Οι επενδύσεις στην έρευνα, είναι μια από τις προτεραιότητες της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία; Το ερώτημα αυτό πλανάται και απαντάται στην έκδοση του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης για την παραγωγή στατιστικών στοιχείων και βασικών δεικτών σχετικών με την Έρευνα & Ανάπτυξη (σε δαπάνες και μέγεθος απασχολούμενου προσωπικού) για το 2021.
Η συγκεκριμένη έκθεση περιέχει ευρύτερα ενδιαφέροντα και χρήσιμα στοιχεία για τη γενικότερη εξέλιξη του ερευνητικού τομέα στη διάρκεια της «δεκαετίας της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων» (2011-2021), στη συνέχεια προηγούμενης έκθεσης του ΕΚΤ με τα οριστικά στοιχεία έως το 2020. Αποτελεί, επίσης, μια έγκυρη και διαχρονική πηγή στοιχείων για την Ε&Α, μια κρίσιμη δραστηριότητα για την ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης: τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στην καινοτομία και τη γνώση στη χώρα μας και στόχο τη βελτίωση της θέσης του ελληνικού παραγωγικού συστήματος στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Η ετήσια δαπάνη μιας χώρας για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που αφορούν στην Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α) και ειδικότερα ο δείκτης των δαπανών Ε&Α ως % του ΑΕΠ (ο γνωστός ως δείκτης «Έντασης Ε&Α») αποτελεί ένα γενικό μέτρο της σημασίας που αποδίδει η συγκεκριμένη χώρα στην επιστημονική και ερευνητική δραστηριότητα και στον ρόλο της στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξή της. Επιτρέπει, επίσης, σε πολύ γενικές γραμμές, την παρακολούθηση της εξέλιξης της υποστήριξης (με όρους χρηματοδότησης σε απόλυτα μεγέθη, αλλά και ως % του ΑΕΠ) που προσφέρει μια χώρα και ευρύτερα η αντίστοιχη κοινωνία στον ερευνητικό τομέα της, αλλά και τη σύγκριση της θέσης της με άλλες χώρες.
Συνεπώς, η κύρια αξία του δείκτη «έντασης E&A» είναι πολιτική με την έννοια ότι αναδεικνύει τη σημασία των επενδύσεων στην έρευνα στις προτεραιότητες της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής και επιβάλλει τη διαμόρφωση του αντίστοιχού εθνικού στόχου, που διευκολύνει την κινητοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών πόρων. Η στοχοθέτηση του ποσοστού του ΑΕΠ που πρέπει να επενδυθεί στην Ε&Α - ετησίως αλλά και μακροχρονίως - και η διαμόρφωση των δράσεων που συνδέονται με την επίτευξή του, έχει αποδειχθεί ότι είναι υποβοηθητική για την προώθηση των αντίστοιχων δημοσίων επενδύσεων, αλλά και για την προσέλκυση πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων.
Εν προκειμένω, στην Ελλάδα, κατά την δύσκολη δεκαετία (2011-2021), οι ετήσιες δαπάνες Ε&Α σχεδόν διπλασιάστηκαν από 1391 εκατ. ευρώ το 2011 σε 2635 εκατ. ευρώ το 2021, μέσω μιας αδιάλειπτης τροχιάς συνεχών αυξήσεων σε απόλυτους αριθμούς. Αλλά και ο δείκτης Έντασης Ε&Α, εμφανίζει μια συνεχή ποσοστιαία αύξηση, από 0.68% το 2011 σε 1.51% το 2020, αν και ως προς την εξέλιξη του συγκεκριμένου δείκτη ρόλο παίζει και η συρρίκνωση του ΑΕΠ (ως παρανομαστή). Η γενικότερη εξέλιξη είναι θετική καθώς σε δύσκολους καιρούς επιτεύχθηκαν οι δύο κύριοι στόχοι που είχαμε θέσει ως χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 2010: (α) Υπέρβαση ετησίως των 2 δισεκ. ευρώ των δαπανών για Ε&Α (που επετεύχθη ήδη από το 2017) και (β) υπέρβαση του 1% του ΑΕΠ για Ε&Α (ήδη από το 2016).
