Σε πρόσφατη μελέτη (Μιλτιάδης Νεκτάριος, «Στρατηγική για την Γήρανση του Πληθυσμού: Ελλάδα 2050». Εκδόσεις Παπαζήση, 2023) έχουμε διατυπώσει την άποψη ότι το δημογραφικό πρόβλημα απειλεί την εθνική επιβίωση της χώρας και μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αύξηση των γεννήσεων, την παλινόστηση Ελλήνων μεταναστών και ομογενών, καθώς και τις επιλεγμένες ροές αλλοδαπών μεταναστών. Αυτά τα μέτρα, όμως, αποτελούν την «αναγκαία συνθήκη» για την επιβίωση της χώρας μακροχρόνια. Η «ικανή συνθήκη» είναι η δραστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης, η οποία (α) θα συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, και (β) θα σφυρηλατήσει την εθνική συνείδηση, η οποία αποτέλεσε την ενοποιητική ουσία του ελληνισμού στους αιώνες της ιστορίας του.
Η εκπαιδευτική διαδικασία στην Ελλάδα διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων σε όλη την διάρκεια του Νέου Ελληνικού Κράτους μέχρι την Μεταπολίτευση. Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, το σκληρό και απαιτητικό σύστημα εκπαίδευσης της χώραςάρχισε να αποκτά σημαντικά περιθώρια αυξανόμενης ελαστικότητας με την πάροδο του χρόνου. Το σημερινό άθλιο επίπεδο εκπαίδευσης, με βάση διεθνείς συγκριτικές μελέτες αλλά και την απλή παρατήρηση των χώρων των πανεπιστημίων, απεικονίζει την διαχρονική αδιαφορία των διαδοχικών κυβερνήσεων προς τον πιο σημαντικό παράγοντα που καθορίζει την μακροχρόνια βιωσιμότητα της χώρας. Αυτό δεν αφορά μόνο τις εθνομηδενιστικές κυβερνήσεις που συνειδητά στοχεύουν στην πνευματική ισοπέδωση του πληθυσμού, αλλά και τις κυβερνήσεις του Κέντρου και της Δεξιάς.
Η μεταπολιτευτική κουλτούρα των «δικαιωμάτων» επεκτάθηκε ταχύτατα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Στα δημοτικά και τα γυμνάσια, με την πίεση των γονέων, οι εκπαιδευτικοί ελαστικοποίησαν τα κριτήρια αξιολόγησηςτων μαθητών, ενώ το αρμόδιο υπουργείο δεν αξιολόγησε ποτέ την δουλειά των διδασκάλων. Η «δωρεάν δημόσια εκπαίδευση» οδηγούσε το σύνολο των μαθητών του Λυκείου στα φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια. Ο λαϊκισμός των κυβερνήσεων κατάργησε ακόμα και την βάση του «10» για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, μα αποτέλεσμα να έχει σήμερα η χώρα μας τους περισσότερους πτυχιούχους (σε σχέση με τον πληθυσμό) στην Ευρώπη, ενώ αργά αλλά σταθερά απομειώθηκε και εξαφανίστηκε η Επαγγελματική εκπαίδευση, που απετέλεσε την βάση της ελληνικής οικονομίας μέχρι την μεταπολίτευση.
Επειδή η ανασυγκρότηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελεί πλέον τον κυριότερο παράγοντα για την επιβίωση της χώρας, προτείνονται τέσσερις δέσμες πολιτικών.
Πρώτον, ο ανασχεδιασμός της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στη βάση νέων προτύπων και λαμβάνοντας υπόψη τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές, ούτως ώστε να αυξηθούν δραστικά οι γνώσεις των μαθητών. Ακριβώς στο επίπεδο αυτό κτίζεται και η εθνική συνείδηση.
Δεύτερον, η μετατροπή των Λυκείων σε σχολές προετοιμασίας για τον επαγγελματικό προσανατολισμό των μαθητών, με κατεύθυνση είτε τα πανεπιστήμια (για όσους μπορούν να περάσουν τις εισαγωγικές εξετάσεις), είτε την επαγγελματική εκπαίδευση για όσους το επιθυμούν ή για όσους αποτυγχάνουν να εισέλθουν στα πανεπιστήμια. Στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς έχει ολοκληρωθεί σχετική μελέτη για την επαναθεμελίωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα, με βάση το αντίστοιχο μοντέλο της Γερμανίας.Η προβλεπόμενη πιστοποίηση των αποφοίτων των επαγγελματικών σχολών, θαδημιουργήσει τα «μεσαία» στελέχη που αναζητούν ματαίως οι ελληνικές επιχειρήσεις μεταξύ των σημερινών πτυχιούχων των πανεπιστημίων.
Τρίτον, η Ανώτατη εκπαίδευση χρειάζεται μια μόνον μεταρρύθμιση: την πλήρη αυτονόμηση των πανεπιστημίων από το Υπουργείο Παιδείας, ιδιαίτερα μετά από όσα συνέβησαν στην περίοδο του Τρίτου Μνημονίου. Η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων από το κράτος μπορεί να διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα, με την προϋπόθεση ότι τα πανεπιστήμια θα μπορούν να οργανώσουν ελεύθερα τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, ώστε να αντλήσουν πρόσθετα έσοδα, όπως προτείνεται παρακάτω. Σε μια τέτοια περίπτωση, και σε συνδυασμό με την μείωση του αριθμού των φοιτητών, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα είναι σε θέση να απογειώσουν τις επιδόσεις τους.
Τέλος, το επιστέγασμα των παραπάνω μέτρων θα είναι η ανάπτυξη της εξωστρέφειας των ελληνικών πανεπιστημίων με την ανάπτυξη προγραμμάτων σπουδών, στην αγγλική γλώσσα, τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, με στόχο την προσέλκυση φοιτητών από την Ανατολική Ευρώπη, την Ρωσία, την Μέση Ανατολή, την Κίνα, και την Αφρική. Τα αναμενόμενα αποτελέσματα θα είναι: (α) η οικονομική ενίσχυση των πανεπιστημίων από τα δίδακτρα που θα εισπράττουν, (β) η σημαντική αύξηση του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού, (γ) η δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας και η αναζωογόνηση των τοπικών οικονομιών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας που υπάρχουν πανεπιστήμια, και (δ) η καταξίωση της Ελλάδας ως διεθνούς εκπαιδευτικού κέντρου, γεγονός που είναι απόλυτα συμβατό με την ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας. Εάν είχαμε ανοίξει τα πανεπιστήμια μας προς μια τέτοια κατεύθυνση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, θα είχαμε αναλάβει την εκπαίδευση του μεγαλύτερου μέρους των νέων γενεών των χωρών των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, στα γνωστικά αντικείμενα των οικονομικών, των χρηματοοικονομικών, και της διοίκησης επιχειρήσεων.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το υφιστάμενο σύστημα εκπαίδευσης προκαλεί μόνιμη βλάβη στα συμφέροντα της χώρας. Μια ριζική μεταρρύθμιση, αφενός, θα δημιουργήσει τις συνθήκες σφυρηλάτησης της εθνικής συνείδησης που θα είναι απαραίτητη για τις επόμενες δεκαετίες όταν η χώρα θα προσπαθεί να αντιστρέψει τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, και αφετέρου, θα συμβάλλει στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας καθώς και στη δημιουργία του μεγαλύτερου εκπαιδευτικού κέντρου στην Ν.Α. Ευρώπη.