Απρόσμενα κι αναπάντεχα, η Ένωση Τραγουδιστών Ελλάδος (ΕΤΕ) βάλλει εναντίον του Δεύτερου Προγράμματος της Ραδιοφωνίας (ΕΡΑ2)· δηλαδή, εναντίον τού σταθμού που στήριξε και φιλοξένησε όλες τις εκφράσεις-τάσεις-είδη-ρεύματα-εποχές-στιλ του ελληνικού τραγουδιού, ακόμα και όταν είχε το μονοπώλιο των ραδιοκυμάτων στη χώρα μας, ιδιαίτερα από τη μεταπολίτευση τού 1974…
Όλες τις εκφράσεις έγραψα; Όχι βέβαια· όπως είναι γνωστό, η κρατική ραδιοφωνία υπήρξε κατά καιρούς «πιόνι» αντιδραστικότατων και άκρως συντηρητικών, θρησκόληπτων, μιλιταριστικών, αστυνομικών, κομμουνιστοφάγων και ακροδεξιών κυβερνήσεων από τις 11 Μαΐου τού 1952 όταν και πρωτοδημιουργήθηκε.
Σήμερα, με την εντυπωσιακή ψηφιακή εξέλιξη και κυρίως, με την εξυπηρέτηση συμφερόντων, οι ραδιοσυχνότητες υπάρχουν εν αφθονία. Με αυτόν τον εκσυγχρονισμό, παρατηρούμε πως λίγες συχνότητες ενδιαφέρονται και σέβονται το ποιοτικό τραγούδι· συνήθως ανακατεύουν τα ξερά με τα χλωρά, πολλές φορές ξαφνιάζοντάς μας με την προχειρότητα, την αφέλεια και τις πολυπληθείς λαϊκίστικες εκδοχές στιχουργίας-σύνθεσης-ερμηνείας. Το κλίμα μιας νυχτερινής ελληνικής «πίστας» έχει μεταφερθεί για τα καλά στη δισκογραφία και βεβαίως αναπόφευκτα, στα ραδιόφωνα. Αυτό είναι γνωστό χρόνια τώρα, κι έτσι, εκ των πραγμάτων θα καταγράψω την άποψή μου περί των βιαστικών καταγγελιών τού συνδικαλιστικού οργάνου του κλάδου των τραγουδιστών…
Στις 14/2/22 λοιπόν δημοσιοποιήθηκε καταγγελία τής ΕΤΕ, η οποία θεωρεί πως το 40% των μεταδόσεων του Δεύτερου ευνοούν μια συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρία. Αφήνει να εννοηθεί πως κάποιοι παραγωγοί χρηματίζονται, πως «η άδικη και μεροληπτική μεταχείριση του Ελληνικού ρεπερτορίου που έχει σαν αποτέλεσμα την υπερ-μεταδόση τραγουδιών συμφερόντων ενός μικρού αριθμού δισκογραφικών εταιριών αλλά και καλλιτεχνών που εκπροσωπούν δισκογραφικά, εις βάρος της πλειοψηφίας των περισσοτέρων συναδέλφων μας οι οποίοι αναμεταδίδονται από την κρατική συχνότητα πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου.»
Στις 16/2 για την ΕΡΑ2 απαντά ο διευθυντής των Ραδιοφωνικών Σταθμών της Γενικής Διεύθυνσης Προγράμματος της ΕΡΤ, Φώτης Απέργης, ο οποίος απορρίπτει τα στοιχεία που εκθέτει η ΕΤΕ ως α ν α λ η θ ή! Καταγράφω αυτή τη δήλωση:
«Η εν λόγω καταγγελία στερείται όμως και ουσίας, διότι τα στατιστικά στοιχεία που επικαλείται το Δ.Σ. της ΕΤΕ είναι παντελώς ανακριβή.»
