση με τα προαπαιτούμενα, ώστε στη συνέχεια να διαμορφωθεί το τριετούς διάρκειας «μνημόνιο», τα υπερψήφισαν εκτός από 39 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι επέλεξαν να διαφοροποιηθούν (32 ψήφισαν «όχι», 6 ψήφισαν «παρών» και μια βουλευτής απουσίαζε) για να δείξουν την αντίθεση τους στην «καταστροφική για τον τόπο συμφωνία» και στην μετατροπή της «πατρίδας σε αποικία».
Ο αντικεμενικός παρατηρητής αυτών των εξελίξεων αναγκαστικά βρίσκεται σε μία κατάσταση, η οποία του επιβάλλει να αναλύσει τα δεδομένα της πραγματικότητας, πολιτικής και κοινωνικής, που δρομολόγησαν την ξαφνική «σύμπλευση» κομμάτων διαφορετικού προσανατολισμού και ιδεολογικής ή καλύτερα ιδεοληπτικής αφετηρίας, με ταυτόχρονη διασφάλιση της συνέχειας στο επίπεδο της διακυβέρνησης της χώρας. Με την έννοια ιδεοληπτική αφετηρία εννοείται η αναφορά σε μεθοδολογικά συστήματα ανάλυσης και ερμηνείας της πραγματικότητας, τα οποία δεν έχουν μετεξελιχθεί και προσαρμοσθεί στις παραμέτρους, που οριοθετούν τον τρόπο λειτουργίας και μετασχηματισμού της σύγχρονης κοινωνίας και τον τρόπο σκέψης του πολίτη μετά και την αξιοποίηση, ακόμη και στην καθημερινότητα, της τεχνολογίας και των δυνατοτήτων της (π.χ. ψηφιακή τεχνολογία). Στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα, όπως και γενικότερα η κοινωνία, δεν συμπορεύεται με τη δυναμική της εξέλιξης, ούτε και έχει ακολουθήσει μια πορεία αξιοποίησης και δημιουργικής σύνδεσης του πολιτισμικού παρελθόντος από την αρχαιότητα με την σύγχρονη πραγματικότητα στις δυναμικές ανεπτυγμένες κοινωνίες τόσο στο επίπεδο της σκέψης όσο και σε αυτό του μοντέλου οργάνωσης. Γι’αυτό και είναι δύσκολη η διασφάλιση συνέχειας στην διακυβέρνηση της χώρας, εκτός και αν η ακινησία θεωρηθεί συνέχεια, διότι μέχρι τώρα αυτό συνέβαινε με τα κόμματα, τα οποία κυβέρνησαν τη χώρα. Μόνο που αυτό έχει οδηγήσει την κοινωνία σε αναχρονιστικές συνθήκες διαχείρισης της βιωνόμενης πραγματικότητας και προσανατολισμού των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στο παρελθόν ως μέσου αξιολόγησης και νομιμοποίησης του παρόντος, καθώς και των όποιων προτάσεων και σχεδιασμών αναφέρονται στο μέλλον.
Έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε και να συσχετίσουμε δύο διαστάσεις του ίδιου αντιφατικού νομίσματος. Σύμφωνα με πανελλαδικής εμβέλειας δημοσκόπηση της ΚΑΠΑ Research αμέσως μετά την συμφωνία στις 14 Ιουλίου 2015 σε δείγμα 762 ατόμων προκύπτει, ότι για το 72 % των ερωτηθέντων η συμφωνία ήταν αναγκαία. Αντίθετη γνώμη έχει το 25,3 %. Επίσης το 52,5 % θεωρεί, ότι η συμφωνία είναι θετική. Όταν όμως έρχεται η ώρα της συγκεκριμενοποίησης των μεταρρυθμίσεων, αρχίζει άμεσα η αντίδραση και η άρνηση να αλλάξουν κατεστημένα δομικά χρακτηριστικά του αναγχρονιστικού και μη παραγωγικού μοντέλου οργάνωσης. Οι φαρμακοποιοί αρνούνται το άνοιγμα του επαγγέλματος, ενώ οι εργαζόμενοι στο εκπαιδευτικό σύστημα διαφωνούν με την αξιολόγηση. Αυτό δείχνει, ότι ανεξάρτητα από τις απόψεις, οι οποίες εκφράζονται σε επικοινωνιακό, γενικευτικό επίπεδο κοινοποίησης, δεν ακολουθούνται μέχρι την πραγμάτωση τους, στο μέτρο που θίγονται συντεχνιακά συμφέροντα και βιώνεται άμεσα η εφαρμογή τους σε προσωπικό επίπεδο. Ο χρόνος στην ελληνική πραγματικότητα κυλάει πολύ αργά. Και αυτό προσδιορίζει και το πολιτικό σύστημα.
