Ερρίκος ο Κόκκινος

Παύλος Τσίμας 02 Οκτ 2012

Ήταν 95 ετών, άρρωστος τον τελευταίο καιρό. Κι όμως, η είδηση του θανάτου του, χθες, έκανε πολλά μάτια στον κόσμο να βουρκώσουν. Και πολλούς, σε πολλούς μεσημβρινούς, να νιώσουν ένα αίσθημα πνευματικής ορφάνειας. Εδώ και πολλά χρόνια, μια κοινότητα ανθρώπων, αγνώστων μεταξύ τους, που κατοικούν σε πανεπιστήμια και συνδικάτα, σε κοινοβούλια, εφημερίδες ή κινήσεις πολιτών, χωρίς να το έχουν συννενοηθεί, χωρίς τίποτε να τους συνδέει, έκαναν το ίδιο: Πριν καταλήξουν σε μια οριστική κρίση για κάποιο μεγάλο διεθνές γεγονός, περίμεναν την γνώμη αυτού του κοσμοπολίτη γέρου, του μεγαλύτερου και πιο πολυδιαβασμένου Ιστορικού της εποχής μας, και ταυτόχρονα του τελευταίου σημαντικού μαρξιστή στοχαστή. Του Eric Hobsbawm.

Κάπου, φαντάζομαι, θα βρείτε μια νεκρολογία του, σήμερα. Εν περιλήψει: Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου την χρονιά της επανάστασης. Μεγάλωσε στην Βιέννη και το Βερολίνο του μεσοπολέμου, τότε που η αντίσταση στον φασισμό και η υπεράσπιση της ελευθερίας έσπρωχνε, υποχρεωτικά σχεδόν, κάθε ευαίσθητο και προοδευτικό άνθρωπο προς την πλευρά των κόκκινων. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1937 ως την ημέρα που το κόμμα αυτό έπαψε να υπάρχει στην Βρεταννία, το 1989. Έγινε ο ιστορικός που άλλαξε τον τρόπο που μελετάται και γράφεται η ιστορία στον ευρύτερο αγγλοσαξωνικό κόσμο. Ο μακρύς 19ος αιώνας και ο βραχύς 20ος θα είναι ακατανόητοι στον άνθρωπο του μέλλοντος που δεν θα έχει διαβάσει την τετραλογία του. Για καλή μας τύχη, όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά. Και ήταν, μέχρι το τέλος, η σημαντικότερη φωνή σε ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αριστερή βρεταννική διανόηση.

Είχα την τύχη να τον γνωρίσω, τρίτη μέρα Χριστουγέννων του 1990, στο σπίτι του στο Hampstead Heath, στο βόρειο Λονδίνο, εκεί όπου κάποτε έκαναν βόλτα ο Μάρξ και ο Ενγκελς. Του είχα ζητήσει μια συνέντευξη- χωρίς να είμαι καν σίγουρος ότι θα την δημοσιεύσω ή ότι θα συνεχίσω την δημοσιογραφία. Με κάλεσε σπίτι του. Μας χώριζαν κοντά τέσσερις δεκαετίες ζωής και γαλαξίες ολόκληροι σοφίας και γνώσης, αλλά ανακαλύψαμε δύο κοινά που μας συνέδεαν. Την αγάπη για την τζαζ (έγραφε κριτική τζαζ στο New Statesman, το αγαπημένο μου περιοδικό, με ψευδώνυμο). Και το γεγονός ότι και οι δύο είχαμε αποκτήσει πρόσφατα την ιδιότητα του πρώην μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος- εκείνος μετά από 52 χρόνια, εγώ μετά από 27. «Υπάρχει ένα κλαμπ στο οποίο αρνούμαι να γίνω μέλος, το κλαμπ των παλιών κομμουνιστών που έγιναν αντικομμουνιστές», μου είπε. «Σας συνιστώ να με μιμηθείτε». Προσπαθώ.

Προσπαθώ, επίσης, να εξηγήσω τι ήταν αυτό που έκανε τον Hobsbawm να ξεχωρίζει. Ήταν, φυσικά, το απίστευτο εύρος της γνώσης και η μοναδική ικανότητα σύνθεσης του απέραντου φάσματος των γεγονότων και των τάσεων μιας εποχής σε μια συναρπαστική αφήγηση που να τα νοηματοδοτεί. Ήταν η πρωτοτυπία της ιστορικής προσέγγισης και η δύναμη της γραφής. Ήταν η δύναμή του να αφηγείται ως τρίτος, ουδέτερος και ψυχρός παρατηρητής, τα πάθη και τα δράματα του 20ου αιώνα, στα οποία ο ίδιος παθιασμένα μετείχε. Ήταν η πειστική, τεκμηριωμένη, αν και ρομαντική, εναντίωσή του στην μόδα της αναβίωσης των εθνικισμών, ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση. Μα ήταν, προπάντων, νομίζω, ο δικός του, ιδιαίτερος τρόπος να ορίζει τι σημαίνει να είσαι «αριστερός» ή «μαρξιστής», όταν οι πολλοί νομίζουν ότι οι όροι δεν έχουν πια νόημα, και οι λίγοι πιστεύουν ακράδαντα πως το νόημα του όρων χάνεται κάπου ανάμεσα στον γενικό ριζοσπαστικό ακτιβισμό, τον φανατισμό της άγνοιας και τον ναρκισισμό της άρνησης.

