H ερημιά της χώρας μας γίνεται αντιληπτή είτε εποπτικά, είτε (και) διανοητικά. Καταστάσεις, λίγο-πολύ γνωστές. Καταστήματα κλειστά, εφορίες άδειες, αυξημένη επαιτεία, άστεγοι σε χαρτόκουτα μπροστά στα νεκρωμένα μαγαζιά, ελάχιστος τζίρος σ’ αυτά που ακόμα λειτουργούν και μύριες άλλες τέτοιου είδους εικόνες που ο καθένας μας καθημερινά εντοπίζει.
.
Αν κανείς κοιτάξει και στα παραγωγικά χωριά της περιφέρειας, τα απογεύματα θα αντικρύσει τα καφενεία με λίγους γέροντες θαμώνες, ενώ οι νεώτεροι, πρώην παραγωγικοί πλέον, θαμώνες, βρίσκονται στα σπίτια τους. Αντίστροφα, τα πρωινά, οι λιγοστές καφετέριες είναι η αναγκαία πια σχόλη των νέων, που κανονικά έπρεπε να βρίσκονται στις συνήθεις αγροτικές τους ασχολίες. Και πώς να γίνει αλλιώτικα, αφού ο κάμπος της Θεσσαλίας, στον οποίο κυρίως αναφέρομαι, μείωσε δραματικά και βίαια την παραγωγή βαμβακιού, χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για άλλες καλλιέργειες, λιγότερο υδροβόρες, όπως από πολλών ετών πρότειναν οι Ευρωπαίοι. Ίσως με εξαίρεση τις ελαιοπαραγωγικές επαρχίες και αυτές των τυροκομικών παραγωγών, οι προηγουμένως περιγραφείσες καταστάσεις τείνουν ν’ αποτελέσουν τον κανόνα.
.
Υπάρχει μια διάχυτη ερημοποίηση του παραγωγικού ιστού, που δημιουργεί την αίσθηση ατέρμονης ερημιάς, ακόμα κι εκεί όπου υπάρχουν συναθροίσεις ανθρώπων, λ.χ. στον ιστό της γειτονιάς.
.
Έτσι, δυστυχώς, αυτή η εικόνα έρημης χώρας που περιγράφηκε, μαζί με την επακόλουθη κατάτμηση του κοινωνικού ιστού, σηματοδοτεί και κάτι άλλο, που δεν είναι παρά η διάρρευση της ψυχολογικής, ατομικής και συλλογικής οντότητας. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στο ότι μεγαλύτερες ψυχοδυναμικές αντοχές εμφανίζουν τα φτωχότερα στρώματα, ίσως λόγω εθισμού στις δύσκολες και ακραίες συνθήκες των καιρών μας, ενώ τα μεσοστρώματα, μικρο-μεσο-αστικών χαρακτηριστικών, εμφανίζονται πολύ πιο λαβωμένα. Αντιλαμβάνονται την εικονική οικονομική πραγματικότητα στην οποία ζούσαν, επενδεδυμένη με οικονομικές μεγεθύνσεις δεικτών, που όμως δεν συνιστούσαν ανάπτυξη ώστε να υπάρχουν διαρκείς συσσωρεύσεις πλούτου, που συντηρούν κι αναβαθμίζουν τον αστικό ιστό, ενώ τροφοδοτούν (όσο το επιτρέπει ο καπιταλισμός) το ασθενές τμήμα. Κι ακόμα, να νιώθουν και τη δική τους συνενοχή, μαζί με το Κράτος, που είναι αδιαμφισβήτητη πέρα και έξω από την αναλγησία του Τόμσεν και της συντροφιάς του. Άλλο το ένα, κι άλλο το άλλο. Όμως… Η ερημιά του ξεγυμνωμένου, που πρέπει να μπορεί να δράσει αφυπνιστικά.
.
Οι χαρακτήρες, επίσης, που συγκροτούν και συγκρατούν την πολιτική μας Δημοκρατία, ως συνέχεια του ψυχικού μαρασμού μοιράζουν απλόχερα τη μελαγχολία σ’ αυτούς που την παρατηρούν. Μεγαλώνουμε συνεχώς το εύρος ανοχής στον φανερό φιλοναζισμό, που σαν γύπας φάνηκε όταν τα θρύψαλα της χώρας μύρισαν και αποσύνθεση, γιατί αλλιώς θα ήταν από τώρα απειλή, ενώ ακόμα λέμε πως είναι απειλή και ενόχληση, συνεπώς μπορεί έστω και τώρα η τραυματισμένη Δημοκρατία να τον αντιμετωπίσει.
.