Στην ίδια περίοδο (2011-2021), ο δείκτης Έντασης Ε&Α στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε από 2.02% το 2011 σε 2.27% το 2021 -που όμως απέχει αισθητά από τον ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο του 3% για το 2010, που είχε τεθεί το 2002 στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Βαρκελώνη. Αν και ο συγκεκριμένος στόχος του 3% για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, η αναζήτηση των αιτίων οδηγεί σε τρεις άλλους θετικούς παράγοντες για τη χώρα μας:
(α) Η στοχοθέτηση του 3%, παρά τη μη επίτευξή του, κινητοποίησε σχεδόν όλες τις χώρες της ΕΕ να προσδιορίσουν τους αντίστοιχους δικούς τους εθνικούς στόχους ως προς τις δαπάνες τους για Ε&Α σε απόλυτα μεγέθη, αλλά και ως ποσοστά του ΑΕΠ.
(β) Η διαμόρφωση- από διαφορετικές διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις- μιας αξιοσημείωτης ανοδικής τάσης στην επένδυση στην έρευνα με υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης των δαπανών για την Ε&Α σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της Βρετανίας
(γ) Η αυξανόμενη και ισχυρή παρουσία των ελληνικών ερευνητικών ομάδων στα εννέα έως σήμερα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ (7 προγράμματα πλαίσιο και δύο προγράμματα «Ορίζοντας») καθώς και η διαρκής βελτίωση της θέσης τους και του ρόλου τους στα ερευνητικά δίκτυα που σχηματίζονται διαχρονικά σε μια μακρά περίοδο σχεδόν 40 ετών.
Ας σημειωθεί, ότι πέραν των άλλων πολύ σημαντικών ωφελειών που προκύπτουν από τη ισχυρή και διακριτή παρουσία των ελληνικών ερευνητικών μονάδων στα συγκεκριμένα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, οι πόροι που εισρέουν στο ελληνικό ερευνητικό σύστημα έχουν φθάσει να καλύπτουν το 15% της ετήσιας συνολικής χρηματοδότησης για Ε&Α στη χώρα μας..
Εν κατακλείδι, ο δείκτης έντασης Ε&Α (1.51% του ΑΕΠ) αν και παραμένει ακόμη χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (2.47%), της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2.27%) αλλά και της Βρετανίας (2.93%), κινείται με μια αξιοσημείωτη ανοδική τάση, όπως αυτή αποτυπώνεται σε υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, της ΕΕ και της Βρετανίας. Αλλά και το συνολικό προσωπικό που απασχολείται άμεσα σε δραστηριότητες Έρευνας & Ανάπτυξης (ερευνητές και λοιπό λειτουργικό προσωπικό Ε&Α) σε Ισοδύναμα Πλήρους Απασχόλησης αυξήθηκε κατά 64% (από 36913 άτομα το 2011 σε 60537 το 2021).
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι, ότι συχνά παρατηρείται πως μετά από μια περίοδο καλών επιδόσεων, εκδηλώνονται σημεία κόπωσης του συστήματος ή διαφορετικής εστίασης σε άλλους προσανατολισμούς. Ο συγκεκριμένος τομέας όμως, που αποτελεί έναν από τους ιμάντες μεταφοράς της χώρας μας στο πολύπλοκο, συναρπαστικό και αινιγματικό μέλλον, προσομοιάζει σε μια κούρσα αντοχής - που απαιτεί πείσμα, διαρκή υποστήριξη και συνεχές τροχάδην! Και ασφαλώς μια στρατηγική και πρακτική αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων!
(*) Ο Γιάννης Καλογήρου είναι Ομότιμος Καθηγητής Τεχνολογικής Οικονομικής & Βιομηχανικής Στρατηγικής του ΕΜΠ πρώην Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του EKT (2011-2014).
Πηγή: www.kreport.gr