Οι συγκινητικές επικλήσεις του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών και της ανάγκης σεβασμού των κανόνων τους είναι όμορφες και διδακτικές, έχουν όμως δύο προβλήματα:
Πρώτον, η γειτονική χώρα, όπως άλλωστε και εμείς σε άλλα θέματα, και κάθε άλλη χώρα, θεωρεί ότι οι διεθνείς διαφορές δεν επιλύονται μόνο με το διεθνές δίκαιο, αλλά και με τη δύναμη. Η Τουρκία, μέσα σε μια δεκαετία, οικοδόμησε μια πολύ διαφορετική εθνική ισχύ και δυναμική, αν και ίσως βιώσει ιδιαίτερα δυσάρεστες εκπλήξεις σε ορατό χρόνο. Πάντως, αν δεν το καταλάβαμε, στο Αφρίν η Τουρκία αδιαφόρησε για τις ηθικές επικλήσεις και μόλις παραβίασε ανενδοίαστα τη δήθεν απαραβίαστη διεθνή Συνθήκη της Λωζάννης, χωρίς να γίνει κουβέντα – ούτε από κανέναν από εμάς.
Δεύτερον, το διεθνές δίκαιο προβλέπει διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς που επιλύουν διεθνείς διαφορές. Οποιος φωνάζει ότι παραβιάζονται διεθνείς κανόνες, θεωρητικά, δεν μπορεί να έχει αντιρρήσεις να πάει το θέμα του για επίλυση στους θεσμούς αυτούς. Σε αυτό, πολλοί καταλαβαίνουν, ότι και οι δύο πλευρές κρύβουμε ένα κενό.
Αποφεύγουμε συστηματικά οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα. Οι παρακλήσεις στην Ε.Ε. ή στο ΝΑΤΟ για παρέμβαση έχουν πολιτικό χαρακτήρα, προσωρινής υφής. Δεν έχουν σχέση με θεσμική επίλυση διαφορών. Βεβαίως, η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ και οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά σοβαροί παράγοντες δύναμης. Οι εταίροι μας αυτοί, όπως φάνηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις, παρακλήθηκαν ξανά να στηρίξουν Ελλάδα και Κύπρο στα θέματα των δύο στρατιωτικών μας και της παρεμπόδισης των ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ – και στήριξαν.
Κεντρικό στοιχείο των παραγόντων που προσδιορίζουν τη διεθνή θέση της χώρας μας είναι οι αμείλικτες επιπτώσεις των επιλογών μας στο επίπεδο της εθνικής μας ισχύος, όπως και η σχετική δύναμη των χωρών με τις οποίες έχουμε διαφορές. Η «δύναμη» δεν προσδιορίζεται εύκολα. Προκύπτει από ένα ευρύτατο μείγμα «σκληρών» και «ήπιων» στοιχείων δύναμης. Η πιο απλοϊκή σκέψη πάει στους πολεμικούς συσχετισμούς. Φυσικά, και το στοιχείο αυτό παίζει ρόλο –επιβοηθητικό– όμως είναι ένα μόνο, μεταξύ πολλών άλλων. Η εθνική μας ισχύς είναι το αποτέλεσμα της ικανότητάς μας να δημιουργήσουμε και να συνδυάσουμε πολλούς σημαντικούς και λιγότερο σημαντικούς κρίκους σε μια συνεκτική αλυσίδα: Οικονομία, συλλογική ευφυΐα, γνώση, στρατηγική, συμμαχίες, αξιακό σύστημα, συλλογική στράτευση σε κοινούς στόχους, αλληλοσεβασμός, διορατικότητα, ικανότητα διαπραγμάτευσης, επίπεδο αντίληψης του εθνικού συμφέροντος, εθνική συνοχή, δυνατότητα συνεννόησης για μείζονα θέματα, ευρύτερη κοινωνική στήριξη της πολιτικής, συλλογική και συμπαγής εμπιστοσύνη της κοινωνίας στις βασικές αποφάσεις που αφορούν τη χώρα. Είναι ο συνδυασμός αυτών των «πολλών» στοιχείων, που, σε κάθε στιγμή της Ιστορίας, καθορίζει και αντανακλά τη συγκρότηση της χώρας μας, δημιουργεί βαθμούς ελευθερίας, δυνατότητες δράσης και αντίδρασης στη διεθνή σκακιέρα και προσδιορίζει τη σχετική μας «δύναμη» απέναντι σε κάθε παίκτη, ο οποίος επηρεάζει ή απειλεί τα εθνικά μας συμφέροντα.
Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, κεντρική αρχή κάθε αποτελεσματικής οικονομικής ή πολιτικής δράσης είναι, ότι σε κάθε σύγκρουση ή διαπραγμάτευση, η επιτυχία δεν έχει σχέση με νταηλίκια, αλλά με τη σχετική δύναμη και τους συσχετισμούς ισχύος με την άλλη πλευρά. Οποιος αγνοεί ή έχει ξεχάσει τη σημασία των δύο αυτών παραμέτρων, έχει ξεχάσει τον αποφασιστικότερο κανόνα του παιγνίου. Οταν ανακαλύψει ότι έχασε, έχουμε χάσει όλοι: σε όρους πολιτικούς, οικονομικούς, αξιοπρέπειας, εθνικής υπερηφάνειας. Σε πιο λαϊκή έκφραση, «έχουμε σπάσει τα μούτρα μας».
Η κατάσταση της οικονομίας μας επηρεάζει καίρια την εθνική μας ισχύ. Το βλέπουμε στην οικονομική κρίση, της οποίας οι επιπτώσεις από το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό έχουν αρχίσει να επεκτείνονται στο διεθνές, πλήττοντας, πέρα από την οικονομία, και τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Σε όλο αυτό το διάστημα, για άλλη μία φορά, δεν καταλάβαμε ότι κάθε λάθος ή αφέλεια που γινόταν χθες, είχε σωρευτικές αρνητικές επιπτώσεις στην εθνική μας ισχύ αύριο – σήμερα. Οπως διογκώσαμε ανεύθυνα τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, όπως προκαλέσαμε την κατάρρευση του ασφαλιστικού, όπως συρρικνώσαμε τις επενδύσεις κατά 60%, όπως αντί να ορθοποδήσουμε σε 3-4 χρόνια, περιφερόμαστε ακόμα χωρίς πυξίδα, όπως οδηγούμε σε φυγή εκατοντάδες χιλιάδες νέους, όπως η ελληνική οικονομική και πολιτική παρουσία στον γεωπολιτικό χώρο μας συρρικνώθηκε δραματικά, έτσι δεν σκεφτήκαμε στιγμή, ότι πολλές από τις επιλογές μας, εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια, υπονομεύουν συνεχώς και την εθνική ισχύ της χώρας και αυτό μπορεί να έχει ακόμα πιο βαρύ τίμημα από το οικονομικό.
Οχι, δεν θεωρώ, ότι θα προκύψουν καταστάσεις καταστροφικής κρίσης στις εξωτερικές μας σχέσεις. Θεωρώ, όμως, ότι η χώρα στραπατσάρεται συνεχώς, ότι η ελαφρότητά μας έφτασε πλέον σε πολύ χαμηλό σημείο και ότι δεν γίνεται να μη σκεφτόμαστε ποτέ τίποτα για το συλλογικό μας αύριο, να μην καταλαβαίνουμε καν τις στοιχειώδεις πραγματικότητες που δημιουργούμε και ζούμε, ούτε τι πράγματι σημαίνουν όλα όσα έγιναν και γίνονται για τα εθνικά μας συμφέροντα, το μέλλον μας, τους κινδύνους που βλέπουμε μπροστά μας. Είναι οι σκέψεις αυτές λάθος, χωρίς σημασία; Το εύχομαι. Ισως, όμως, και να μην είναι.
Ακόμα πιο σημαντικό από τα οικονομικά στοιχεία, είναι ότι η ελληνική κοινωνία έχει κατακερματιστεί, αποπροσανατολιστεί και απομακρυνθεί από την εθνική οπτική. Η ακραία ιδεολογικοποίηση του πολιτικού-οικονομικού σκηνικού συνοδεύτηκε από ακραία υποχώρηση των συλλογικών αξιών – των αξιών γενικά. Ο ατομικισμός, διάφορες ιδιότυπες κοινωνικές διαιρέσεις, φοβικά και συγκρουσιακά σύνδρομα, έχουν αναδειχθεί κυρίαρχα στοιχεία, αποδυναμώνοντας την εθνική ισχύ και εμποδίζοντας την άσκηση πολιτικής σε πολύ πιο εύκολα ζητήματα απ’ ό,τι τα θέματα διεθνούς πολιτικής. Ωρα, μήπως, για εθνικό στοχασμό για τις προοπτικές της χώρας; Με ποιους; Οχι πάντως με δυνάμεις που δεν είναι σε θέση να στοχαστούν ούτε για το αύριο του εαυτού τους; Ούτε με δυνάμεις που στην Ιστορία εκβίασαν ιστορικές πληγές στο σώμα της Ελλάδας; Γιατί, έτσι, κανένας στοχασμός δεν θα μας δώσει λύση. Η λύση θα αρχίσει, όταν με κάθε δυνατό τρόπο, αποκαταστήσουμε μια ευρύτερη οικονομική, κοινωνική, πολιτική και ψυχική κοινή συνείδηση, για να προλάβουμε απειλές ή πιθανές ανατροπές, που κανείς μεν δεν τις θέλει στον ελληνικό χώρο, όμως ελάχιστοι σκέφτονται τι απαιτήσεις δημιουργούν για πολιτικές δυνάμεις, την κοινωνία, όλους μας.
