Έναν και κάτι μήνα μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, που οδήγησαν στο σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων, μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει τις πρώτες κρυσταλλώσεις τόσο στο επίπεδο των πολιτικών πράξεων όσο και στο επίπεδο του δημόσιου λόγου.
Μια τέτοια συγκριτική εξέταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη γιατί αυτά τα δύο επίπεδα λειτουργούν, μέσα από υπόγειες διαδρομές, ως πολλαπλά συγκοινωνούντα δοχεία. Αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοεπηρεάζονται συγκροτώντας τη συνολική πολιτική εικόνα μιας χώρας, τόσο ως αυτοαντίληψη όσο και ως μήνυμα που εκπέμπει στο εξωτερικό.
Η πολιτική πράξη
Στο επίπεδο των πολιτικών πράξεων και αποφάσεων, η κορυφαία ενέργεια της κυβέρνησης είναι, αναμφίβολα, η αίτηση τετράμηνης παράτασης του υφιστάμενου Μνημονίου (ζητώ συγγνώμη, προγράμματος, Master FAFA αγγλιστί), η οποία έγινε δεκτή από το Eurogroup στη συνεδρίαση της 18ης Φεβρουαρίου 2015. Η συμφωνία αυτή επιτεύχθηκε παρά τις διαπραγματευτικές αστοχίες του εκκεντρικού υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, που με τα επικοινωνιακά του πυροτεχνήματα, στερούμενα στοιχειώδους σοβαρότητας, και την απουσία συγκεκριμένων προτάσεων, προκάλεσε αρχικά την απορία, στη συνέχεια την αποστροφή και στο τέλος την αγνόηση από μέρους των συνομιλητών του.
Η απόφαση αυτή ακύρωσε τις ανεδαφικές δηλώσεις, που είχαν γίνει στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου από τον ΣΥΡΙΖΑ, περί διαγραφής του επαχθούς χρέους, διεθνούς διάσκεψης για το ελληνικό χρέος, κουρέματος του χρέους, δημοψηφίσματος για το χρέος κ.λπ., και έθεσε την Ελλάδα ξανά εντός της θεσμικής κανονικότητας της Ευρωζώνης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιτήρηση δηλαδή από την τρόικα (μια ακόμα απαγορευμένη λέξη, που αντικαταστάθηκε από τους Θεσμούς), αξιολόγηση, δέσμευση περί μη ανάληψης μονομερών ενεργειών. Μοιάζει ότι η Ελλάδα απέφυγε την τελευταία στιγμή την άτακτη χρεοκοπία, το Grexit, χωρίς βέβαια αυτός ο κίνδυνος να έχει εκλείψει.
Η απόφαση αυτή επισκίασε και εν πολλοίς ακύρωσε τις περισσότερες από τις εξαγγελίες των υπουργών της κυβέρνησης, τις πρώτες τρεις εβδομάδες μετά τις εκλογές. Οι εξαγγελίες αυτές περιλάμβαναν ένα μείγμα ακραίων κρατικιστικών αντιλήψεων, με ακύρωση όλων των ιδιωτικοποιήσεων, αντιμεταρρυθμιστικών δοξασιών, με κατάργηση των κάθε είδους αξιολογήσεων, και παλαιοκομμουνιστικών εμμονών, με κατάργηση των Πειραματικών σχολείων, των Συμβουλίων των πανεπιστημίων και το χαρακτηρισμό της αριστείας ως «χιτλερικής πρακτικής». Όλα αυτά συγκροτούσαν ένα σύνολο πολιτικών δεσμεύσεων που δεν έχει καμία σχέση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, είτε στη φιλελεύθερη είτε στη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της. Τα ελάχιστα θετικά, όπως οι πρώτες αποφάσεις του υπουργού Πολιτισμού και οι δηλώσεις για τη νομιμοποίηση μεταναστών δεύτερης γενιάς, ελάχιστα αλλάζουν τη συνολική εικόνα.
Συμπερασματικά, σε επίπεδο πολιτικής πράξης, έχουμε την έμπρακτη αποδοχή και παραδοχή του ευρωπαϊκού κεκτημένου, που είναι η αναζήτηση τελέσφορων συγκερασμών και η αποφυγή της ρήξης. Αυτή η αποδοχή συνιστά ριζική αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με όσα υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Για τον λόγο αυτό, είναι ευεξήγητες οι αντιδράσεις της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, του Μανώλη Γλέζου, του Μίκη Θεοδωράκη και πολλών άλλων.
