Η ένταση των σχέσεων με την Τουρκία έχει νέα στοιχεία που δείχνουν ότι έχουμε πλησιάσει σε ιστορικό σημείο στροφής και γι? αυτό η πολιτική της ακινησίας και της αδράνειας μπορεί να αποβεί μοιραία. Υπάρχουν δύο ταυτόχρονες και αλληλένδετες συνθήκες ώστε η στροφή να μην είναι επί τα χείρω αλλά επωφελής για την Ελλάδα. Αφενός η κυβέρνηση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων τολμώντας να πάρει πρωτοβουλίες, αφετέρου η ελληνική κοινή γνώμη να ευνοήσει τη στροφή ξεπερνώντας αγκυλωτικά στερεότυπα.
Μιλώ για στροφή που ούτως ή άλλως θα επέλθει γιατί η κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με την οποία πορευτήκαμε από το 1974 και ειδικά την τελευταία δεκαετία, δεν είναι διατηρήσιμη λόγω της εύφλεκτης ύλης και της πολλαπλής αστάθειας που σωρεύτηκε στην περιοχή. Οι αιτίες είναι προφανείς. Έχει αλλάξει ριζικά το διεθνές γεωπολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσονται οι σχέσεις των δύο χωρών. ΄Εχει αλλάξει η κατάσταση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και στη Μεσόγειο, έχουν πολλαπλασιαστεί οι παίκτες και τα σημεία αντιπαράθεσης, έχουν αποδυναμωθεί ή αποσυρθεί οι «επιδιαιτητές». Έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου. Εντός αυτών των ιστορικών αλλαγών, η Τουρκία υιοθέτησε μια μεγαλοϊδεατική στρατηγική η οποία μετά το 2016 έλαβε βαθμιαία αλαζονικές και επιθετικές διαστάσεις, η Κύπρος απεμπόλησε την ευκαιρία να προωθήσει μια ικανοποιητική λύση το 2017 μένοντας σήμερα χωρίς στρατηγική, και η Ελλάδα παρέμεινε στην πολιτική της ακινησίας μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής κρίσης, εθνικής ανασφάλειας και εθνικιστικού βερμπαλισμού, με πολλά εθνικά παράπονα για τους ευρωπαίους που «δεν μάς στηρίζουν» και ελάχιστες στιγμές πολιτικής πρωτοβουλίας. Μόλις τους τελευταίους μήνες η όξυνση της κατάστασης με επίκεντρο τις ΑΟΖ μάς υποχρέωσε να βγούμε από την ακινησία, να δραστηριοποιηθούμε διπλωματικά, κλείνοντας μεταξύ άλλων δύο επωφελείς συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο.
Το νέο σκηνικό παράλληλα με τους εμφανείς κινδύνους, δίνει ευκαιρίες στην Ελλάδα, αν όμως κινηθεί με συνέπεια ως ευρωπαϊκή χώρα που θεωρεί ότι οι διακρατικές αντιπαραθέσεις λύνονται με όπλο το διεθνές δίκαιο και όχι τη στρατιωτικοποίηση τους. Υπό μία έννοια, αυτή η θεώρηση θα ήταν η λογική επιλογή της μακροχρόνιας εθνικής στρατηγικής μας. Υπάρχει ένα ψευδές αλλά ανθεκτικό σλόγκαν στον ελληνικό δημόσιο λόγο: οικτίρουμε τον εαυτό μας γιατί δεν έχουμε μακροχρόνια εθνική στρατηγική σε αντίθεση υποτίθεται με την Τουρκία που ανεξαρτήτως κυβερνήσεων έχει σταθερές στοχεύσεις. Στην πραγματικότητα, κοιτώντας λίγο πίσω, βλέπουμε μια Τουρκία που αλλάζει κατά περιόδους την εθνική της στρατηγική λόγω της ταυτοτικής αμφιθυμίας που την χαρακτηρίζει. Σημαίνον νατοϊκό μέλος στον ψυχρό πόλεμο, επίδοξο μέλος της δημοκρατικής ΕΕ στη δεκαετίες 1980-90, επιθετική περιφερειακή δύναμη με ανάμεικτα γεωπολιτικά και θρησκευτικά κίνητρα σήμερα. Αντιθέτως, η Ελλάδα παρά τις υποτιθέμενες αμφιθυμίες της και εν μέσω των ριζικών γεωπολιτικών αλλαγών, κινήθηκε με σταθερό στόχο την ένταξη στον κάθε φορά στενότερο πυρήνα της Ευρώπης. Τώρα καρπώνεται τα οφέλη της επιλογής, καταρχάς στο πεδίο της ασφάλειας. Διαψεύδοντας το επίσης επιφανειακό σλόγκαν, ότι αν γίνει πόλεμος κανένας δεν θα μας βοηθήσει. Χάρη στις ισχυρές συμμαχίες, αφενός έχουμε αποφύγει ώς τώρα την πολεμική σύγκρουση, αφετέρου δρούμε με τη «σιωπηρή εξασφάλιση» ότι σε περίπτωση θερμού επεισοδίου θα υπάρξει συμμαχική παρέμβαση ώστε να σταματήσει εγκαίρως.
