Εδώ μέσα, και αλλού, πολλοί ασκούμε μια ειρωνική κριτική στο νέο καθεστώς. Μπορεί να είναι ψυχωφελές. Μπορεί να είναι και ατελέσφορο, αν και νομίζω ότι κάνει τον ορίζοντα της ζωής μας λίγο πιο καθαρό. Έτσι κι αλλιώς, η χώρα διεκδικεί το τέλος της μυθοπλασίας. Χωρίς αφηγηματική δομή προς το παρόν. Διασπορικά και καρναβαλικά. Πάντως, όποιος διαβάζει σήμερα λογοτεχνία αποκλείεται να ζει ανάμεσά μας, το λέω προκλητικά, μα ίσως να το πιστεύω κιόλας. Η out of body experience δεν χρειάζεται πλέον μεταφορά, μετωνυμία, οποιοδήποτε τεχνικό αφηγηματικό μέσο.
Όμως με τους νεκρούς της ΕΡΤ δεν χωράνε αστεία. Ούτε καν πικρά χαμόγελα. Και δεν ξέρω αν χωράει κριτική. Γιατί πρόκειται για ανθρώπους που πέθαναν και οικείους που πόνεσαν. Έχουν όνομα και είχαν ύπαρξη. Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε γι’ αυτούς, στο όνομά τους. Μπορούμε να μιλήσουμε όμως για εκείνους που μιλούν στο όνομά τους.
Είναι προφανές ότι επιχειρείται με γκροτέσκο και κυνικό τρόπο η κατασκευή ενός εργαλείου προσλήψεων και εξυπηρετήσεων. Δεν το χωράει ο νους ίσως, αλλά τι σημασία έχει; Η ιστορία γράφεται τώρα βολονταριστικά — όχι μόνο η ιστορία ως πολιτική πράξη του σήμερα, μα το ίδιο το παρελθόν. Το αν αυτό οδηγεί σε μίσος, σε απαξία, σε αντιπαράθεση με βάθος, δεν ενδιαφέρει τους άθλιους που εργαλειοποιούν τη δυσκολία, τη φόρτιση, την επίπτωση μιας αυταρχικής απόφασης (το «μαύρο» του Σαμαρά ήταν τέτοια, ναι) και της εξίσου αυταρχικής συνέχειάς της σήμερα.
Στην πραγματικότητα, έχουμε μια ερεβώδη προσπάθεια μίμησης του μύθου του Πολυτεχνείου και μια φρικτή αναθεώρηση των λειτουργιών της. Μια στυγνή προσπάθεια εμπέδωσης όλων των δεινών που επέφερε η υπερ-χρήση του ’73 και μια σκληρή αναθεωρητική απαξία των χειραφετησιακών διαστάσεων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Τι κάνουν ακριβώς αυτοί οι αναθεωρητές της ιστορίας; Διαλύουν την ιστορική αναλογία με τα πραγματικά γεγονότα, επικαλούμενοι έναν αγώνα που δεν αντιμετώπισε σωματική βία (ευτυχώς που η τότε κυβέρνηση έσωσε τουλάχιστον αυτό) και διεκδικούν την αναλογία, μια εκ των υστέρων ολογραμματική πραγμάτωση των benefits της Γενιάς του Πολυτεχνείου. Και αν μπορεί να ασκηθεί κριτική σε αυτή τη γενιά (ό,τι και να σημαίνει αυτό) και την εξαργύρωση του αγώνα της για την αξιοποίηση της θυσίας κάποιων με όρους κοινωνικής και προσωπικής επιτυχίας, θα ήταν αδιανόητο να απαξιώσει κανείς την ίδια την εξεγερσιακή της πραξεολογία.
Στην περίπτωση των νεκρών της ΕΡΤ, αυτό που μας λέει το νέο καθεστώς είναι ότι η πραξεολογία αυτή δεν ελέγχεται πραγματολογικά, ότι αντιθέτως υπόκειται στην εκ των υστέρων επιβολή ενός κυρίαρχου λόγου για τα γεγονότα και ότι αρκεί η τελευταία για να αποδοθούν τιμές και αποζημιώσεις στους απογόνους των αγωνιστών. Οι νεκροί της ΕΡΤ, έτσι όπως εμφανίζονται, είναι ένας τρόπος πλήρους απαξίωσης των πράξεων εκείνων που για την Αριστερά —μα όχι μόνο— είχαν αυτοθυσιαστικό χαρακτήρα. Είναι η κατασκευή ενός δικαιώματος να ζήσεις από τον μύθο που έφτιαξες με την επικυριαρχία σου επάνω στην ιστορική ζωή.
Με όλη τη λύπη για τους ανθρώπους που πέθαναν και για τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, που μπορεί να νιώθουν σήμερα αμήχανοι και διχασμένοι γι’ αυτό που σημαίνει η αναγωγή τους σε ήρωες που έπεσαν στο καθήκον, θυμάμαι κάποιες συγκλίνουσες υπαρξιακές κουβέντες που είπαν γνωστά στελέχη της κατάληψης της Πατησίων το ’73: «Ένα χρόνο μετά κι ενώ ήμουν 22 χρονών παιδί, η κοινωνία με αντιμετώπιζε σαν ήρωα και δεν ήξερα τι να το κάνω αυτό στη ζωή μου».