Ο δημόσιος διάλογος, που αναπτύσσεται με αφετηρία το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη και η πολιτική διαχείριση του αναδεικνύουν την πολύ στενή σχέση της πολιτικής με την ηθικολογία και την αξιοποίηση της ως βασικού εργαλείου στον επικοινωνιακό τομέα.
Ανάλογα χαρακτηριστικά είχε και ο δημόσιος διάλογος σε σχέση με την τραγωδία της πυρκαγιάς στο Μάτι στην Αττική το 2018. Το αποτέλεσμα βέβαια αυτής της οπτικής είναι η μη άρση των γενεσιουργών αιτίων αυτών των τραγικών γεγονότων με πολλούς νεκρούς και τραυματίες.
Στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη οι νεκροί έφτασαν τους 57 και οι τραυματίες τους 73. Θύματα είναι όμως και οι υπόλοιποι 350 επιβάτες, διότι βίωσαν ψυχικό τραυματισμό με τις εικόνες, που θα παραμείνουν βαθιά στην ψυχή τους. Πολλοί θα αναπτύξουν διαταραχή μετατραυματικού στρες (επαναβίωση των τραυματικών εμπειριών, αποφυγή, υπερδιέγερση και αρνητική σκέψη και διάθεση).
Και ενώ αυτό έχει συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία και παράλληλα συρρικνώνεται η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στην ασφαλή κινητικότητα των πολιτών με μέσα μαζικής μεταφοράς, ο δημόσιος διάλογος και η πολιτική αντιπαράθεση οριοθετούνται από αρκετές οπτικές προσέγγισης.
Μεταξύ των θεμάτων της κριτικής της αντιπολίτευσης είναι ο «φωτογραφικός» τρόπος επιλογής του σταθμάρχη Λάρισας παρά την παραβίαση των ορίων ηλικίας. Επίσης η υπόθεση, ότι, αν οι ζημιές στα καλώδια και στον εξοπλισμό της τηλεδιοίκησης είχαν αποκατασταθεί μετά την πυρκαγιά τον Ιούλιο του 2019 στην περιοχή της Ζάχαρης Λάρισας, μάλλον θα είχε αποφευχθεί το τραγικό δυστύχημα.
Κυρίαρχο στοιχείο στην κριτική είναι η χρέωση του δυστυχήματος στην κυβέρνηση. Από την κυβερνητική πλευρά επιχειρείται ο επιμερισμός των ευθυνών διαχρονικά και στις κυβερνήσεις του παρελθόντος για τον μη εκσυγχρονισμό των ελληνικών σιδηροδρόμων με σύγχρονα μέσα τηλεδιοίκησης. Βέβαια η σημερινή κυβέρνηση δεν λειτούργησε με την ίδια οπτική, όταν ήταν στην αντιπολίτευση στην περίπτωση της πυρκαγιάς στο Μάτι, αλλά με ηθικολογική λογική χρέωνε στην τότε κυβέρνηση και σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή.
Όμως πολύ διαφωτιστικός είναι ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (European Union Agency for Railways, ERA) Josef Doppelbauer, ο οποίος τόνισε, ότι έχουν γίνει διαδοχικές εκθέσεις, που αναδεικνύουν τις αδυναμίες του ελληνικού σιδηροδρόμου σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Τουλάχιστον από το 2014 έχουν επισημανθεί τα κενά ασφαλείας.
Καθοριστική εκκρεμότητα στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο είναι η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαχείρισης Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας (ERTMS).
Επίσης σε σχέση με το σύνολο θανάτων ανά εκατομμύριο σιδηροδρομικών χιλιομέτρων από το 2018 έως το 2020 η Ελλάδα είχε την χειρότερη επίδοση σε δείγμα 29 χωρών της Ευρώπης. Ακόμη η Ελλάδα έχει την 2η χειρότερη επίδοση σε ατυχήματα, που έχουν συμβεί σε σιδηροδρομικές διαβάσεις (Kathimerini online, 7.3.2023).
Με αυτά τα δεδομένα γίνεται πολύ εμφανές, ότι το πολιτικό σύστημα τόσο στην περίπτωση των Τεμπών όσο και στην τραγωδία στο Μάτι έχει διαχρονικές ευθύνες. Σε σχέση με το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη είναι αποκαλυπτική η παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων. Στο Μάτι δεν ελήφθησαν υπόψη στην κριτική από την τότε αντιπολίτευση και σημερινή κυβέρνηση οι διαχρονικές ευθύνες λόγω της μη προληπτικής οπτικής του πολιτικού συστήματος (αντιπυρικές ζώνες ασφαλείας κ.λ.π.) και του βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού σε συνδυασμό και με την διαφθορά (π.χ. παράνομη οικοδόμηση εκτός σχεδίου, ανυπαρξία πολεοδομικού σχεδιασμού με μακροπρόθεσμη οπτική).
