Ερμόδωρος – Βενιζέλος και τελευταία ελπίδα

Κώστας Πετρουλάς 27 Δεκ 2014

Το φαινόμενο να απαξιώνεται ή και να διώκεται κάποιος που υπήρξε ήρωας ή κορυφαίος και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στη πατρίδα του, δεν είναι ελληνικό αλλά παγκόσμιο. Και φυσικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πάντα υπήρχε κι ένα κατηγορητήριο που κατέτασσε τους διώκτες του στην πλευρά του καλού και έδειχνε το θύμα ως κακό. Πάντα; Όχι πάντα. Υπάρχει μια εξαίρεση, κι αυτή είναι ελληνικής μοναδικής παραγωγής.

Τον 5ο π.Χ. αιώνα, στην Ιωνική Έφεσο, ζούσε ο σπουδαίος πολίτης Ερμόδωρος. Φιλόσοφος, νομομαθής, φίλος και μαθητής του σοφού Ηράκλειτου. Ουδείς αμφέβαλλε για τις εξαιρετικές του ικανότητες και ουδείς προέβαλλε ποτέ οποιαδήποτε αντίρρηση για την αξία του. Όμως, δια του οστρακισμού, του γνωστού θεσμού της Αθηναϊκής και Ιωνικής δημοκρατίας, ο Ερμόδωρος εξορίστηκε για δέκα χρόνια από την πατρίδα του. Το εξωφρενικό της ιστορίας δεν είναι φυσικά μια ακόμη άδικη εξορία, είναι το επιχείρημα των Εφέσιων προκειμένου να απαλλαγούν απ’ αυτόν. «Κανένας από μας να μην είναι πιο άξιος, κι αν υπάρχει τέτοιος, να φύγει και να ζήσει αλλού και με άλλους»

Απίστευτο κι όμως αληθινό. Ο Ερμόδωρος εξορίστηκε, έφτασε στη Ρώμη και ήταν αυτός που συνέταξε την Ρωμαϊκή Δωδεκάδελτο, την πρώτη συγκροτημένη νομοθεσία της Ρώμης.

Αλλά οι Εφέσιοι απαλλάχθηκαν από τον καλύτερό τους πολίτη και έγιναν όλοι … ίσιοι.

Το ιστορικό απόσπασμα το μεταφέραμε, για να δοκιμάσουμε τον συνειρμό με την περίπτωση του Β. Βενιζέλου. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αν εξαιρέσουμε εκείνους που θεωρούν ότι σφάλαμε που δεχτήκαμε μνημονιακή βοήθεια ενώπιον χρεοκοπίας και κακώς δεν αρχίσαμε στα χαστούκια τους Ευρωπαίους για να μας δώσουν κι άλλα λεφτά για μαζικούς διορισμούς, σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι αναγνωρίζουν την προσφορά και την αξία του ΒΒ. Ακόμη δε κι αν κάποιος έχει να επισημάνει κάποια λάθη, δεν μειώνεται η αξία ενός τιτάνιου έργου που έφερε εις πέρας. Περί της ικανότητας του, δύσκολα θα βρεις ένσταση ακόμη και στους ορκισμένους εχθρούς του.

Πως γίνεται λοιπόν ο ίδιος να βρίσκεται στις προτιμήσεις των συμπολιτών του, προτελευταίος, με τελευταίο το Μιχαλολιάκο, και το κόμμα του να τρέχει δημοσκοπικά στις πεντέξι μονάδες;

Πρόκειται άραγε για μιά ψυχοπαθολογική συμπεριφορά ανάλογη μ’ αυτή των Εφέσιων;

Κατά τη γνώμη μας, μιά πλευρά του φαινομένου, ξεφεύγει όντως από την επιστήμη της πολιτικής και έχει να κάνει με συναισθηματικές αποστάξεις που θα τις μελετήσει κάποτε άλλη επιστήμη. Διότι η πολιτική εξετάζει τα γεγονότα, το μέγεθος της χρησιμότητας των πολιτικών και των πράξεών τους και όχι την αύρα της προσωπικής συμπάθειας ή αντιπάθειας που εκπέμπει. Δεν είναι λίγοι λοιπόν αυτοί που τον αποδοκιμάζουν και τον απεχθάνονται, παρατηρώντας ως ελαττώματα το πάχος του και τα σατανικά του μάτια. Είναι ολοφάνερο ότι η εκρηκτική ευφυΐα του δημιουργεί αισθήματα κατωτερότητας, όπως εκείνη του Ερμόδωρου.

