Στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, το ΠΑΣΟΚ, μέσω του ίδιου του του προέδρου, είχε θέσει έναν σαφή εκλογικό στόχο: την ανάδειξή του σε δεύτερη δύναμη και, ως εκ τούτου, σε άτυπη αξιωματική αντιπολίτευση. Ο στόχος, ως γνωστών, δεν επετεύχθη και οτιδήποτε άλλο, όπως για παράδειγμα η ποσοστιαία άνοδος – που δεν ακολουθείται και από αύξηση ψήφων – ή η πρώτη θέση σε νομούς της Κρήτης, δεν μπορούν να ισορροπήσουν τη συγκεκριμένη αποτυχία.
Αυτή η εκλογική επίδοση ήταν που έκανε μια σειρά από στελέχη του ΠΑΣΟΚ, από το βράδυ εκείνης της Κυριακής, σαν έτοιμα από καιρό σαν θαρραλέα, να ζητήσουν πρόωρες εσωκομματικές εκλογές. Αφού, παρά την κατάρρευση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, έλεγαν, το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε ούτε τώρα να πετύχει τον στόχο του, σημαίνει ότι φταίει ο πρόεδρος, άρα θα πρέπει να υπάρξει προσφυγή στη βάση και αυτή να αποφανθεί για το αν ανανεώνει την εμπιστοσύνη της, διαφορετικά να εκλεγεί κάποιος άλλος αρχηγός.
Είναι αλήθεια ότι ειδικά στην εποχή της κυριαρχίας των social media, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν είναι ο πολιτικός που “πουλάει”. Αλλά εξίσου αλήθεια είναι ότι στα τρία χρόνια της ηγεσίας του, το ΠΑΣΟΚ δούλεψε πάνω σε θέσεις και προτάσεις, τις οποίες έθεσε σε δημόσια διαβούλευση και μέσω αυτής προέκυψε το προεκλογικό του πρόγραμμα, στο όποιο καθοριστική συμβολή είχαν, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Χριστοδουλάκης και ο Ηλίας Κικίλιας.
Όπως επίσης είναι αλήθεια ότι μια σειρά από κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις, όχι μόνο του ίδιου του προέδρου αλλά και πολλών βουλευτών του κόμματος, δημιούργησαν πολιτικές εξελίξεις. Και παρόλα αυτά, ο στόχος της δεύτερης θέσης δεν επετεύχθη. Αλλά μήπως αυτό είναι ένα ακόμα επιχείρημα για όσους υποστηρίζουν ότι ενώ το μήνυμα – δηλαδή το πρόγραμμα – ήταν ξεκάθαρο το πρόβλημα είναι ο αγγελιοφόρος – δηλαδή ο επικεφαλής;
Υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που λένε ότι το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ δεν είναι η ποιότητα της ηγεσίας ή η έλλειψη προγράμματος, αλλά το γεγονός ότι το κόμμα επιμένει να είναι τόσο… ΠΑΣΟΚ. Ότι προσκολλημένο σε ένα brand name με ισχυρές ιστορικές αναφορές και με επίκληση του ένδοξου παρελθόντος ναι μεν συσπειρώνει γύρω του τις ηλικίες εκείνες που κάποτε είχαν ταυτιστεί μαζί του, αλλά δεν μπορεί να φέρει δίπλα του όσους οι μνήμες τους από την εποχή που το ΠΑΣΟΚ ήταν κόμμα εξουσίας είτε δεν υπάρχουν είτε δεν είναι θετικές. Και επειδή όσο περνούν τα χρόνια αυτή η δεξαμενή θα μεγαλώνει, χτυπάνε όλο και πιο δυνατά το καμπανάκι.
Η παραπάνω διάγνωση ίσως να είναι σωστή. Υπάρχει όμως... θεραπεία; Τίποτα περισσότερο από όσα εδώ και χρόνια έχει ακουστεί και γραφτεί πολλάκις: Το άνοιγμα του κόμματος, πολιτικά και οργανωτικά, σε ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις, που ξεκινούν από τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, οι οπαδοί του οποίου επιτέλους κατάλαβαν πόσο μη φιλελεύθερη είναι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, και φτάνουν έως τη μεταρρυθμιστική, δημοκρατική και πράσινη αριστερά, που εξακολουθεί να ασφυκτιά σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς ή να παραμένει ανέστια. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που ξεκίνησε το 2017 με τη λεγόμενη δημιουργία του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς που οδήγησε στο ΚΙΝΑΛ, το οποίο όμως “κατάπιε”, σχεδόν από την αρχή, το... “ένδοξο παρελθόν”.
Με λίγα λόγια, είτε είναι θέμα προσώπου και όχι πολιτικής είτε θέμα πολιτικής και όχι προσώπου είτε και τα δύο, η εσωκομματική διαδικασία του Οκτωβρίου, εκτός από πασαρέλα προσωπικοτήτων που τα χαρακτηρίζουν τα υπερτροφικά “εγώ” ή απλώς οι θεμιτές φιλοδοξίες, φαντάζει ως εξίσωση για την οποία όσοι θέλουν να πάρουν θέση, θα πρέπει να φανούν δυνατοί λύτες.