Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις και ο γράφων δεν έχει κανένα λόγο να μη τις πιστεύει στη δημοσκόπηση της Metron Analysis το 50% θεωρεί ότι υπάρχουν περιθώρια για μια συμβιβαστική λύση στο Μακεδονικό αποδεκτή και από τις δυο πλευρές. Στην ίδια όμως δημοσκόπηση, σε ποσοστά που κυμαίνονται από το 77% ως το 82% απορρίπτονται οι διάφορες πιθανές σύνθετες ονομασίες. Υποστηρίζουμε δηλαδή τον συμβιβασμό των άλλων. Όχι όμως και τον δικό μας. Δεν φταίνε όμως μόνο οι ερωτώμενοι, γι’ αυτήν την αντιφατικότητα. Φταίει η ίδια η λογική των δημοψηφισματικών πρακτικών.
Επικρατεί μια άποψη που είναι 100% λανθασμένη, ότι δημοψηφίσματα γίνονται στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Λάθος. Συνήθως δεν γίνονται στον ολοκληρωτισμό, αλλά οδηγούν σ’ αυτόν. Ο Μουσολίνι που τόσο τα επικαλείτο πριν καταλάβει όλη την εξουσία και όχι μόνο την κυβέρνηση, δεν προχώρησε ούτε σ’ ένα δημοψήφισμα. Ο Χίτλερ έκανε δυο. Ένα το 1934 για να νομιμοποιήσει την εκ μέρους του ανάληψη όλων των εξουσιών, τη συγχώνευση δηλαδή της θέσης του Καγκελάριου με αυτήν του Προέδρου και το 1938 για να νομιμοποιήσει την ενσωμάτωση της Αυστρίας στη Γερμανία. Φυσικά και τα δυο έγιναν κατόπιν εορτής, για να επικυρωθούν και τυπικά ενέργειες που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί. Και χωρίς φυσικά να υπάρχει δυνατότητα κάποιος να υποστηρίξει κάτι άλλο από αυτό που ο Φύρερ ήθελε. Ο Στάλιν φυσικά και δεν έκανε κανένα δημοψήφισμα.
Αντιθέτως στις λαϊκιστικές λατινοαμερικανικές «δημοκρατίες» γίνονται πολλά δημοψηφίσματα. Εκεί όμως που πραγματικά γίνονται δημοψηφίσματα είναι στις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες. Και δεν εννοώ την ιδιόμορφη περίπτωση της Ελβετίας. Οι Δανοί απέρριψαν το 1992 τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Οι Ιρλανδοί το 2001 απέρριψαν τη Συνθήκη της Νίκαιας που προέβλεπε τη διεύρυνση της ΕΕ στις πρώην χώρες του σοβιετικού συνασπισμού. Μόλις, όμως, η χώρα διασφάλισε δικαίωμα εξαίρεσης από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ε.Ε., η Συνθήκη της Νίκαιας υπερψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2002. Το 2003 οι Σουηδοί απέρριψαν την ένταξη στο ευρώ. Το 2005 απορρίφτηκε μετά από δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία το ευρωσύνταγμα, το οποίο προλάβαινε πολλές από τις αρρυθμίες που εμφανίστηκαν μετά το 2008 στην ΕΕ. Το 2008 οι Ιρλανδοί απέρριψαν τη Συνθήκη της Λισσαβόνας που προέβλεπε τη λήψη πολλών αποφάσεων με απλή πλειοψηφία. Στο όνομα της καταπολέμησης της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων μερικοί προτιμούν την Ευρώπη χωρίς ταχύτητα. Το 2016 οι Ολλανδοί απέρριψαν τη συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας της Ε.Ε. με την Ουκρανία. Και φυσικά οι Βρετανοί έβγαλαν μόνοι τη χώρα τους από την ΕΕ. Φυσικά δεν ξεχνώ και το δικό μας Όχι.
Τι δηλώνει επομένως ο μύθος; Ότι το δημοψήφισμα είναι ο καλύτερος τρόπος, μέσω των απλουστευτικών ερωτημάτων που τίθενται, για την επικράτηση είτε κάποιων λαϊκίστικων δυνάμεων είτε κάποιων ελίτ που θέλουν να νομιμοποιήσουν δικά τους συμφέροντα με την επίκληση της «λαϊκής βούλησης» (βλέπε και δημοψήφισμα στην Καταλονία). Σε κάθε περίπτωση τα δημοψηφίσματα δεν αποτελούν όπλα στη φαρέτρα του ολοκληρωτισμού, αλλά η χρησιμοποίηση τους είτε σε σύνθετα ζητήματα είτε σε ζητήματα που αφορούν ατομικά δικαιώματα, αποτελεί τον ασφαλέστερο δρόμο για την αμφισβήτηση της αστικής φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της μόνης μέχρι σήμερα υπαρκτής δημοκρατίας.