Αλλά αυτή η πλευρά, στη περίπτωση του ΒΒ δεν είναι η μόνη. Διότι υπάρχει και η ιστορία του πριν από τα τελευταία τέσσερα χρόνια που έρχεται να συνδυαστεί με το προσόν της ευφυΐας του, και να προβληματίσει.

Κι εδώ πρέπει να πάρουμε τα πράγματα κάπως από την αρχή. Τα ζητούμενα στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, από την σκοπιά των Ευρωπαϊστών «μνημονιακών» είναι δύο. Αφ’ ενός η σωτηρία της χώρας και αφ’ ετέρου η μεταρρύθμιση πάντων των θεσμών που παρήγαγαν την κρίση ώστε να μην επιστρέψουμε σε νέες κρίσεις. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΒΒ είναι οι μόνοι οι οποίοι συμμετείχαν αταλάντευτα και από την αρχή στο σχέδιο αποκατάστασης. Σε ότι αφορά τις μεταρρυθμίσεις ως προαπαιτούμενο της οικονομικής βοήθειας και σωτηρίας μας, αλλού πέτυχαν, αλλού πασάλειψαν κι αλλού απέτυχαν. Και ασφαλώς δεν έχει σημασία να κρίνουμε εδώ αν φταίνε για το κατώτερο των προσδοκιών αποτέλεσμα, οι αντιστάσεις των συντεχνιών ή οι μικρές δυνάμεις της συγκυβέρνησης. Σημασία έχει ότι αυτές οι όποιες μεταρρυθμίσεις επιβλήθηκαν από την τρόικα και η κυβέρνηση τις διεκπεραίωσε με το πιστόλι της χρεοκοπίας στο κεφάλι. Από μόνο του το γεγονός, δεν αποδεικνύει τις μεταρρυθμιστικές προθέσεις του ΠΑΣΟΚ και του ΒΒ αλλά μόνο την διαχειριστική του ικανότητα να εκτελέσει ένα συνολικό σχέδιο – μονόδρομο. Η ιστορία θα του πιστώσει μεν την συνεισφορά του στην σωτηρία, αλλά εκκρεμεί η συμβολή του στο μέλλον της μεταρρυθμιστικής πολιτικής που έχει ανάγκη η χώρα.

Εκ πρώτης, είναι λογικό να τον αποδοκιμάζουν εκείνοι που υπόσχονται να διορθώσουν το αποτέλεσμα, χωρίς να θεραπεύσουν τις αιτίες. Λογικό είναι επίσης να τον μέμφονται όσοι βρίσκονται ακόμη στο κόμμα του με φανερό επιχείρημα ότι το έχει συρρικνώσει και με κρυφή αγανάχτηση που αφορά την προσωπική τους καθυστέρηση στη προοπτική νομής της εξουσίας.

Ωστόσο το ερώτημα παραμένει για όσους εξαπατώνται και παρακολουθούν τους αντιμνημονιακούς ηγέτες. Πως και δεν τους πείθει μια τόσο πληθωρική προσωπικότητα που τοποθετεί διαρκώς ορθά το ζήτημα ενώπιων τους; Γιατί δεν τον εμπιστεύονται και δεν μετατοπίζονται;

Αλλά πιο καυτό γίνεται το ερώτημα όταν αφορά τους πεισμένους στην ορθολογική διαχείριση τους κρίσης, τους κεντροαριστερούς μεταρρυθμιστές. Οι λιγότεροι είναι εκείνοι πού έμειναν και παρακολουθούν την δημιουργία της ΔΗΠΑΡ μέχρι σήμερα. Οι περισσότεροι προτίμησαν την απόσταση ή την προσέγγιση στο ΠΟΤΑΜΙ παρ’ όλες τις αντιφάσεις και τις αμετροέπειες που έχει κατά καιρούς παρουσιάσει στην ιδεολογία του και στην πολιτική του. Είναι εύκολο να στραφούμε στην αρνητική πλευρά τους και να τους προσάψουμε κομπλεξισμό έναντι του ΠΑΣΟΚ και του ΒΒ, η οποία ίσως σε κάποιους και ως ένα βαθμό, να υπάρχει.