Σήμερα πάντως, οι δύο χώρες βρίσκονται σε αποκλίνουσες τροχιές. Επειδή η Τουρκία κινείται σε απόσταση πια από την Ευρώπη/Δύση, έχει καταστήσει την Ελλάδα περίπου ευρωπαϊκό σύνορο και οπωσδήποτε σταθερό μέλος της Ευρώπης/Δύσης στην ευρύτερη περιοχή της Α.Μεσογείου. Σε αντίθεση με άλλο ένα ανόητο σλόγκαν, που θεωρεί κακό ότι «είμαστε δεδομένοι», αυτό ακριβώς το δεδομένο και το ιστορικό βάθος του «ανήκουμε στη Δύση», αποτελούν σήμερα ασπίδα και αφετηρία των πρωτοβουλιών για επίλυση των διαφορών στην περιοχή. Με άλλα λόγια, η απομάκρυνση της Τουρκίας ενίσχυσε τη γεωπολιτική σημασία και την «ευρωπαϊκότητα» της Ελλάδας. Το γεγονός έχει τρεις τουλάχιστον συνέπειες. Πρώτη είναι η αυξημένη σε σχέση με το παρελθόν συμπαράσταση που βρίσκει η Ελλάδα από την Ευρώπη. Η δεύτερη είναι η «υποχρέωση» της Ελλάδας να συμπεριφέρεται σε αντιστοιχία με τον αυξημένο ρόλο στην περιοχή που de facto της έτυχε, είτε υπερασπιζόμενη τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης όπως έκανε στον Έβρο, είτε προτάσσοντας το διεθνές δίκαιο στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Η τρίτη είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συμβάλει πολύ πιο αποφασιστικά και θετικά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής στην Α.Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή. Αντί να συνεχίζει τα παραδοσιακά παράπονα προς τους «συμμάχους», αντί να καλλιεργεί εκ νέου έναν εύκολο αντιγερμανισμό, οφείλει να επεξεργάζεται συνθετικές προτάσεις για τη νέα παρουσία τής Ευρώπης στην περιοχή με γνώμονα την ειρηνική διευθέτηση και τη διεθνή συνεργασία.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι πρέπει να μεταφράσουμε την απόκλιση της τροχιάς Ελλάδας-Τουρκίας σε εθνική πολιτική πρωτοβουλία. Αντίθετα με μια διαδεδομένη άποψη, η «υπερεπέκταση» της Τουρκίας σε πολλά μέτωπα, που μάλιστα δεν φαίνεται να αποδίδει, προσφέρει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» στην Ελλάδα να κάνει με αυτοπεποίθηση το επόμενο βήμα στη στρατηγική της: τον διάλογο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο ταυτόχρονα, με σκοπό τη συμφωνία ή την από κοινού παραπομπή στη Χάγη. Λέω «παράθυρο ευκαιρίας» γιατί πιστεύω ότι η σημερινή απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρώπη/Δύση και η αυξημένη επιθετικότητα προς τους γείτονες, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα που εξ αντικειμένου περιορίζει τις δυνατότητές της να εκβιάζει με επιθετικές κινήσεις την πορεία των διαπραγματεύσεων εφόσον ξεκινήσουν. Επιπλέον όμως νομίζω ότι όντως πρόκειται για «παράθυρο», με την έννοια ότι πιθανότατα το τωρινό σκηνικό θα αλλάξει τα προσεχή λίγα χρόνια. Η «Δύση», δηλαδή οι ΗΠΑ σε καλύτερη συνεργασία με την Ευρώπη, θα επιστρέψει ενεργότερα στη Μέση Ανατολή στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με την Κίνα. Η Τουρκία, με ή χωρίς Ερντογάν, θα σπεύσει και θα ξαναγίνει απαραίτητος συνομιλητής ξανακερδίζοντας την «κατανόηση» της Δύσης, ενώ οι γειτονικές χώρες θα επιδιώξουν και αυτές να ξεπεράσουν τη φάση της οξύτητας. Σε αυτή την πιθανή εξέλιξη, η Ελλάδα θα δει να μετριάζονται τα πλεονεκτήματα που σήμερα τής δίνει στην περιοχή ο «συνοριακός» και ευρωπαϊκός της χαρακτήρας.
Η επιλογή του διαλόγου και της ενδεχόμενης προσφυγής στη Χάγη είναι η επωφελέστερη εθνική στρατηγική στο γεωπολιτικό πλαίσιο της περιοχής. Οι ειδικοί έχουν αναλύσει λεπτομερώς τα προβλήματα, τις τεχνικές, και τις επιλογές που έχουμε εντός αυτής της διαδικασίας. Ούτε συρόμεθα, ούτε υποχρεωνόμαστε, ούτε υποκύπτουμε. Αυτό είναι το δικό μας γήπεδο. Σε αυτό δομούμε τις συμμαχίες, σε αυτό χτίζουμε τη διεθνή εικόνα μας, σε συνάρτηση με αυτό βλέπουμε το κυπριακό, σε αυτό περιμένουμε την Τουρκία, αν και όποτε αποφασίσει – αφού άλλωστε δείξαμε έμπρακτα ότι οι στρατιωτικοί εκβιασμοί δεν αποδίδουν. Αυτό το γήπεδο πρέπει να επιλέξουν αποφασιστικά κυβέρνηση και κοινωνία, σεβόμενες τις εύλογες ανησυχίες ενός μέρους της κοινής γνώμης, αλλά όχι τις κραυγές του παραδοσιακού εθνικισμού και τις όψιμες εθνικιστικές κωλοτούμπες του συνεχιζόμενου λαϊκισμού.
Πηγή: www.tanea.gr