Θα είχε ενδιαφέρον να ενημερωθείτε για το θέμα από τις ιστοσελίδες της ΕΤΕ και της ΕΡΤ στο διαδίκτυο:
Επειδή γνωρίζω την αντίληψη της ΕΡΑ2, γύρω από τις μεταδόσεις ελληνικού ρεπερτορίου, (στη δεκαετία του 1980, επί Γενικής Διεύθυνσης Ιάκωβου Καμπανέλλη, με την αείμνηστη Σοφία Μιχαλίτση, ήμουν προϊστάμενος των μουσικών εκπομπών) θα ήθελα να τονίσω πως ο γενικός σχεδιασμός, το πλαίσιο και ο χαρακτήρας των εκπομπών χαράζονται από τη διεύθυνση, αλλά οι επιλογές, οι μεταδόσεις τραγουδιών, τα αφιερώματα και οι προσκεκλημένοι καλλιτέχνες, από τους παραγωγούς. Άνθρωποι οι οποίοι, στην πλειοψηφία τους, είναι έμπειροι και γνωρίζουν το πλαίσιο και τις λεπτομέρειες της ιστορίας τού ελληνικού ρεπερτορίου.
Είναι επιπόλαιη και… απρεπής μια τέτοια δημόσια καταγγελία της ΕΤΕ που αφορά στο Δεύτερο και στους ανθρώπους του, ρίχνοντας λάσπη στον ανεμιστήρα…
Αυτή η «τακτική» δημιουργεί όξυνση στις σχέσεις και προσβολή των εργαζομένων της ΕΡΑ2, δημιουργώντας αυτονόητες υποψίες παντός είδους για κάθε παραγωγό...
Η δήλωση της ΕΤΕ υποστηρίζει πως: «υπάρχουν τραγουδιστές και τραγουδίστριες διαφορετικών ταχυτήτων σε σχέση με τη συχνότητα των ερμηνειών τους οι οποίες μεταδόθηκαν». Αυτός ο υπαινιγμός του Κώστα Σκόνδρα, προέδρου της ΕΤΕ, περί τραγουδιστών «διαφορετικών ταχυτήτων», σκάβει παγίδες παρεξηγήσεων, ιδίως όταν καταγγέλλει «μεροληπτική μεταχείριση του Ελληνικού ρεπερτορίου»
Είναι αυτονόητο· η παλιά θεωρία πως όλοι είναι… ίσοι, ανατρέπεται και εδώ στην πράξη! Οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις δεν μπορούν να έχουν μέτρο ισοτιμίας όλων των τραγουδιστών και των τραγουδιών. Ας ληφθεί σοβαρά υπ’όψη πως υπάρχει ο παράγοντας των συγκυριών ενός τραγουδιού που ξεχωρίζει από άλλα. Μία επιτυχής ερμηνεία που έχει εντυπωσιάσει μέσα από ένα σήριαλ, μια ταινία, ένα Φεστιβάλ, κάποιο ιδιαίτερο γεγονός, ένας ερμηνευτής που για κάποιους λόγους οι προβολείς έχουν πέσει επάνω του, η αισθητική των εποχών, αυτά και άλλα πολλά, επηρεάζουν τις μεταδόσεις. Κάθε φορά η μια ευκαιρία, ανοίγει την πόρτα σε άλλη. Μη ξεχνάμε, η ροή των τραγουδιών είναι σαν το ποτάμι, ασταμάτητη. Ένας θάνατος, μια απώλεια (βλέπε Θεοδωράκη, πρόσφατα του Αντύπα), μια επέτειος θανάτου ή γέννησης, εορτασμοί εποχών (200 χρόνια από το 1821), πολλές εορτές, έκτακτα γεγονότα, πλήθος από στιγμές που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ραδιοφωνική καθημερινότητα.