Όμως δεν φτάνει αυτό για να εξηγήσει το φαινόμενο.

Είναι σαφές ότι παρ’ όλες τις πρόσφατες επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ στην σταθεροποίηση της χώρας δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για τις παθογένειες που έφεραν τη χρεοκοπία. Άλλο τόσο σαφές είναι ότι ο ΒΒ συμμετείχε αδρανώς στο κόμμα και στις κυβερνήσεις που δεν τις απέτρεψαν και μάλιστα όλοι θυμούνται μερικά τρανταχτά λάθη του. Και φυσικά δεν είναι η χρονική στιγμή που θα μπορούσε να αναδειχτεί η σκέψη και για όσα πολλά πρόσφεραν στη χώρα, εφ’ όσον ζούμε ακόμη την κρίση. Σε τέτοιες περιόδους, στα δύσκολα, οι πολίτες και δη οι γυμνασμένοι στον ατομισμό πολίτες, δεν πιστώνουν αλλά χρεώνουν.

Σε τέτοιες συνθήκες, το πλεονέκτημα της ικανότητας του ΒΒ γίνεται μειονέκτημα. Διότι όλοι ξέρουν ότι η ευστροφία του, μπορεί να αποδείξει και να δικαιολογήσει οτιδήποτε. Όπως αποδείκνυε κάποτε ότι ήταν λάθος η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων για να πάει με το ρεύμα των φοιτητικών και διδακτικών συντεχνιών. Ή ότι πρέπει να είναι ασυμβίβαστη η βουλευτική ιδιότητα με την εργασία των βουλευτών, με αποτέλεσμα να τροφοδοτείται το πολιτικό σύστημα με επαγγελματίες πολιτικούς. Κι αυτά και μερικά ακόμη, αιωρούνται χωρίς άμεσες μνήμες της σημαντικής παράλληλα προσφοράς του σε πολλά επίπεδα.

Άρα, το ερώτημα για τον ΒΒ δεν τίθεται ως προς τις ικανότητές του, αλλά ως προς την ιδεολογία του και την πίστη του σε μια στρατηγική. Εν προκειμένω, στη στρατηγική των μεταρρυθμίσεων.

Το ζητούμενο ήταν και είναι να του εμπιστευτεί ο κεντροαριστερός χώρος τον προορισμό. Κι αυτό αφορά και τα στελέχη του χώρου και το λαό.

Κατά τη γνώμη μας – και την γνώμη πολλών άλλων, από την αρχή της περιπέτειας –  ο δρόμος της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, πέρναγε υποχρεωτικά από δύο σταθμούς.

Ο ένας είναι το σαφές και αναλυτικό πρόγραμμα που θα ξεκαθάριζε με δεσμευτικό τρόπο σε ποια πλευρά βρίσκεται, ο ίδιος και το κόμμα του. Δεν έγινε και τώρα που αποφασίστηκε να είναι αντικείμενο του συνεδρίου της ΔΗΠΑΡ, δεν ξέρουμε αν θα καρποφορούσε επειδή όλα δείχνουν πως τον πρόλαβαν οι εκλογές.

Θα τον αδικήσουμε βεβαίως, αν παραλείψουμε να αναφερθούμε στις δυσκολίες που είχε το εγχείρημα, δεδομένου ότι η συγκυβέρνηση εξαρτιόταν από τους βουλευτές του και ορισμένοι εξ’ αυτών, με το ένα μάτι κοίταγαν την παλιά συνταγή εξουσίας και θα μπορούσαν να ρίξουν την κυβέρνηση με ολέθρια αποτελέσματα για τη χώρα.

Ο δεύτερος σταθμός, είναι να αποδείξει ότι δεν πολιτεύεται  με γνώμονα το συμφέρον του κι ότι δεν τον οδηγεί ο βουλιμισμός για εξουσία, ο οποίος περιστασιακά ταίριαξε με το λαϊκό συμφέρον. Θα μπορούσε να έχει στηρίξει έναν συντονιστή γραμματέα της ΔΗΠΑΡ, με συμβολικό και ουσιαστικό καθαρό μητρώο, ο οποίος θα αναλάμβανε την μαζική εκπροσώπησή της. Ο καθείς θα παρέμενε ηγέτης στο κόμμα του και ο γραμματέας, ηγέτης της συνισταμένης που φιλοδοξούσε να είναι η ΔΗΠΑΡ.

