Εργασία: βιωσιμότητα, ευελιξία, μεταβαλλόμενο κόστος και αναρχικός καταμερισμός

Δημήτρης Σκουρέλλος 30 Μαϊ 2020

Τα βέλη έτοιμα για εκτόξευση, η πυρά να δέχεται το προσάναμμα! Εμπρός: εργασιακό καθεστώς: αλλαγή καμιά! Όποιος προτείνει, σχεδιάζει, μεριμνά για μια ευημερούσα κοινωνία βασιζόμενη στην άφρακτη εργασία για όλους, τον πλούτο όλων, κρίνεται απειλητικός, δυσώδης… Πταίει η εγγενής τάση μας να συντηρούμε τα παλιά; Να δοκιμάζουμε μόνο τα έτοιμα; Να μην κοιτάμε πέρα από το δάκτυλό μας (που τείνουμε ως πομπώδεις ιεροξετασταί υποδεικνύοντας τους υπαγομένους στο άουτο ντα φε της αμόλυντης πίστης μας);

            Η λοιμική κρίση επαναφέρει σκέψεις και υποθέσεις για το μέλλον της εργασίας. Άλλοι αρνούνται να δεχθούν τη νέα επικίνδυνη πραγματικότητα εμμένοντας στο παραγωγικό και εργασιακό λαβυρινθώδες, περιοριστικό, δήθεν προστατευτικό, εμπνεόμενο από τον κορπορατισμό μοντέλο [που ξεπεράστηκε προ πολλού και άλλωστε προ λοιμού], άλλοι ψελλίζουν αλλαγές καχύποπτα αρπάζοντας την ευκαιρία για αναδιανομή της φτώχειας, προσβάλλοντας όλους, αγοραστές και πωλητές εργασίας, με άσκεφτες κατατμήσεις και ακοστολόγητες ανειλικρινείς τσαχπινιές, ώστε το μισθωτό έργο να ρυθμιστεί στο φθηνότερο, χωρίς έγνοια παραγωγικότητας. Ποια κοινωνία έτσι μπροστά μας; Αυτήν που μας αποτάσσει;

Και στις δυο εκδοχές παρέμβασης κοινός ο κατά βάσιν ανομολόγητος στόχος: στασιμοπληθωρισμός, ομογενοποίηση, διακύβευση της κοινωνικής συνοχής. Άλλοι να ομνύουν στην «κοινωνία δύο τρίτα», οι άλλοι να προσδοκούν «διαίρει και βασίλευε». Φαίνεται ότι εν πολλοίς και από πολλούς θεωρείται ανάρμοστος ο πλουραλισμός στην οπτική για την οικονομία.

            Εμείς ωστόσο συνάγουμε την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε ορθολογικά το ζήτημα της, υπό ατμόν, εργασίας (και της φορολόγησής της). Και ο ορθός λόγος στην περίπτωσή μας επιτάσσει να διαπραγματευθούμε εκλεκτικώς ωφελιμιστικά το ζητούμενο. Πώς μπορεί να ευνοηθεί η ανάπτυξη στις κρίσιμες συγκαιρινές προκείμενες, σε ποιον υπολογισμό θα εκλαμβανόταν η εργασία ως ρυθμιστής της ευημερίας αντί για υπομόχλιο αντίπαλων διακρίσεων και χωρισμών;

            Αβίαστη η απάντησή μας: προσαρμογή και ανακατεύθυνση της εργασίας. Ας μειωθεί η συνολική διάρκεια της ατομικής εργασίας μας, ας γίνει όμως κάθε εργατοώρα υποκείμενη σε κοστολογική αναδιαπραγμάτευση. Κοινώς, να μπορούμε να δουλεύουμε λιγότερο, πιο παραγωγικά, υπό προϋποθέσεις ακριβότερα. Να δουλεύουμε ακανόνιστα συνολικά λιγότερες ώρες την εβδομάδα, αμειβόμενοι καλύτερα για κάθε ώρα εργασίας όμως δημιουργώντας και εισφέροντας στην κοινή ευημερία περισσότερα από όσα προηγουμένως. Δουλεύοντας όλες τις ώρες και μέρες του 24ώρου και του έτους, αντικαθιστώντας όπου χρειάζεται τις αργίες με ρεπό.

