Καθώς πλησιάζει το τέλος της δανειακής σύμβασης (Μνημόνιο) με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου στη συμπολίτευση και στην αντιπολίτευση, που συμφωνούν με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μας, πρέπει να επεξεργαστούν ένα σχέδιο για την ανάπτυξη, μέσα στο νέο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Είτε υπογραφεί νέο Μνημόνιο, όπως επιδιώκουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας για να συνεχίσουν τη δανειοδότηση (και να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό που προκύπτει για τα επόμενα χρόνια), είτε όχι, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, το κρίσιμο ζήτημα είναι κατά πόσο θα υπάρξει μια γενναία διευθέτηση του συνολικού χρέους της χώρας μας, που ανέρχεται σήμερα σε 320 δισ. ευρώ ή στο περίπου 170% του ΑΕΠ. Μια τέτοια διευθέτηση θα περιορίσει τις άμεσες δανειακές μας ανάγκες και συνεπώς θα μειώσει το χρηματοδοτικό κενό των αμέσως επόμενων ετών, οπότε δεν θα χρειαστεί, ίσως, νέο Μνημόνιο. Παράλληλα, πράγμα ακόμη σημαντικότερο, η διευθέτηση του χρέους θα ελαφρύνει μακροχρονίως το ετήσιο βάρος της αποπληρωμής του πάνω στον ελληνικό προϋπολογισμό.
Είναι γνωστό ότι οι κανόνες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, προβλέπουν την αποπληρωμή του 1/20 του χρέους τους ετησίως από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού τους με αυστηρή επιτήρηση. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας πρέπει να έχει όχι απλώς ισοσκελισμένους κρατικούς προϋπολογισμούς, όπως όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, αλλά σημαντικά πλεονασματικούς, ώστε να «περισσεύουν χρήματα» για την αποπληρωμή του χρέους, χωρίς νέα «δανεικά» και μάλιστα επί ποινή διακοπής της χρηματοδότησης από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία (Περιφερειακής Ανάπτυξης, Αγροτικό κ.λπ.).
Ομως, πώς είναι δυνατόν να εξασφαλίζονται πλεονασματικοί ετήσιοι προϋπολογισμοί στη χώρα μας, όταν τα έσοδα από τη φορολογία θα είναι μειωμένα, καθώς η οικονομική δραστηριότητα θα βρίσκεται σε στασιμότητα; Οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί συνεπάγονται χαμηλές δημόσιες δαπάνες (επενδυτικές και καταναλωτικές) και υψηλή φορολογία προσώπων και επιχειρήσεων. Συνεπώς δεν συμβάλλουν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, που είναι απαραίτητη για να εισπράττονται αυξημένα δημόσια έσοδα. Ο φαύλος κύκλος της στασιμότητας μπορεί να «σπάσει» μόνο με δύο προϋποθέσεις, που μπορεί και να συνυπάρξουν: α) να σταματήσει η υποχρέωση ύπαρξης μεγάλων πλεονασμάτων στους ετήσιους προϋπολογισμούς.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν το δημόσιο χρέος ελαφρυνθεί πολύ σημαντικά με συμφωνία των Ευρωπαίων εταίρων μας, και β) να πραγματοποιηθούν μαζικές επενδύσεις από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, με πόρους κυρίως από το εξωτερικό. Μόνο έτσι θα επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, θα αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα και θα είναι ευκολότερο να επιτευχθούν πλεονασματικοί προϋπολογισμοί, χωρίς δραστικό περιορισμό των δημόσιων δαπανών.
Για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αυτές, είναι αναγκαίο να υπάρξει κοινή στάση των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της συμπολίτευσης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ώστε να ενισχυθεί η φωνή της Ελλάδας στο αίτημά της να περιορισθεί, με διάφορους τρόπους, το συνολικό δημόσιο χρέος και έτσι να «αναπνεύσουν» η ελληνική οικονομία και η κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, ώστε να πραγματοποιηθούν μαζικές επενδύσεις στον τόπο μας και να υπάρξουν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, είναι σχεδόν αδύνατη, αν δεν υπάρξει πολιτική συνεννόηση όλων των προαναφερόμενων φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων.
Συνεπώς, εφ? όσον η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από το ευρώ θεωρείται από τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις (και είναι πράγματι) καταστροφική, είναι απαραίτητο να συμφωνήσουν σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο, προκειμένου να εξασφαλίσουν το μέλλον της χώρας μας μέσα στην Ευρωζώνη. Αν συνεχιστεί η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ συμπολίτευσης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε τεράστια δυσκολία να βγει από τη στασιμότητα, την ανεργία και τη φτώχεια και να αναπτυχθεί, ακολουθώντας σταθερή ευρωπαϊκή και δημοκρατική πορεία, όσο και αν, με τις διακηρύξεις τους, οι δυνάμεις αυτές το επιθυμούν.