Τα δύο αυτά μαζί, θα έδιναν τον άλλον αέρα στην παράταξη. Ένας διακομματικός ηγέτης με όπλο ένα σαφές πρόγραμμα, θα μπορούσε να απευθύνεται στο λαό με το κεφάλι ψηλά και θα είχε την ευχέρεια να διαπραγματεύεται με τα στελέχη και τις οργανώσεις του κεντροαριστερού χώρου, χωρίς τα βαρίδια της καχυποψίας. Θα απάλλασσε από τις προκαταλήψεις τους πιστούς της ιδέας των μεταρρυθμίσεων, θα εξέθετε όσους χρησιμοποιούν με δόλο το παρελθόν για να καλύψουν τις προσωπικές πολιτικές τους και θα είχε αρωγό και πλεονέκτημα την έμπρακτη συνεισφορά στη κυβέρνηση σωτηρίας.

Όλα αυτά δεν έγιναν κι εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι ήταν κορυφαίο λάθος.

Όμως υπάρχει ακόμη ελπίδα.

Με δεδομένο ότι πάμε για εκλογές –και  μακάρι να κάνουμε λάθος- μπορεί ακόμη να ανατάξει τις δυνάμεις του χώρου με δύο σαφείς κινήσεις.

– Εφ’ όσον πλέον δεν υπάρχουν τα διλήμματα της αποστασίας βουλευτών από τη συγκυβέρνηση, μπορεί να διακηρύξει σε όλους τους τόνους πως άσχετα με την τρόικα, στρατηγική του είναι οι μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα να προωθήσει υποψηφιότητες ατόμων που έχουν ταχθεί με σαφή λόγο ως τώρα σ’ αυτή τη στρατηγική, χωρίς να νοιαστεί για τις απώλειες στελεχών που σηματοδοτούν την σαθρή πλευρά του ΠΑΣΟΚ και των οποίων η αποχώρηση μόνο καλό θα κάνει στο κόμμα του.

– Να συναποφασίσει με τις κινήσεις που συμμετέχουν στη ΔΗΠΑΡ  – έστω και τώρα – συντονιστή γραμματέα από τη δεξαμενή εκείνων που δεν μετείχαν σε κυβερνήσεις του παρελθόντος. Έτσι θα δέσει και το ορθό επιχείρημα της μίξης των άξιων παλιών μαζί με τους νέους και δεν θα φαντάζει δικαιολογία για την παλινόρθωση  συνολικά του «παλιού».

Αυτές οι κινήσεις, φρονούμε ότι θα ήταν ένα είδος «ματ», το οποίο θα έβαζε αξιοπρεπή θεμέλια για την συγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης.

Εμείς προσωπικά, – με γνώμονα πάντα το συμφέρον της χώρας –  πιστεύουμε πως δεν πρέπει να σπαταληθεί ένα πολιτικό κεφάλαιο τέτοιου αναστήματος, όπως είναι ο ΒΒ. Πολύ φοβόμαστε όμως ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί αν εμμείνει να προβάλει τα κληρονομικά δικαιώματα της ηγεσίας της ΔΗΠΑΡ λόγω μεγέθους του ΠΑΣΟΚ και δεν λάβει υπ’ όψη του τα ποιοτικά χαραχτηριστικά της δυστοκίας που παρουσιάζει το εγχείρημα. Εν καιρώ, όλες οι εξελίξεις είναι μπροστά μας και μπροστά του. Μια τέτοια κίνηση θα του πιστωθεί και θα τον αναδείξει όπου του αξίζει σε επόμενο χρόνο.

Είναι στο χέρι του ίδιου να αξιωθεί τις γενναίες κινήσεις και να αποδείξει ότι δεν κάνουμε λάθος στην κρίση μας γι’ αυτόν.

Και μάλλον είναι η τελευταία του και τελευταία μας ευκαιρία.