Η εξωτερική πολιτική πάει χέρι χέρι με την εθνική κυριαρχία. Η εθνική κυριαρχία και ισχύς δεν είναι κάτι στατικό και δεδομένο. Κερδίζεται με πολιτικές που απαιτούν πολύ χρόνο και κατανοούν πώς θα λυθεί μια δύσκολη εξίσωση στο μακρύ χρόνο, πώς θα φτάσουμε στις πολλές εκείνες, μικρές και μεγάλες αλλαγές, που διευρύνουν το πεδίο των εθνικών επιλογών μας. Αν θυμάται κανείς την εθνική κυριαρχία, τη στιγμή που με έκπληξη βλέπει τις επιπτώσεις της αφέλειας ή της ανευθυνότητάς του, είναι πια αργά. Επειδή τότε, με φόβο, αρχίζει να βλέπει τα λάθη του, φωνάζει δυνατά για να πείσει για το αντίθετο.
Το 1999, στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο, που θα επέτρεπε σε Ελλάδα και Τουρκία να υπερβούν τις ιστορικές παλινδρομήσεις και πολλές από τις μεταξύ τους αμφισβητήσεις. Η θεσμική εκείνη πρόβλεψη δεν ήταν το μαγικό βότανο για τη θεραπεία κάθε νόσου – πολύ περισσότερο ανίατης. Αποτελούσε, όμως, εργαλείο για την Ελλάδα, ώστε να οδηγηθεί η Τουρκία σε διεθνείς θεσμικές διαδικασίες, και ό,τι αποφασιστεί, να μπορεί να λυθεί με θεσμικό, άρα αξιοπρεπή, τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί ένα σταθερό περιφερειακό περιβάλλον στη ΝΑ Ευρώπη. Είναι προφανές, ότι τόσο οι ελληνικές κυβερνήσεις, που είχαν κάθε συμφέρον, αλλά και οι τουρκικές, που δεν είχαν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεφύγουν από μια τέτοια διαδικασία, την οποία ακύρωσε η Ελλάδα στα τέλη του 2004. Ισως, γιατί η διατήρηση των διμερών εκκρεμοτήτων αντί να ενοχλεί, βολεύει, καθώς επιτρέπει και στις δύο πλευρές εσωτερικά παιχνίδια γύρω από την έννοια του πατριωτισμού και επιδείξεις παντός είδους σε αφελή, ιδίως αγνά, ακροατήρια.
Το παιχνίδι στραβώνει, όμως, όταν ένας από τους δύο παίκτες «σπάσει» τη σιωπηλή αυτή συμφωνία (ή συμπαιγνία), δημιουργώντας, συνειδητά ή από λάθος, συνθήκες θερμού επεισοδίου. Στην τελευταία περίπτωση, διεθνείς δυνάμεις θα οδηγήσουν τις δύο πλευρές, θέλουν δεν θέλουν, στα διεθνή όργανα. Συνεπώς, αν μια αδρανής ισορροπία κινδυνεύει κάποια στιγμή να ανατραπεί, το τρίλημμα είναι: α) αν είναι προτιμότερο να πάει η χώρα με οργανωμένο και αμοιβαία αποδεκτό τρόπο σε ένα διεθνές θεσμικό όργανο, β) αν μπορεί να λύσει τις διαφορές της με τη δύναμη ή γ) αν είναι πολιτικά μεγαλοφυές, να αναλάβει το ρίσκο να υποχρεωθεί να πάει σε κάποιον διεθνή φορέα κλωτσηδόν. Οταν σκάφη μας διεμβολίζονται, πολεμικά αεροσκάφη παρεμποδίζουν άλλες κινήσεις μας και οι απειλές πάνε κι έρχονται, σημαίνει ότι ισορροπίες και ρίσκα έχουν αλλάξει και ότι οι πιθανότητες το τρίλημμα να μετατραπεί από θεωρητικό σε πρακτικό έχουν αυξηθεί.
Μια χώρα σε «οιονεί πτώχευση», ανοικτή ή κεκαλυμμένη διεθνή εποπτεία, με αναιμικές αναπτυξιακές προοπτικές και αδύναμη να πείσει ότι γνωρίζει πράγματι τι πρέπει να κάνει για να πάρει το μέλλον της στα χέρια της, θέλει πολύ ηρωισμό να θεωρήσει κανείς ότι απολαμβάνει ιδιαίτερο κύρος στο διεθνές σκηνικό. Ωρες ώρες ζήσαμε ακόμα και το γνωστό: «Ακουσαν πως… και πλάκωσαν κι οι αποδαύτοι». Το ερώτημα είναι απλό: Αν θα αποδεχθούμε από εδώ και πέρα ότι η εθνική ισχύς, η αξιοπρέπεια, η υπεράσπιση μεγάλων και μικρών θεμάτων δεν γίνονται με φωνές και βλαβερές εξάρσεις κάθε είδους, αλλά με την αποκατάσταση συνθηκών που ενισχύουν το εθνικό βάρος μας στο διεθνές σκηνικό.
kathimerini.gr