Και να ’ταν μόνον ο φανερός φασισμός… Είναι κι αυτός που δολίως κρύβεται στα παπούτσια και τις τσέπες μιας δήθεν ανίδεης αριστεροσύνης και εκτοξεύεται κατά ριπάς ενάντια στον Κουβέλη τώρα, κόντρα στον Σημίτη για χρόνια, ακόμα και κόντρα στον βετεράνο του κρατικο-πατριωτικού σοσιαλισμού, Κ. Παπούλια, πέρσι. Η παιδεία του ελεύθερου λόγου απουσιάζει εντελώς από τη φαρέτρα των νεοσσών του νεοκομμουνισμού. Δυστυχώς πληρώνουμε πολλοί για πολλά, αλλά κανείς τους δε λογοδότησε για τη βία ως καταστροφικής στάσης αντιπολιτευτικού τύπου, από το 2008 ίσαμε σήμερα, ασταμάτητα, εκτός ίσως από τον ατυχή κι ανεπαρκή Παυλόπουλο – τότε. Και βέβαια, να υποθέσω πως οι μηδέποτε αποδοκιμασθείσες αυτές συμπεριφορές, ούτε καν από τα πιο νηφάλια -τρόπος του λέγειν- στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, στις συγκεντρώσεις πασών των γενεών των αγανακτισμένων, θα ήταν κυρίαρχες μαζί με κάποιες άλλες, σκόρπιες -ονόματα δε λέμε- επικίνδυνες και χαμηλοβλεπούσες.
.
Πόσο αδύναμη μπορεί να είναι η Δημοκρατία, όταν ένας πολιτειακός θεσμός, ως πρόσωπο, συμπεριφέρεται σαν τον χειρότερο υβριστή χούλιγκαν του τελευταίου επαρχιακού γηπέδου και όταν λαϊκιστές εκδότες απονέμουν δικαιοσύνη κατά το δοκούν, πριν καν η δικαιοσύνη να καθαρογράψει τα ονόματα… Η μελαγχολική μας Δημοκρατία (από τον τίτλο του παλιού καλού βιβλίου του Π. Μπρυκνέρ), στην -χωρίς συνοχή- Έρημη Χώρα (Τ.Σ . Έλλιοτ). Δύο παράγοντες μιας πρόσθεσης, το άθροισμα της οποίας ισούται με τη μοναξιά, την εθνική μοναξιά. Αλλά για να ακριβολογούμε, τις τελευταίες δεκαετίες αυτοεπαιρόμασταν για την εξωστρέφεια και τη συνάφεια με τους Ευρωπαίους, όμως και τότε μόνοι και αυτοικανοποιούμενοι ήμαστε. Απλώς κοροϊδεύαμε τους ξένους, ξαφρίζοντας τις ενισχύσεις τους για ανάπτυξη σε παρασιτικές διαδικασίες. Κι όταν παλιοί αρχηγοί μίλαγαν για πολυδιάστατες εξωτερικές πολιτικές, με δεκάδες ηγέτες από τα 4 σημεία της Υφηλίου, μέσα μας πάλι το ξέραμε. Οι σοφοί γέροντες της γενέτειράς μου, λένε πως εκατό φίλοι ίσον κανένας, δύο φίλοι ίσον δύο φίλοι. Παριστάναμε τους κανονικούς Ευρωπαίους, ενώ μέσα μας πολιτισμικά αισθανόμαστε παλαιοοθωμανικά υβρίδια – κι ας μην το παραδεχόμαστε.
.