            Πρόκειται για αδοκίμαστο μοντέλο, απαιτητικότατο, εξόχως ανταγωνιστικό, μια τίμια αναδιοργάνωση του εργασιακού μοντέλου, που θα ευνοεί την αυτενέργεια και θα προωθεί τη ζήτηση σε όλα τα επίπεδα: στην εργασία και τις υπηρεσίες, στην κατανάλωση, στις πιστώσεις ανάπτυξης.

            Για να εφαρμοστεί ή να επιδιωχθεί τέτοια αλλαγή οφείλουμε να μην υποτιμήσουμε τη σημασία ενός όρου: την ανταγωνιστικότητα μεταξύ εργοδοσίας και μισθοδοτούμενων. Χωρίς σαφή ανταγωνισμό και με διαρκή επίκληση της κρατικής επίνευσης (οικονομικής νοθείας) θα μέναμε σε ευχολόγιο. Χρειάζεται θεμελιακή μεταρρύθμιση των κανόνων αντιπροσώπευσης των ζωντανών φορέων της εργασίας. Να δοκιμάσουμε τη μεταβολή της οπτικής μας από την οικονομία των «κοινωνικών εταίρων» στην οικονομία των «ατομικών βουλήσεων». Τι σημαίνει αυτό;

            Τίποτε άλλο από το ξεπέρασμα των υποχρεωτικών εντάξεων σε ανανταποδοτικές συλλογικές ομαδοποιήσεις, όπως αποκλειστικά επιμελητήρια, γενικές συνομοσπονδίες, εξαρτώμενα συνδικάτα. Ο πλουραλισμός της αντιπροσώπευσης, η ανταγωνιστικότητα και πολλαπλότητα εκπροσώπησης, η ενιαία πολυμορφία χρήσιμων και σεβαστών κανόνων, η τήρηση ατομικών συμβολαίων με πολυεπίπεδους εγγυητές θα απέδιδαν ικανοποιητικά υπέρ μιας ανάλογης εργασιακής μεταρρύθμισης, αποδεσμεύοντας δυνάμεις που έως τώρα σχεδόν δεν υπολογίζαμε, όπως την επικεντροποίηση της γνωστικής επάρκειας του εργαζόμενου, την ποικιλία χωρικής και χρονικής επιτέλεσης του καταμεριζόμενου δημιουργικού έργου, τον εξορθολογισμό κόστους και χρήσης των μέσων της εργασίας, την πριμοδότηση της αυτενέργειας, τη χορήγηση ελευθερίας και εμπιστοσύνης στα ίδια τα άτομα που συμβάλλουν στο οικονομικό αποτέλεσμα.

            Η οικονομική πολιτική και η προοπτική ευημερίας της κοινωνίας είναι λυπηρό να ανατίθενται σε «εκθεσιολόγους», οι οποίοι αναμασούν εύπεπτα, θωπεύουν τη συντήρηση, εξαπατούν πριν από όλα τους ένθερμους υποστηρικτές τους. Φανταστείτε την «εκθεσιολογία» της «αριστεράς και προόδου», που σιγά σιγά, υποχωρητικά, μας έφερε και αυτή όπου μάς έφερε, φανταστείτε ακριβώς και εξόχως αυτήν να την προωθούσαμε ως κανόνα στον ευρύ κοινωνικό και πολιτικό διάλογο. Ο απελευθερωτικός αυτός φεουδαλισμός ισοδυναμεί σίγουρα με εικόνα της «Φάρμας των Ζώων». Εις βάραθρον!