Τόσο η εθνική συνεννόηση όσο και η εθνική ενότητα, ως δομικά στοιχεία της πολιτικής λειτουργίας, δυστυχώς για τον τόπο δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο και αποτέλεσμα, διότι δεν βασίζονται σε κοινή πλεύση των κομμάτων μετά από συστηματικό διάλογο, ο οποίος στηρίζεται πάνω σε προγράμματα και σχέδια εθνικής ανασυγκρότησης, που έχει ανάγκη η χώρα για μια βιώσιμη πορεία στο μέλλον. Η επίκληση της εθνικής συνεννόησης και ενότητας από τα κόμματα για την στήριξη της κυβέρνησης από την αντιπολίτευση σε συνθήκες κρίσης με πιθανή εξέλιξη την καταστροφή, στην πραγματικότητα έχει επικοινωνιακό χαρακτήρα και εξυπηρετεί συγκυριακές σκοπιμότητες. Στην προκειμένη περίπτωση της στήριξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ τα κόμματα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, τα οποία συγκυβερνούσαν πριν από το σημερινό κυβερνητικό σχήμα, στοχεύουν στην εκ των υστέρων νομιμοποίηση της δικής τους διακυβέρνησης, όταν η λέξη μνημόνιο ήταν το κόκινο πανί τόσο για το ΣΥΡΙΖΑ όσο και για τους ΑΝΕΛ. Ο αντιμνημονιακός αγώνας οδήγησε αυτά τα κόμματα στην ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας και τώρα αναγκάζονται από την πραγματικότητα να υπογράψουν μνημόνιο και να δεχθούν την επιτροπεία των δανειστών. Η στήριξη της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ θεωρείται, ότι δικαιώνει την δική τους πολιτική. Όλοι βέβαια είτε αμέσως είτε εμμέσως με αυτό τον τρόπο αποδέχονται, ότι δεν έχουν σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης και γι’αυτό ακολουθούν τις κατευθύνσεις των δανειστών, τους οποίους παρουσιάζουν στους πολίτες ως εκβιαστές, αποικιοκράτες, οικονομικούς δολοφόνους και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Έχουν μάθει να χειραγωγούν τους πολίτες και να παίζουν πατερναλιστικούς ρόλους στο όνομα και για το καλό του «λαού» με στόχο την αποκόμιση πολιτικού οφέλους.
Μόνο που η συμφωνία με τους δανειστές και εταίρους απαιτεί σημαντικές αλλαγές στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες είναι επώδυνες. Τα κόμματα με τη λογική του «πατερούλη» , δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις και να κάνουν βαθιές μεταρρυθμίσεις. Εάν θέλουν πράγματι να ανταποκριθούν στο βάρος του ιστορικού ρόλου, που καλούνται να παίξουν, τότε η σχέση τους με το «λαό» πρέπει να προωθεί την αντικειμενική ενημέρωση, την διαμόρφωση κριτικής συνείδησης στους πολίτες, καθώς και συγκλίσεων στο κοινωνικό επίπεδο, ώστε η κοινωνία συνειδητά να δεχθεί επώδυνες αλλαγές και να διαμορφώσει θετικό κλίμα για την ανάπτυξη μεταρρυθμιστικής δυναμικής.
Εξάλλου όσο προχωρούμε προς το μέλλον οι αλλαγές και οι προσαρμογές του μοντέλου οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας θα είναι πολύ πιο συχνές, ώστε να αξιοποιούνται τα νέα δεδομένα, τα οποία παράγουν η επιστήμη και οι τεχνολογικές της εφαρμογές με μεγάλη ταχύτητα. Για να είναι εφικτή η ένταξη τους στην καθημερινότητα των πολιτών, πρέπει να επικοινωνούνται με εργαλείο τον ορθολογισμό και στόχο την συνειδητή ενεργοποίηση των πολιτών για την ανάπτυξη θετικής δυναμικής στην κοινωνία. Μόνο έτσι θα μπορούν οι πολίτες, στους διάφορους κοινωνικούς τους ρόλους, να διαχειρίζονται την πραγματικότητα, η οποία θα γίνεται όλο και πιο σύνθετη στο μέλλον και θα απαιτεί πλανητικής εμβέλειας αντιμετώπιση των προβλημάτων, τα οποία θα εντείνονται. Αρκεί να αναφερθούν μόνο οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και η κλιματική αλλαγή με τις επιπτώσεις τους, τα οποία άρχισαν ήδη να γίνονται ορατά. Γι’αυτό η εθνική συνεννόηση και ενότητα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι αναγκαία συστατικά της πολιτικής και της κοινωνίας όχι μόνο σε περιόδους οξυμένων κρίσεων, τις οποίες μπορεί να βιώνει η χώρα, αλλά γενικότερα στην πορεία της προς το μέλλον. Η συνεννόηση και η ενότητα σε εθνικό επίπεδο εγγυώνται την κυβερνησιμότητα της χώρας και την προοπτική της με κοινωνική και πολιτική συνοχή.
Το θέμα είναι, εάν το υπάρχον πολιτικό σύστημα είναι σε θέση να δρομολογήσει μια πορεία με αυτά τα χαρακτηριστικά. Δυστυχώς δεν φαίνεται ικανό να ξεπεράσει τις ιδεοληψίες του και την λογική των συγκυριακών σκοπιμοτήτων στις επιλογές του, ανεξάρτητα από το εάν διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία ή κινείται στο χώρο της αντιπολίτευσης. Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα τόσο η εθνική συνεννόηση όσο και η εθνική ενότητα εξαντλούν τα όρια τους στις σκοπιμότητες της συγκυρίας και δεν συμβάλλουν στην οικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής συνοχής σε βάθος χρόνου.