Στα 1755, η Λισαβόνα επλήγη από έναν φονικότατο σεισμό, σε ώρα που οι ναοί ήταν γεμάτοι από πιστούς. Οι καταστροφές τεράστιες, ενώ οι διακινούμενες απόψεις πολλές. Οι άθεοι έλεγαν πως δεν υπάρχει Θεός, διότι αν υπήρχε θα μεριμνούσε για τους πιστούς. Οι Καθολικοί τόνιζαν πως απλώς ο Θεός έδειξε την οργή του για τις αμαρτίες του πληρώματος. Οι Φυσιοκράτες με επικεφαλής τον Ρουσσώ, έριχναν το ανάθεμα στις τεχνολογικές κατασκευές με τα χίλια μειονεκτήματα, που διώχνουν τους ανθρώπους από τη γη και την παραγωγική ενασχόληση μ’ αυτήν. Και τέλος, οι πρώιμοι θετικιστές απαντούσαν ψύχραιμα πως πρέπει να ερευνήσουν κι άλλο τα όρια και τις παραδοχές της Τεχνολογίας, ώστε να βελτιωθεί η στατική και αντισεισμική επάρκεια όλων αδιακρίτως των κτιρίων. Η ζωή και ρασιοναλισμός της στάθηκαν στο τελευταίο, κι έτσι, κάμποσα χρόνια πιο μετά, πράγματι οι κατασκευές ήσαν ανθεκτικότερες σε φυσικές θεομηνίες. Είναι λίγο ενοχλητικά διδακτικό το παράδειγμα, αλλά οποτεδήποτε οι κοινωνίες προσπάθησαν να επιλύσουν τα προβλήματά τους με αστήρικτες και ανορθολογικές θεωρίες, όπως και η ελληνική κοινωνία, απέτυχαν μετ’ επαίνων. Πού ακούστηκε, μικρή χώρα σαν τη δική μας, να έχει ως κύριο μοχλό παραγωγής τον κρατικό μηχανισμό (δεν εννοώ το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), υπό την έννοια της πελατειακής του διόγκωσης και της απορρόφησης δραστηριοτήτων που αφορούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία; Έχω τη γνώμη πως η Ελλάδα διέστρεψε πλήρως την ηθική πλευρά των θεωριών του Μπένθαμ και του Μίλλ για τον συγχρονισμό του ατομικού και του γενικού οφέλους σε μια κοινωνία. Τρανό παράδειγμα, οι συνενοχές θυμάτων και θυτών, στο πώς κατά την προσφορά υπηρεσιών από τους μεν στους δε, θα υπάρξει ενσυνείδητη φοροδιαφυγή… κι άσε τους υπόλοιπους να κουρεύονται.
.
Ο Ευρωπαϊσμός σήμερα και πιο πολύ αύριο, είναι από τις λίγες σταθερές και αργές ιαματικές επεμβάσεις για περιπτώσεις σαν την δικιά μας. Πέρα από τις σημερινές αρνητικές συγκυρίες ηγετικών επετηρίδων τύπου Μέρκελ και άλλων Κεντροευρωπαίων, λουθηρανικών οικονομικών απόψεων, το γίγνεσθαι της Ευρώπης είναι διαλεκτικό, αλληλουχιακό ως προς τις ιδέες που κάθε περίοδο τη διαμορφώνουν. Αρχίζει να κερδίζει έδαφος πια, ακόμα και σε συντηρητικούς κύκλους, η ιδέα των ομόσπονδων Χωρών – Πολιτειών της Ευρώπης. Παρά τους αργούς ρυθμούς, όλα τα φόρα σοφών και εμπειρογνωμόνων δείχνουν προς τα εκεί. Βέβαια, έως τότε, μαζί με την ελπίδα της αντιστροφής του ενάρετου οικονομικού κύκλου, θα έχουμε μετρήσει και τις πολλές μας απώλειες. Η αρχή όμως, όποτε κι αν γίνει, πρέπει να μας βρει εκεί, μαζί με τους άλλους, αληθινά εξωστρεφείς και ουσιαστικούς, με ισχυρή οικονομική και πολιτική διπλωματία και το βασικότερο, χωρίς υστερόβουλη κουτοπονηριά. Με σχέδια και οργάνωση, οφείλουμε να είμαστε παρόντες για το μέλλον της «μεταπολεμικής» Ευρώπης. Και βέβαια στο μεταξύ να μαθαίνουμε στις ερχόμενες γενιές, μέσα από ένα άλλο μοντέλο Παιδείας, αυτά που δεν ειπώθηκαν σ’ εμάς, όπως π.χ. τι είναι στ’ αλήθεια ο φασισμός κι ο ναζισμός για την ανθρωπότητα, ποια τα αίτια που τον δημιουργούν, και όχι μόνον για το ΟΧΙ της 28ης και το έπος της Αλβανίας. Κι ακόμα, τι σημαίνει στ’ αλήθεια Ευρωπαϊκή Ιδέα κοινωνικά, πολιτισμικά, οικονομικά. Ίσως αυτή η αβάσταχτη κρίση είναι η τελευταία ευκαιρία να αποδιώξουμε τη μοναξιά, την ερημιά και τη μελαγχολία μας, ως χώρας. Κι ακόμα αναζητούνται στέρεα κόμματα, αποκαθαρμένα χωρίς παρθενογενέσεις, τόσο για το χώρο της φιλελεύθερης Κεντροαριστεράς, όσο και για τον αντίστοιχο της Κεντροδεξιάς.
.
Ένα μικρό κομμάτι του ποιήματος του Ν. Εγγονόπουλου,
.
Το φρέαρ με τις φόρμιγγες:
.
« …ας μην ταραχθή κανείς, η εικών αυτή
.
ήτο η μόνη, που εβοήθησε τον αποθανόντα
.
αόμματο φαροφύλακα να επανεύρη
.
το μυστικόν του φρέατος»
.