Εργατική Πρωτομαγιά και Συνδικάτα

Τάκης Καμπύλης 02 Μαϊ 2013

Εργατική πρωτομαγιά. Με 1.400.000 ανέργους. Με τα συνδικάτα σε πλήρη ανυποληψία και αμέτοχα σχεδόν εξαφανισμένα από την πραγματική ζωή. Με το φάντασμά τους να οργανώνει συγκεντρώσεις για να τιμηθεί εκείνη η πρωτομαγιά στο Σικάγο.

Η Πρωτομαγιά δεν έφερε τη δημοκρατία. Υπηρέτησε και πολλά ολοκληρωτικά καθεστώτα. Αντίθετα, η αστική δημοκρατία επέβαλλε τα συνδικάτα στο μεδούλι της πολιτικής ζωής. Η συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας με στόχο μια κοινή πορεία, ήταν μεγάλη.

Και είναι ακόμη. Βλέπετε στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία χρειάζονται συνομιλητές που να εκπροσωπούν πολλούς περισσότερους από τους εαυτούς τους.

Αυτό είναι και το πρόβλημα των συνδικάτων, η αιτία της ανυποληψίας τους. Τα συνδικάτα απέτυχαν στο προφανές: Να συσπειρώσουν γύρω τους αυτούς για τους οποίους υπάρχουν.

Κατάντησαν να εκφράζουν περισσότερο τις εργατικές ελίτ παρά τους κολασμένους. Άλλωστε, νομίζω το έχουμε ξαναπεί: Η πρωτομαγιά ήταν η προ-μαρξιστική κατάκτηση των κολασμένων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Αν θεωρήσουμε ότι ζούμε στο δειλινό εκείνων των εποχών μπορούμε να κρατήσουμε ένα πράγμα: Η οικονομία, όπως τη γνωρίσαμε, αναπτύχθηκε έτσι όπως τη γνωρίζουμε από τότε, από εκείνες τις εποχές πάνω σε ένα θεμέλιο δόγμα: Στη χριστιανική αρετή της εργασίας. Με την υπερύψωση της εργασίας έναντι των άλλων αρετών από τις δυτικές προτεσταντικές κοινωνίες.

Η εργασία έγινε φυσικό δικαίωμα, αδιαπραγμάτευτος όρος συμμετοχής στα κοινά. Από τα καθημερινά μέχρι τα πιο πολύπλοκα. Η εργασία ήταν η νομική αλλά και η ηθική νομιμοποίηση ενός μέλους της κοινωνίας. Οποιαδήποτε εργασία . Αρκεί το μέλος της κοινότητας να εργαζόταν. Η εργασία του επιβεβαίωνε και τη συμμετοχή του στην κοινή προσπάθεια όλων των μελών μιας κοινωνίας. Δεν επιβάρυνε τους άλλους. Η εργασία κανονίστηκε ως η βάση της νέας κοινωνικής συμπεριφοράς. Όποιος δεν εργαζόταν ήταν ή παράνομος ή τεμπέλης, επομένως αντικοινωνικό στοιχείο. Ούτε ο κομμουνισμός ούτε ο ναζισμός τόλμησαν να χτυπήσουν αυτή την προτεσταντική αντίληψη περί εργασίας. Αντίθετα την εκσφενδόνισαν ως πατριωτικό ιδανικό ή ως ταξικό καθήκον.

Πάνω λοιπόν σ’ αυτή την έντονα χριστιανική αντίληψη περί εργασίας στηρίχθηκε η βιομηχανική επανάσταση, μέσα σ’ αυτή γεννήθηκε η Πρωτομαγιά. Την Πρωτομαγιά τη γέννησε επίσης το μακρύ καλοκαίρι της αναρχίας, σε Ευρώπη, Ρωσία και Αμερική. Και ένα κομμάτι της αναρχικής παράδοσης, ο Σαινσιμονισμός, υιοθέτησε επίσης πολλές χριστιανικές αντιλήψεις περί αρετής και ηθικής.

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα ο αναρχισμός του 19ου αιώνα και των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα είχε αυτές τις ρίζες. Τις έφεραν γάλλοι εργάτες στη διώρυγα της Κορίνθου και ιταλικές επιρροές της Δυτικής Πελοποννήσου. Την πρώτη μετάλλαξη στον συνδικαλισμό και στα συνδικάτα την έφεραν ο πρώτος πόλεμος και το κραχ στις ΗΠΑ. Δηλαδή οι συνθήκες ανεργίας. Τα συνδικάτα προχώρησαν πλέον σε κεντρικές συμφωνίες, τώρα απευθείας με τις κυβερνήσεις. Αλλά από κεντρικοί συνομιλητές, πολλές φορές μετατράπηκαν και σε κρατικούς εταίρους, περίπου κρατικοποιήθηκαν.

Διάβασα πρόσφατα, κάπου, ότι ο Πάμπλο Νερούντα είχε συνυπογράψει κείμενο που αναγνώριζε ως κριτές λογοτεχνίας τους εκπροσώπους των εργατικών συνεργατών. Η δύναμη που είχαν αποκτήσει οι συνδικαλιστές μέσα στην κοινωνία ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που τους αναλογούσε. Αλλά είχε νομιμοποιηθεί είτε κομματικά είτε κρατικά. Είτε και στα δύο, στη δική μας περίπτωση.

Η δύναμη του ελληνικού συνδικαλισμού σχεδόν ταυτίστηκε στην εποχή που τώρα αποχαιρετάμε, ταυτίστηκε με τον κρατικό συνδικαλισμό. Όχι μόνο από τα πάνω, από τους συνδικαλιστές. Με την ουσιαστική εξαφάνιση των πρωτοβάθμιων οργανώσεων αφέθηκε ελεύθερο το πεδίο στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες όπου το παιχνίδι πολύ πιο σύνθετο επηρεαζόταν όχι από τη συνδικαλιστική βάση αλλά από την κομματική ηγετική ομάδα. Η οποία ζούσε αρχικά από τη νομή και τη διανομή της κρατικής εξουσίας και στη συνέχεια από το πλιάτσικο αυτού που λέμε Κράτος. Ο συνδικαλιστής απέκτησε πολλές σκοτεινές πλευρές ακριβώς επειδή αποκτούσε όλο και περισσότερους φανερούς αλλά και κρυφούς συνομιλητές έξω από το συνδικάτο. Επειδή ζούσε, κυρίως έξω από το συνδικάτο. Ζούσε σε μια κομματική πραγματικότητα που ήξερε να επιβραβεύει όσους την στήριζαν. Μοίραζαν κράτος σε όποιον στήριζε την προσπάθεια νόμιμης κατάληψης του Κράτους. Και κάποια στιγμή αυτοί νομιμοποιούσαν τον συνδικαλιστή κι όχι το συνδικάτο που είχε καταντήσει σφραγίδα.

Η απεργία φαινόταν παλαιότερα, στα σκουπίδια, στις τράπεζες, στις συγκοινωνίες –μεταφορές και στο δημόσιο. Σήμερα ούτε καν στο δημόσιο. Δεν είναι να επιχαίρει κανείς με τέτοια εξέλιξη. Ούτε όμως και να καλύπτουμε τον εργατικό επιτάφιο με κούφια λόγια και ψεύτικες φραστικές κορώνες …