Η συμφωνία Ερντογάν – Σαράζ για την κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου «οριοθέτηση» των θαλάσσιων δικαιοδοσιών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης δεν είναι μια απροσδόκητη εξέλιξη. Δεν κινείται πέραν των σεναρίων που είχε πάντα υπόψη της η Ελλάδα.
Άλλωστε μόλις στις 13 Νοεμβρίου 2019 ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ με επιστολή του προς τον Γενικό Γραμματέα, παρουσίασε κωδικοποιημένες τις τουρκικές αντιλήψεις σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες αποχρώσεις στο έγγραφο αυτό. Η Τουρκία παρουσιάζει φυσικά τη δική της θεώρηση για τα απώτερα όρια της υφαλοκρηπίδας της επί της οποίας κάθε παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα ipso facto και ab initio ( αυτό το στοιχείο είναι η βασική συνεισφορά της έννοιας της υφαλοκρηπίδας στη συζήτηση περί θαλάσσιων ζωνών). Αποδέχεται όμως ότι παραλλήλως πρέπει να οριοθετηθεί και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Αποδέχεται επίσης ως κανόνα αναφοράς το ισχύον Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και παρότι δεν είναι μέρος της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας συνομολογεί ότι αυτή καταγράφει κανόνες εθιμικού δικαίου που τους έχει επεξεργαστεί και η νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Επαναλαμβάνει βεβαίως ότι η οριοθέτηση πρέπει να γίνεται με βάση την αρχή της ευθυδικίας και όχι της μέσης γραμμής / ίσης απόστασης. Τονίζει ότι η οριοθέτηση – πρέπει να επιτευχθεί με συμφωνία μεταξύ των παρακείμενων ή αντικείμενων κρατών γνωρίζοντας προφανώς ότι αν αυτή δεν επιτευχθεί η προβλεπόμενη από το Διεθνές Δίκαιο διαδικασία είναι η δικαστική ή διαιτητική οριοθέτηση. Ας σημειωθεί εδώ ότι η Ελλάδα με το νόμο 4001/2011 καθόρισε τα απώτερα όρια της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της με βάση το κριτήριο της μέσης γραμμής / ίσης απόστασης και με την προβλεπόμενη από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας πλήρη επήρεια των νησιών.
Η τουρκική επιστολή προς τον ΟΗΕ ίσως μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε όχι μόνο τα «απώτερα όρια» της υφαλοκρηπίδας της όπως την αντιλαμβάνεται η ίδια η Τουρκία, αλλά και τα «απώτερα όρια» της πολιτικής και διπλωματικής της συμπεριφοράς. Προφανώς γνωρίζει τι προβλέπει το ισχύον Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, το παραβιάζει ωμά στην περίπτωση της συμφωνίας με τον κ. Σαράζ, επιχειρώντας να δημιουργήσει τετελεσμένες καταστάσεις, καλεί ταυτοχρόνως σε διαπραγμάτευση όλες τις εμπλεκόμενες χώρες, μεταξύ των οποίων την Ελλάδα, «κλείνει το μάτι» στην Αίγυπτο προτείνοντας μια διμερή συμφωνία εις βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων αντίθετη προς το Διεθνές Δίκαιο, συνδέει τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη δέσμη των συμφωνιών οριοθέτησης με την επίτευξη μιας συνολικής πολιτικής λύσης στο Κυπριακό.
Η Τουρκία γνωρίζει ότι είναι άλλο πράγμα η κατάσταση στη Συρία και άλλο η κατάσταση στην Ανατ. Μεσόγειο σε σχέση με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Οι διεθνείς αντιδράσεις και ανοχές υπολογίζονται διαφορετικά. Παρά την πολιτική αμηχανία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη στρατηγική αβεβαιότητα (συμπεριλαμβανομένου και του ρόλου του ΝΑΤΟ) που προκαλεί στη Δύση η πολιτική και το ύφος του Προέδρου Τραμπ, η τουρκική πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να υποτιμήσει το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Ούτε το γεγονός ότι το Ισραήλ και η Αίγυπτος είναι συντεταγμένες χώρες με στρατιωτική υπόσταση. Ούτε το γεγονός ότι η ρωσική στάση είναι προδήλως διαφορετική από αυτή που επιδείχθηκε στην περίπτωση της Συρίας.
Αυτό το πλαίσιο μας επιτρέπει, έως ένα βαθμό, να αξιολογήσουμε και την ελληνο-τουρκική συνάντηση κορυφής της 4.12.2019. Τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια οι διμερείς συναντήσεις κορυφής συνήθως εκτονώνουν κρίσεις και εντάσεις. Γίνονται στο τέλος μιας σειράς γεγονότων και στο πλαίσιο της γενικότερης αντίληψης ότι ισχύει ένα moratorium μεταξύ των δυο πλευρών που επιβεβαιώνεται χωρίς να αγγίζεται ο πυρήνας του προβλήματος. Επειδή τη φορά αυτή η συνάντηση κορυφής έγινε στη φάση του «positioning» στο ευρύτερο πλαίσιο της Μεσόγειου, πρέπει η θεώρησή μας να είναι βαθύτερα στρατηγική. Καταρχάς στρατηγικά ψύχραιμη χωρίς καμία επανάπαυση. Χωρίς την πολυτέλεια να παραγνωρισθεί οποιοδήποτε στοιχείο συμβάλλει στην πλήρη αίσθηση της κατάστασης επί τού πεδίου.