Ο δημόσιος λόγος
Δυστυχώς, ο δημόσιος λόγος της μετεκλογικής περιόδου στην Ελλάδα, είναι απολύτως ασύμβατος με τη νέα πραγματικότητα της πολιτικής πράξης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μετά την πολιτική συμφωνία στο Eurogroup, δήλωσε στο διάγγελμά του ότι με τη συμφωνία «αφήσαμε πίσω τη λιτότητα, τα μνημόνια και την τρόικα», προειδοποιώντας ότι «κερδίσαμε μια μάχη όχι όμως και τον πόλεμο. Ο κοινός μας αγώνας με τον ελληνικό λαό συνεχίζεται». Πλειάδα υπουργών και στελεχών της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος επιδίδονται σε πλειοδοσία θριαμβολογιών διαμορφώνοντας ένα πολεμικό κλίμα, στη λογική του «ο αγώνας συνεχίζεται».
Σε συνεργασία με τα μέσα ενημέρωσης, ιδιωτικά και κρατικά, που στη μεγάλη τους πλειονότητα υποστηρίζουν αναφανδόν τη νέα κυβέρνηση, εκπέμπεται μια εικόνα εθνικού θριάμβου, ενώ παράλληλα δεν διστάζουν να σκιαγραφήσουν τους εταίρους και δανειστές ως ναζί ή υποχείριά τους. Ταυτόχρονα, είναι σε εξέλιξη ένα κυνήγι μαγισσών, με χαρακτηρισμούς, για όσους διαφωνούν με το πολιτικό σχέδιο (;) της κυβέρνησης, ως προδότες της πατρίδας, Τσολάκογλου, γερμανοτσολιάδες και προσκυνημένους. Το ίδιο παρατηρείται και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μεγαλύτερη ίσως ένταση.
Πρόκειται για μια κατάσταση με σχιζοφρενικά χαρακτηριστικά: Πολιτικά αναζητούμε τον συμβιβασμό και ιδεολογικά προετοιμάζουμε τη ρήξη.
Η πράξη είναι αντίθετη από το λόγο, και ο λόγος υπονομεύει την πράξη.
Πρόκειται για ένα εφιαλτικό double speak, χειρότερο απ’ ό,τι περιγράφει ο Τζορτζ Όργουελ στη Φάρμα των ζώων.
Εξαπατώντας το λαό
Για να είμαστε δίκαιοι, τα όσα σκιαγραφήθηκαν παραπάνω δεν συνιστούν πρωτοτυπία της παρούσας κυβέρνησης. Είχαν παρατηρηθεί, σε μικρότερο βαθμό και ένταση, και στις προηγούμενες κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, είχε δηλώσει ότι θα επιθυμούσε να συμμετάσχει σε κινητοποιήσεις εναντίον του μνημονίου, ενώ, παράλληλα, στελέχη του δήλωναν ότι το Μνημόνιο και η δανειακή σύμβαση ήταν αντίθετα με την ιδιοσυστασία του ΠΑΣΟΚ ως σοσιαλιστικού κόμματος.
Ο Αντώνης Σαμαράς, μετά την αντιμνημονιακή περίοδο ως αντιπολίτευση μέχρι τα τέλη του 2011, εγκατέλειψε αυτή τη ρητορεία μετά τις εκλογές του 2012, για να την υιοθετήσει ξανά το τελευταίο εξάμηνο του 2014, μετά τις ευρωεκλογές, όταν δεν δίστασε να δηλώσει ότι σκίζει κάθε ημέρα τα μνημόνια, προσχωρώντας, ανεπιτυχώς και καθυστερημένα, σε ένα πεδίο όπου ήδη την κατοχή του είχε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μοιάζει η ιστορία να επαναλαμβάνεται στην Ελλάδα για τρίτη φορά. Και οι τρεις πρωθυπουργοί που άσκησαν εξουσία στην Ελλάδα της κρίσης (εξαιρείται ο Λουκάς Παπαδήμος, μη πολιτικό πρόσωπο, πρωθυπουργός σε βραχύβια κυβέρνηση ειδικού σκοπού) χρησιμοποιούν ακριβώς την ίδια μέθοδο, με διαφορετική ίσως δοσολογία. Ρεαλιστική πολιτική πράξη και εξωπραγματικό πολιτικό λόγο.
Φαίνεται να αγνοούν ότι το πολιτικό οικοδόμημά τους υποσκάπτεται συστηματικά από τις ιδεολογικές τοποθετήσεις τους, που το αποδομούν και το αποσαθρώνουν. Είναι σαν να κτίζεις μια πολυκατοικία και ταυτόχρονα να σκάβεις κάτω από τα θεμέλιά της.