Εκείνος παρέμεινε αμετανόητος (ασυγχώρητα, για τους επικριτές του) οπαδός της ουτοπίας των νεανικών του χρόνων, χωρίς ποτέ να χάσει την ικανότητα της ψυχρής, κριτικής, σαρκαστικής συχνά κριτικής ματιάς. Μέλος του Κόμματος, πιστό, χωρίς να χάσει ποτέ την πνευματική του ανεξαρτησία.

«Αμετανόητα σταλινικός» για τους αντιπάλους του, θεωρητικός του ευρωκομμουνισμού, θαυμαστής του Τολιάττι και του Μπερλιγκουέρ, ωστόσο. Αρνήθηκε μέχρι τέλους και με πάθος την θεωρία των «δύο άκρων» που εξομοίωνε τον φασισμό και τον κομμουνισμό στα μάτια των μυώπων και των προπαγανδιστών και στο κείμενο ενός ηλίθιου ψηφίσματος του ευρωκοινοβουλίου (η θεωρία, εσχάτως, έγινε ξανά της μόδας καθ’ ημάς). Αλλά ήταν ο πρώτος που επεσήμανε, στα μέσα της δεκαετίας του 80 ότι το παραδοσιακό εργατικό κίνημα δεν έχει πια την δύναμη να διεκδικεί την κοινωνική ηγεμονία με τον παραδοσιακό τρόπο και ότι οι Εργατικοί στην Βρετανία, για να κερδίσουν τις εκλογές και να ανακόψουν την θατσερική συμφορά, πρέπει να χτίσουν συμμαχίες με τα μεσαία στρώματα. Θεωρητικά υποστήριξε το «new labour», ενώ σιχαινόταν εξ αρχής και ως το τέλος, και μετά την εμπλποκή του στο έγκλημα του πολέμου στο Ιράκ ακόμη περισσότερο, τον Τόνι Μπλέρ. «Να εξεγείρεσαι απέναντι στην αδικία και τις ανισότητες, αλλά να μην συγχέεις την κοινωνική και πολιτική δράση με την ηθικολογία και να μην χάνεις την ικανότητα της ρεαλιστικής ανάλυσης της πραγματικότητας και των συσχετισμών. Να αναγνωρίζεις την δύναμη και την αναγκαιότητα της ουτοπίας αλλά να μην φεύγεις από το εδαφος της πραγματικής ζωής των πραγματικών ανθρώπων και της πραγματοποιήσιμης ελπίδας τους για μια καλύτερη ζωή»- περιέγραφε κάπου την πνευματική κληρονομιά του μη-κρατικοποιημένου μαρξισμού.

Τον είχα συναντήσει πρώτη φορά λίγο μετά το annus mirabilis 1989, λίγες μέρες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Πίστευε ότι, μολονότι η πλειοψηφία της ευρωπαϊκής αριστεράς είχε από καιρό κόψει τις γέφυρες με τον σοβιετικό σοσιαλισμό, η κατάρρευσή του θα πλήξει και την πιο αντισοβιετική εκδοχή της αριστεράς. Διαβάζω τις σημειώσεις μου: «Το παράδοξο είναι πως η Αριστερά η ίδια θα χάσει την πίστη της στο σοσιαλιστικό σχέδιο, ακριβώς την στιγμή που η πραγματικότητα, οι κοινωνικές ανισότητες που διευρύνονται και η επαπειλούμενη οικολογική καταστροφή κάνουν το σχέδιο αυτό πιο αναγκαίο και επίκαιρο». Του υπενθύμισα την φράση, σε μια συνομιλία μας, μετά την κρίση του 2008. «Βλέπετε;», είπε. «Φαίνεται πως δυστυχώς είχα δίκιο».

Εκείνες τις ημέρες, ήταν 2009, έγραφε σ’ ένα άρθρο στον Guardian: «Όσοι πιστεύουν σε έναν καθαρό, δίχως κρατική παρέμβαση καπιταλισμό της αγοράς, σε κάποιο είδος παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού αναρχισμού, καθώς και όσοι πιστεύουν σε έναν σχεδιασμένο σοσιαλισμό αμόλυντο από την επιδίωξη του ιδιωτικού κέρδους είναι εξ ίσου αδύναμοι σήμερα. Χρεοκοπημένοι. Το μέλλον, όπως και το παρόν και το παρελθόν, ανήκει στις μικτές οικονομίες, στις οποίες ιδιωτικό και δημόσιο συνταιριάζονται με τον έναν τρόπο ή τον άλλον. Αλλά με ποιον ακριβώς τρόπο; Αυτό είναι το ερώτημα σήμερα. Για όλους, μα προπάντων για τους ανθρώπους της αριστεράς».

Δεν έδωσε απάντηση στο ερώτημα. Ούτε κανείς άλλος, άλλωστε. Δεν επεδίωξε ποτέ να έχει οπαδούς ή μαθητές. Δεν διεκδίκησε ποτέ το αλάθητο. Να αμφιβάλεις και να αναθεωρείς- είναι μεγάλη αρετή για έναν ιστορικό, όχι για έναν πολιτικό ηγέτη ή έναν γκουρού. Αλλά αμφιβάλω αν υπάρχουν πολλοί που επηρέασαν, αυτές τις τελευταίες δεκαετίες της σύγχυσης, περισσότερους ανθρώπους και περισσότερο καθοριστικά απ ότι εκείνος. Ένας άνθρωπος ηθικά δεσμευμένος μέχρι τέλους, πνευματικά αδέσμευτος. Ο τελευταίος μεγάλος μαρξιστής στοχαστής (ο Τόνι Τζουντ ήταν, ίσως, ο προτελευταίος) που ο σύντομος, ματωμένος 20ος αιώνας άφησε κληρονομιά στον ανυδρο και αντιπνευματικό (ως τώρα) 21ο.-