Μια τέτοια προσέγγιση πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να είναι απαλλαγμένη από γενικόλογα και κοινότοπα ρητορικά στοιχεία πλην των λιτών και νομικά ακριβών δηλώσεων που είναι αναγκαίες για την προστασία της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας κατά το διεθνές δίκαιο.
Τώρα δε που η συζήτηση εστιάζεται στη Μεσόγειο και όχι μόνο στο Αιγαίο, είναι προφανέστερη η διασύνδεση της καμπύλης των ελληνοτουρκικών σχέσεων με το Κυπριακό που είναι βεβαίως διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής, αλλά έχει και μια πολύ κρίσιμη όψη σχετική με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Η συζήτηση για την οριοθέτηση όμως πρέπει να αφορά ταυτοχρόνως το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και όλο το μήκος της ακτογραμμής – ηπειρωτικής και νησιωτικής αδιακρίτως – κάθε χώρας.
Για όλα τα μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας, θεμελιώδης προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός σαφούς εθνικού πλαισίου που δεν αρκεί να συγκεντρώνει την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Πρέπει να είναι πλήρως απαλλαγμένο από τις ευκολίες και τις γοητείες του εθνικολαϊκισμού. Πρέπει δηλαδή να είναι πραγματικά πατριωτικό, βασισμένο στο αληθές, το μόνο που είναι εθνικό, για να τιμήσουμε την παρακαταθήκη που φέρεται να έχει αφήσει ο Διονύσιος Σολωμός. Η βάση για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του κυπριακού βρίσκεται στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας, στη δική της βούληση και επιθυμία. Η βάση για μια σύγχρονη και αποτελεσματική εθνική στρατηγική ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκεται στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, στη δική της βούληση και επιθυμία, στη συνείδηση της ιστορικής και εθνικής ευθύνης και στο καθήκον αλήθειας όχι μόνο του πολιτικού συστήματος, αλλά όλων των διαμορφωτών της λαϊκής κυριαρχίας.
Μια σοβαρή συζήτηση γύρω από τέτοια θέματα λίγο πριν τον εορτασμό της επετείου των διακοσίων ετών από την Παλιγγενεσία οφείλει να εκκινεί από την υπεύθυνη αξιολόγηση του διαδραμόντος ιστορικού χρόνου. Τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια, από το 1974 έως σήμερα, ο χρόνος λειτούργησε υπέρ των εθνικών συμφερόντων και της διατήρησης ενός ικανοποιητικού status quo στην Κύπρο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή η σχέση μας με τον χρόνο πρέπει να επανεξεταστεί; Θεωρώ ότι πρέπει να επανεξεταστεί. Περαιτέρω αναβολές δεν βοηθούν.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη σχέση μας με την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν είναι πλέον σημαντική παράμετρος, ούτε προσφέρει ένα στρατηγικό πλαίσιο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Είμαστε συνεπώς υποχρεωμένοι να κάνουμε μια πιο σύνθετη και ρεαλιστική εκτίμηση του πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνται τα θέματα.
Το τρίτο ερώτημα αναφέρεται στην αντίληψή μας για το Διεθνές Δίκαιο και τη Διεθνή Δικαιοσύνη. Δεν αρκεί να πιστεύει ένα έθνος στη νομιμότητα των θέσεων του κατά το Διεθνές Δίκαιο. Πρέπει να μπορεί να προστατεύσει τα εθνικά του συμφέροντα μέσω της επίκλησης του Διεθνούς Δικαίου. Η κοινή εθνική θέση της μεταπολιτευτικής περιόδου ήταν, κατά τη διατύπωση και του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας διαφοράς με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με τα σημερινά δεδομένα και ακριβέστερα θα λέγαμε ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας διαφοράς με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η προσφυγή στη Διεθνή Δικαιοσύνη έχει βεβαίως νόημα μόνο όταν το κράτος που την επιδιώκει είναι έτοιμο να αποδεχθεί την απόφαση και να αξιώσει τον σεβασμό της.
Εφόσον αυτή η βασική εθνική θέση επιβεβαιώνεται, αναγκαία προϋπόθεση είναι η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών με στόχο τη σύνταξη συνυποσχετικού. Αυτονόητη δε παράλληλη κίνηση είναι η επικαιροποίηση και η εφαρμογή μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης κυρίως αεροναυτικών.
Μια εθνική πολιτική με παρόμοιο ευκρινή στόχο που συγκεντρώνει μεγάλη εσωτερική πολιτική και κοινωνική συναίνεση, επιτρέπει στη χώρα μας να αναλάβει την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων και να διαμορφώσει ένα ευρύ φάσμα διεθνούς υποστήριξης. Ανακόπτει δε στη μήτρα του ή έστω περιορίζει δραστικά το ενδεχόμενο να επιδιωχθεί η δημιουργία τετελεσμένων καταστάσεων και η συνεχής διεύρυνση των μονομερών αμφισβητήσεων.
Τίποτα δεν είναι εύκολο. Τα πάντα όμως ξεκινούν από τη δική μας εθνική στρατηγική αυτοσυνειδησία που είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση του πραγματικού και όχι του ρητορικού πατριωτισμού. –