ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ του 1990, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας φάνταζε τραγική, με τα ελλείμματα τόσο του εξωτερικού ισοζυγίου όσο και του δημοσίου να φθάνουν σε δυσθεώρητα ύψη και τους κινδύνους για μια κατάρρευση της οικονομίας να πολλαπλασιάζονται. Συνείδηση του προβλήματος υπήρχε και η άνοδος της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην εξουσία σηματοδότησε τη στροφή των οικονομικών πολιτικών προς ένα διαφορετικό υπόδειγμα.
Σύντομα έγινε φανερό πως, μεταξύ όλων σχεδόν των πολιτικών κομμάτων και του μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού σώματος, είχε διαμορφωθεί μια συναίνεση ως προς την εγκατάλειψη της αδιέξοδης αναδιανεμητικής λογικής που επικρατούσε μέχρι τότε και την υιοθέτηση μιας σταθεροποιητικής πολιτικής, με ταυτόχρονη μείωση του κρατικού μεγέθους και της παρουσίας του δημοσίου στην οικονομική δραστηριότητα.
Η διάσκεψη του Μάαστριχτ το 1991 διαμόρφωσε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πολιτικές του ελληνικού κράτους μπορούσαν να αποκτήσουν και νόημα αλλά και ουσία. Αυτό συνέβη με την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από το ελληνικό κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 1992, που άνοιγε τον δρόμο για τη συμμετοχή της χώρας προς την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Έχει ορθά υποστηριχθεί ότι το Μάαστριχτ δεν ήταν τελικά παρά το πολιτικό στρατήγημα που έπεισε τη χώρα να αποδεχθεί μιαν αλλαγή οικονομικής στρατηγικής που όσοι δεν εθελοτυφλούσαν ήξεραν ότι ήταν έτσι και αλλιώς επιβεβλημένη. Όταν το Πα.Σο.Κ. επέστρεψε στην εξουσία το 1993, πολλοί ήσαν εκείνοι που δεν είχαν πεισθεί για τις ειλικρινείς δεσμεύσεις του συγκεκριμένου κόμματος στην πολιτική που θα οδηγούσε την Ελλάδα στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση.
Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος πάντως είχε υιοθετήσει την Οικονομική και Νομισματική Ένωση ως στόχο της ελληνικής οικονομικής στρατηγικής, προσέθετε κάποιους βαθμούς ανασφάλειας ως προς τις δυνατότητες επιτυχίας του θεμελιώδους στόχου της χώρας. Η επίθεση εναντίον της δραχμής το 1994 ήταν ένα δείγμα αυτής της δυσπιστίας.
Και αν η αποδοχή του Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης 1994- 1999 από το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έβαζε την Ελλάδα και τυπικά στην τροχιά του ευρώ, χρειάστηκε η ανάδειξη του Κώστα Σημίτη στην Προεδρία της Ελληνικής Κυβέρνησης και του Πα.Σο.Κ. για να συμπληρωθούν οι απαραίτητες προδιαγραφές που απαιτούνταν για την επιτυχία ενός στρατηγικού στόχου που στις απαρχές της δεκαετίας του 1990 φάνταζε μάλλον απίθανος, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρισκόταν η ελληνική οικονομία.
Εχοντας εξαιρετικούς συνεργάτες δίπλα του, τον Λουκά Παπαδήμο στην Τράπεζα της Ελλάδος, τον Γιάννο Παπαντωνίου στο Υπουργείο Οικονομικών, ο οποίος είχε εξαιρετικό όνομα στις Βρυξέλλες, τον Βασίλη Ράπανο αλλά και τον Γιάννη Στουρνάρα με τη μεθοδικότητα και τη συνέπεια που τον χαρακτήριζε πέτυχε να αντιπαρέλθει όλες τις δυσκολίες του εγχειρήματος και να οδηγήσει τη χώρα στο ευρώ, δηλαδή σε ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον, που χαρακτηριζόταν από νομισματική σταθερότητα και ένα ισχυρό νόμισμα.
Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η επιτυχία της ένταξης στη ζώνη του ευρώ ήταν δεδομένη, κάτι σαν νομοτελειακό αποτέλεσμα μιας δυναμικής που προϋπήρχε. Αντιθέτως ήταν μια επιτυχία του Κώστα Σημίτη και των συνεργατών του.
Στην επιτυχία του στόχου συνέβαλαν πολλοί, αυτό είναι σίγουρο, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι, αν δεν υπήρχε ο Σημίτης με το «μπλοκάκι του», για το οποίο τόσες φορές τον μέμφθηκαν ή τον ειρωνεύθηκαν, είναι αμφίβολο πώς και κάτω από ποιες συνθήκες το ευρώ θα γινόταν το νόμισμα της χώρας. Και η πάγκοινη αναγνώρισή του, τώρα με τον θάνατό του, επί της ουσίας επιβεβαιώνει τη σημασία του έργου ενός πολιτικού που αναζητούσε την ουσία και το αποτέλεσμα και όχι τις εντυπώσεις. Πράγμα σπάνιο στην ελληνική πολιτική ζωή.
Από το σημείο αυτό και μετά η Ελλάδα, οι πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες της, όφειλαν να προσαρμοστούν στα δεδομένα, να εργαστούν για να αξιοποιήσουν το επίτευγμα των κυβερνήσεων Σημίτη. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, και δεν συνέβη επειδή πολλοί πίστεψαν ότι όλα τα προβλήματα είχαν λυθεί με την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ και από κει και πέρα μπορούσαμε να απολαύσουμε τους καρπούς χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Άλλοι πάλι αμφισβήτησαν την ωριμότητα της χώρας να συμμετάσχει στη νομισματική ένωση. Αλλά ίσως θα έπρεπε να θυμηθούμε την κατάσταση της Ελλάδας στα χρόνια 1990-1993 για να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία του επιτεύγματος, το οποίο δεν ήταν απομονωμένο, αλλά συμβάδιζε με σειρά άλλων προσπαθειών για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, που ήταν κάτι περισσότερο από απαραίτητες. Γιατί στην πραγματικότητα ο Σημίτης έκανε την Ελλάδα μια χώρα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Το αν τα κατάφερε ή όχι, αυτό είναι άλλο θέμα και θα χρειαστούμε μερικά χρόνια ακόμη για να βγάλουμε ένα συμπέρασμα. Ο Σημίτης πάντως έκανε το έργο του και με το παραπάνω.•
Φωτογραφία: Ιανουάριος 2002, με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο στον Λευκό Οίκο. Τα πρώτα ευρώ με την αθηναϊκή γλαύκα στα χέρια του Αμερικανού προέδρου.
Πηγή: www.kathimerini.gr