Αυτό ισχύει και για τα εσωκομματικά δημοψηφίσματα. Ο λαϊκισμός είναι ένα επικίνδυνος ξενιστής που κολλάει παντού. Απροστάτευτα κατά αυτού του ξενιστή είναι και τα κόμματα Εξηγώ. Μια τέτοια είναι η πρόταση για δημοψήφισμα εντός του Κινήματος Αλλαγής από τα μέλη του για το σε ποιες μετεκλογικές συνεργασίες θα προχωρήσει ο χώρος. Ακούγεται όμορφο. Αλλά τα όμορφα λόγια πολύ πιο όμορφα καίγονται.
Όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τις μετεκλογικές συνεργασίες επικαλούνται το παράδειγμα του SPD. Παραλείπουν όμως τα δεδομένα. Πέραν του γεγονότος ότι το SPD είναι ένα κόμμα με σταθερές δομές, με οργανώσεις που λειτουργούν δημοκρατικότατα, το κύριο είναι ότι εκεί ο χρόνος για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι πολύ μακρύς. Στο SPD – παρά τις διαφωνίες για την σκοπιμότητα- τα μέλη του ακολουθούν μια μακρά εκλογική διαδρομή με συσκέψεις ημερίδες και συζητήσεις. Γίνεται πρώτα Συνέδριο 600 εκλεγμένων αντιπροσώπων και όχι 5000 διορισμένων και εκεί λαμβάνεται μια απόφαση. Μετά καλούνται τα μέλη, σε όχι μικρότερο διάστημα από ένα μήνα, να εγκρίνουν ή να απορρίψουν αυτήν την απόφαση.
Εξάλλου σήμερα ακόμη και στο SPD υπάρχουν ισχυρές φωνές που ζητούν την κατάργηση αυτής της «δημοψηφιστικής» πρακτικής, η οποία συγκρούεται με το DNA της σοσιαλδημοκρατίας που είναι η υπεράσπιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το ίδιο ισχύει και για την περίφημη εκλογή αρχηγού από τη «βάση». Αυτό όμως είναι άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα που ξεπερνά τα όρια του άρθρου.
Στην Ελλάδα οι τρεις διερευνητικές εντολές του Προέδρου πρέπει σύμφωνα με τη συνταγματική προθεσμία να καταλήξουν σε αποτέλεσμα εντός εννέα ημερών. Ακόμη και αν κληθούν τα μέλη του Κινήματος Αλλαγής να ψηφίσουν ηλεκτρονικά, αυτό θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε εννέα το πολύ μέρες. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς καθόλου χρόνο για συζήτηση θα πρέπει να αποφασιστεί ένα θέμα που άπτεται της διακυβέρνησης της χώρας.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης τον Ιούνιο του 2015 έπεισε τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες συναδέλφους του να μη στηρίξουν – έτοιμοι ήσαν οι αθεόφοβοι- το Όχι του κ. Τσίπρα, με το επιχείρημα ότι δημοψήφισμα σε πέντε μέρες είναι προσβολή στη Δημοκρατία. Υποθέτω το επιχείρημα ισχύει και για την Ελλάδα. Εδώ στο Κίνημα Αλλαγής θα αποφασίσουν σε εννιά μέρες;
Όλα αυτά οδηγούν τη χώρα στην απλή αναλογική. Υπενθυμίζω ότι αυτή δεν ήταν μόνο το σύστημα της Βαϊμάρης αλλά και το σύστημα που ποτέ δεν επέτρεψε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα να κυβερνήσει ή να συγκυβερνήσει. Αν στην Ιταλία τη δεκαετία του 70 δεν υπήρχε απλή αναλογική, ίσως να μιλούσαμε για άλλη Ευρώπη μετά το 1989. Όταν εντέλει τα «δημοψηφίσματα» υποκαθιστούν την αντιπροσώπευση, δεν έρχεται η «συμμετοχική δημοκρατία» αλλά ο βοναπαρτισμός.
Τελικά θα έλεγα, παραφράζοντας τον Δάντη, ότι τα δημοψηφίσματα «αφήνουν έξω κάθε ελπίδα» για αστική δημοκρατία.