Γνωρίζουμε το αποτέλεσμα της πρακτικής των Παπανδρέου και Σαμαρά. Γνώρισαν την αποθέωση αρχικά, με τη δημοφιλία Παπανδρέου στα τέλη του 2009 να είναι μεγαλύτερη από εκείνη του Τσίπρα στις ημέρες μας, για να καταψηφιστούν ύστερα από μια διετία, με τη «ρετσινιά» από τους πολιτικούς τους αντιπάλους ότι «εξαπάτησαν το λαό». Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι αυτό δεν θα συμβεί και με την περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα. Ίσως μάλιστα και πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο έντονα, δεδομένης της μεγαλύτερης ψαλίδας στη διάσταση λόγων και έργων σε σχέση με τους προκατόχους του.
Ο «σοφός λαός»
Το αυτονόητο ερώτημα που προκύπτει από όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω: γιατί η ελληνική πολιτική τάξη επιλέγει αυτή τη μέθοδο, της ασυμβατότητας λόγων και έργων; Μέθοδος που παρατηρείται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό από τα κόμματα εξουσίας, και όπου η πλειοδοσία λαϊκισμού παραμένει στη δικαιοδοσία περιθωριακών κομμάτων.
Με άλλα λόγια, βασισμένοι στην οξυδερκή διάκριση του Κας Μούντε (Cas Mudde) για την πολιτική προσφορά (supplyside) και την κοινωνική ζήτηση (demandside), αξίζει ν’ αναρωτηθούμε γιατί αυτή η πολιτική προσφορά βρίσκει ανταπόκριση και επιδοκιμασία από την κοινωνική ζήτηση. Γιατί ο «σοφός λαός», κατά την προσφιλή έκφραση των λαϊκιστών πολιτικών, αρέσκεται σε εξωπραγματικούς μύθους και επιζητεί τα πολιτικά ψεύδη, ακόμα και όταν είναι πεισμένος ότι δεν πρόκειται να υλοποιηθούν;
Στην Ελλάδα της κρίσης έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις γι’ αυτό το φαινόμενο. Προσωπικά έχω υποστηρίξει ότι η κύρια αιτία είναι ο μανιχαϊστικός τρόπος συγκρότησης του πολιτικού μας συστήματος τα τελευταία 40 χρόνια, από τη Μεταπολίτευση και μετά. Οικοδομώντας συστηματικά στη διάκριση εχθρών και φίλων, το πελατειακό πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης εξασφάλιζε την αναπαραγωγή του μέσω υποσχέσεων που ουδέποτε υλοποιούνταν. Η ελληνική κοινωνία εθίστηκε στους παρήγορους μύθους και έκλεινε τα μάτια της στην πραγματικότητα. Όταν οι μύθοι διαλύονταν, δεν αναρωτήθηκε για το αν οι μύθοι πρέπει να τελειώνουν, αλλά αναζήτησε άλλους μυθοποιούς. Κυρίως εκείνους που δεν δίσταζαν να την αθωώσουν, ενοχοποιώντας τους «άλλους», τους «κακούς», τους ξένους. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ευδοκιμούν σε αυτή τη χώρα ριζοσπαστικές και εξτρεμιστικές πολιτικές απόψεις που υπερψηφίζονται από μεγάλο τμήμα της μέσης τάξης.
Εάν σκάψουμε πιο βαθιά, θα δούμε ότι οι ερμηνείες άλλων ερευνητών για ακόμα βαθύτερα αίτια αυτών των νοοτροπιών και συμπεριφορών, που ανάγονται στις παθολογίες της ηρωικής αφήγησης, αριστερής και δεξιάς, για το υπερήφανο, μοναδικό και ανάδελφο έθνος των Ελλήνων, εμφωλευμένες στο εκπαιδευτικό μας σύστημα (Δημήτρης Ψυχογιός) και στον τρόπο που συγκροτήθηκε το ελληνικό κράτος με τις προνεωτερικές αντιστάσεις των «κακομαθημένων παιδιών της Ιστορίας» (Στέλιος Ράμφος, Κώστας Κωστής), σκιαγραφούν μια πραγματικότητα που αφήνει ελάχιστα περιθώρια για οποιαδήποτε αισιοδοξία.
Στο μεταξύ πορευόμαστε, με διαρκή επιτήρηση και αξιολόγηση από τους Θεσμούς, εθνικά υπερήφανοι, δημοσιονομικά πτωχευμένοι και πολιτικά ικανοποιημένοι που η αριστεροδέξια κυβέρνηση έχει αφήσει πίσω «τη λιτότητα, τα μνημόνια και την τρόικα».