Οι ραδιοφωνικές εκπομπές δεν είναι μια απλή μηχανική κίνηση που πατάς ένα κουμπί και παίζει… Υπάρχει η ανάγκη προεργασίας, γνώσης, ενημέρωσης, αισθητικές επιλογές, οργανόγραμμα και αυξημένο ένστικτο, να διαθέτεις καλλιτεχνική όσφρηση και να αφουγκράζεσαι την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κλίμα… Ορθώς ο διευθυντής τού προγράμματος στην απάντησή του αναφέρεται στον «δημόσιο χαρακτήρα του ραδιοφώνου», αλλά και τη «διακριτή φυσιογνωμία του». Αυτή η φυσιογνωμία τού Δεύτερου διαρκεί πολλές δεκαετίες τώρα, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ παλαιού και νέου ρεπερτορίου. Αυτή η κομβική ισορροπία σε μια εποχή που υπάρχει τεράστια ποσότητα μουσικών έργων, σε μια σχεδόν ανύπαρκτη εμπορικά αγορά, παραχωρεί την πρωτοβουλία στους διαδικτυακούς τόπους…
Σ’ αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμη η δήλωση του γνωστού και έγκυρου αρχειοθέτη και δισκοσυλλέκτη Πέτρου Δραγουμάνου στα ΝΕΑ τής 9/11/2021 στον Δημήτρη Μανιάτη, που δηλώνει:
«Μέχρι σήμερα το αρχείο της ελληνικής δισκογραφίας περιέχει 49.235 ελληνικούς δίσκους που αφορούν 21.971 Έλληνες καλλιτέχνες (συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές, συγκροτήματα). Στο αρχείο υπάρχουν περισσότερα από 140.000 ελληνικά τραγούδια.»
Ποιος ξέρει, ένα χρόνο μετά, πόσες χιλιάδες δίσκοι θα έχουν προστεθεί σε αυτή την υπερπαραγωγή; Πώς είναι δυνατό να ανταπεξέλθει ένας ραδιοσταθμός σε αυτή την ξέφρενη αφθονία δίσκων; Πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί η… απαίτηση του συνδικαλιστικού οργάνου τής ΕΤΕ για αμεροληψία;
Όλοι γνωρίζουμε πως υπάρχουν ραδιοπαραγωγοί που παίζουν σκοτεινά παιχνίδια με τις δοτές λίστες, μεροληπτικές μεταδόσεις, υπόγειες διασυνδέσεις με εταιρίες, καλλιτεχνικά γραφεία, πολιτιστικούς Οργανισμούς, Φεστιβάλ, παραγωγούς και μάνατζερ. Οι υποψίες όμως δεν μπορούν να εκτοξεύονται έτσι εύκολα και προς τον πιο δομημένο σταθμό τής χώρας.
Ας μη γελιόμαστε·κανένα ραδιόφωνο, κανένας φορέας μεταδόσεων δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα. Εξάλλου, από τις τόσες χιλιάδες παραγόμενων τραγουδιών, υπολογίζω πως τουλάχιστον τα ¾ της ποσότητας θα καταλήξουν στις χωματερές, εκεί όπου είναι ο φυσικός τους τόπος…
Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για αναλύσεις, ως προς την εξέλιξη τής τραγουδιστικής μας διαδρομής· ωστόσο, νομίζω πως καταλαβαινόμαστε για το θέμα των ραδιοφωνικών μετρήσεων ενός κρατικού ραδιοφώνου το οποίο λειτουργεί συνεχώς. Και, μεταξύ μας, το βρίσκω σωστό να γίνονται ε π ι λ ε κ τ ι κ έ ς μεταδόσεις, αρκεί αυτές να α ξ ι ο λ ο γ ο ύ ν τ α ι με κριτήρια την αισθητική που προάγει το ελληνικό τραγούδι ως κομμάτι κληρονομιάς και εξέλιξης πνευματικής απόλαυσης, απομακρυσμένης από τον πάντα φθοροποιό λαϊκισμό, από τον οποίο κινδυνεύουμε καθημερινά να μετατραπούμε σε… θύματα.
Τέλος, αγαπητοί μου υπογράφοντες την καταγγελία τής ΕΤΕ, καλό είναι να γνωρίζουμε πως ακόμα δεν υπάρχει… δ ι σ κ ό μ ε τ ρ ο αμερόληπτων μεταδόσεων! Κι αυτό το λέει κάποιος που δεν μπορεί να «κατηγορηθεί» για ευνοϊκή μετάδοση των τραγουδιών του…