Με την ηθικολογικής κατεύθυνσης (δηλαδή υποκριτική με συναισθηματισμό οπτική και μη ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης) επικοινωνιακή διαχείριση της πραγματικότητας όμως δεν αναιρούνται οι ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος ούτε και οι συνθήκες ανισορροπιών, που παράγονται από τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης τους.
Ακόμη περισσότερο οξύνεται το κοινωνικό κλίμα, όταν στο πλαίσιο του δημόσιου διάλογου χρησιμοποιούνται ακραίες και με έντονο συναισθηματισμό εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, όπως «εγκληματίες» και άλλες λεκτικές υπερβολές. Αυτή η όξυνση δεν συμπορεύεται με συνθήκες δημοκρατικής λειτουργίας, η οποία στηρίζεται στον ορθολογισμό και στην κριτική σκέψη.
Εξάλλου με αυτό τον τρόπο δεν αναιρούνται τα γενεσιουργά αίτια διαμόρφωσης συνθηκών διακινδύνευσης στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών, όπως είναι και η κινητικότητα ιδιαιτέρως στην σύγχρονη εποχή. Είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για την αποστασιοποίηση της πολιτικής και της κοινωνικής λειτουργίας από την ηθικολογία και την συναισθηματική διαχείριση της πραγματικότητας. Για να γίνει αυτό εφικτό, πρέπει να πραγματοποιηθούν βαθιές και ουσιαστικές αλλαγές.
Η ταχύτητα λήψης αποφάσεων και διαχείρισης της εξέλιξης στην δυναμική προβολή της στο μέλλον από το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι πολύ αργή και πρέπει να αλλάξει άμεσα, διότι οδηγεί σε μεγάλες ανισορροπίες και προβλήματα με υψηλό κοινωνικό κόστος.
Πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο εκσυγχρονισμός των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, όπως είναι η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαχείρισης Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας (ERTMS) και η προληπτική πολιτική οπτική για την αποφυγή πυρκαγιών, όπως είναι οι αντιπυρικές ζώνες ασφαλείας στα δάση και η οικοδόμηση στο πλαίσιο μακρόπνοου πολεοδομικού σχεδιασμού.
Επίσης δεν ωφελεί να καταγγέλλονται μεμονωμένα περιπτώσεις αξιοποίησης του «μέσου» ως εργαλείου κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης, όπως έγινε για εργαζόμενο στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας. Πρέπει να αντιμετωπισθεί συνολικά η διαφθορά, διότι λειτουργεί αρνητικά σε σχέση με την διαχείριση της πραγματικότητας τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο (π.χ. το «μέσον» ως εργαλείο κοινωνικής και επαγγελματικής ανόδου κ.λ.π.).
Δυστυχώς μέχρι τώρα η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται ως δομικό στοιχείο της κοινωνικής λειτουργίας, ώστε να αναιρεθούν οι αρνητικές επιπτώσεις με ανάλογα δομικών διαστάσεων μέτρα. Απλά γίνεται περιστασιακή διαχείριση χωρίς συνολικότερες διαστάσεις, σαν να είναι μια μεμονωμένη περίπτωση μη «ηθικής» στάσης. Όμως η διαφθορά σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες και η αντιμετώπιση της προϋποθέτει την αλλαγή τους, για την οποία το πολιτικό σύστημα είναι υπεύθυνο.
Εάν συνεχισθεί η πολιτική ηθικολογία για την επικοινωνιακή διαχείριση πριν και μετά από αρνητικά γεγονότα, όπως είναι το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη και η πυρκαγιά στο Μάτι, οι κοινωνικές συνθήκες θα οξύνονται, διότι στο κοινωνικό πεδίο οι ανισορροπίες βιώνονται με σκληρότητα και ωμό ρεαλισμό αλλά και έντονο συναισθηματικό φορτίο.
Η ηθικολογία ως επικοινωνιακό εργαλείο με υποκριτική οπτική υπηρετεί την νομιμοποίηση επιλογών και δράσεων στην πολιτική λειτουργία χωρίς την ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης, ενώ παράλληλα «διαστρεβλώνει» τις κοινωνικές σχέσεις και απομακρύνει τους πολίτες από τον δημοκρατικό διάλογο, ως μέσου για την διαμόρφωση γνώμης και στάσης.
Αυτό σημαίνει, ότι ο πολίτης αποστασιοποιείται από την λειτουργία του ως ατομικού υποκειμένου και η κοινωνία από την ενεργοποίηση της ως συλλογικού υποκειμένου με ανάλογη ανάληψη ευθυνών στο πλαίσιο της δημοκρατίας.