Ένα χέρι, ένας αγκώνας, ένα πέλμα που συντρίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο για να επιβάλει την επιθυμία του είναι μια εικόνα που μας δείχνει ανάγλυφα το σκληρό προσωπείο της εξουσίας και το αποτέλεσμα της καταπίεσης. Τι αλλάζει αν αλήθεια φέγγει πάνω στο πρόσωπο του καταπιεσμένου; Θα χαθεί κι αυτή με το δίκιο.
Ο Ηρακλής μαινόμενος είναι τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης και διδάχτηκε (παίχτηκε) το 416 π.Χ. Η πλοκή εκτυλίσσεται με τον Ηρακλή να λείπει για τον τελευταίο άθλο του στον Άδη, αφήνοντας την οικογένειά του ευάλωτη και σε δεινή θέση. Ο πατέρας του, ο Αμφιτρύωνας, και η σύζυγός του, η Μεγάρα , μαζί με τα παιδιά τους, είναι εξόριστοι και αντιμετωπίζουν επικείμενη εκτέλεση υπό την τυραννική κυριαρχία του Λύκου. Ο Χορός, κάποτε ελεύθεροι πολίτες, είναι τώρα υπόδουλοι κάτω από αυτό το σκληρό καθεστώς, ενσαρκώνοντας την απώλεια της ελευθερίας και της ελπίδας μεταξύ του λαού της Θήβας.
Το έργο του Ευριπίδη Ηρακλής Μαινόμενος το πιο σκοτεινό και πιο ανθρώπινο έργο του ποιητή ανατέμνει στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, στη θεϊκή ιδιοτροπία και στην ευθραυστότητα της ανθρώπινης λογικής μέσα από το μύθο του Ηρακλή, ενός από τους πιο σεβαστούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Αυτή η σκοτεινή και τραγική αφήγηση διαδραματίζεται στη Θήβα, μια πόλη υπό την καταπιεστική κυριαρχία του τυράννου Λύκου. Το σκηνικό ενισχύει την αίσθηση της απόγνωσης και του χάους που διαπερνά το έργο, αντανακλώντας την αστάθεια τόσο μέσα στην πόλη όσο και μέσα στον ίδιο τον Ηρακλή.
Σε μια δραματική τροπή των γεγονότων, ο Ηρακλής επιστρέφει από τον Άδη πάνω στην ώρα για να ανατρέψει τον Λύκο, αποκαθιστώντας μια αχτίδα ελπίδας για μια ευτυχή λύση. Αυτή η στιγμή του θριάμβου, ωστόσο, είναι παροδική. Καθώς ο Ηρακλής ετοιμάζεται να γιορτάσει τη νίκη του και τη διάσωση της οικογένειάς του, οι θεοί επεμβαίνουν με μια σκληρή ανατροπή. Η Ήρα, η οποία τρέφει μακροχρόνια μνησικακία εναντίον του Ηρακλή, στέλνει τη θεά Λύσσα (Τρέλα - Μανία) για να τον οδηγήσει σε έξαλλη κατάσταση. Κάτω από αυτή τη θεϊκή τρέλα, ο Ηρακλής οδηγείται να διαπράξει το αδιανόητο: δολοφονεί τη γυναίκα του Μεγάρα και τα τρία του παιδιά.
Η κορύφωση του έργου είναι συγκλονιστική και οδυνηρή, καθώς ο Ηρακλής ξυπνά από την τρέλα του και συνειδητοποιεί με φρικτό τρόπο τις πράξεις του. Αυτή η στιγμή σηματοδοτεί το ναδίρ της πτώσης του από έναν λαμπρό ημίθεο σε έναν συντετριμμένο άνθρωπο, συντετριμμένο από τις συνέπειες της θεϊκής ιδιοτροπίας. Η μεταμόρφωση του ήρωα από μια μορφή τεράστιας δύναμης και θάρρους σε μια μορφή απόλυτης απόγνωσης και ενοχής υπογραμμίζει τις τραγικές διαστάσεις της αφήγησης.
Μέσα από αυτή την καταστροφική ακολουθία, ο Ευριπίδης διερευνά θέματα εξουσίας, τόσο ανθρώπινης όσο και θεϊκής, και την αδυναμία των θνητών απέναντι σε ανώτερες δυνάμεις. Το έργο αμφισβητεί τη δικαιοσύνη και την ηθική των θεών, παρουσιάζοντάς τους ως ιδιότροπα όντα των οποίων οι παρεμβάσεις στις ανθρώπινες υποθέσεις συχνά οδηγούν σε παράλογα δεινά. Ο Ηρακλής, κάποτε σύμβολο της ανθρώπινης υπεροχής και του ηρωισμού, μετατρέπεται σε τραγική φιγούρα της οποίας το μεγαλείο ακυρώνεται από δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει.
Τα πολιτικά υπονοούμενα στο «Ηρακλή Μαινόμενο» είναι πολλαπλά και σημαντικά. Η τυραννία του Λύκου στη Θήβα αντικατοπτρίζει το ευρύτερο θέμα των καταπιεστικών καθεστώτων και της εύθραυστης φύσης της ανθρώπινης ελευθερίας. Η σύντομη στιγμή απελευθέρωσης που φέρνει η επιστροφή του Ηρακλή επισκιάζεται γρήγορα από την τυραννική επιρροή των θεών, υποδηλώνοντας έναν παραλληλισμό μεταξύ ανθρώπινου και θεϊκού δεσποτισμού. Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί αυτή την αφήγηση για να προβληματιστεί σχετικά με τους περιορισμούς της ανθρώπινης δράσης και τα συχνά ανυπέρβλητα εμπόδια που επιβάλλονται από εξωτερικές δυνάμεις, είτε πρόκειται για γήινους άρχοντες είτε για θεότητες.
Με το έργο «Ηρακλής Μαινόμενος», ο Ευριπίδης μας βυθίζει στα έγκατα μιας τραγικής ανθρώπινης κατάστασης. Η εκκωφαντική πτώση του ήρωα χρησιμεύει ως παραβολή για την εγγενή ανεπάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξης όταν έρχεται αντιμέτωπη με την αυθαίρετη βούληση των θεών. Η εξερεύνηση του έργου για τη λογική, τον ηρωισμό και την ευαισθησία της ανθρωπότητας απέναντι στις θεϊκές και τυραννικές δυνάμεις παραμένει μια ισχυρή και επίκαιρη αφήγηση, που βρίσκει ανταπόκριση στις σύγχρονες κοινωνίες μέσα από την απεικόνιση του πόνου, της αδικίας και της εύθραυστης φύσης των ανθρώπινων θριάμβων.
Το έρεβος, το σκότος και το πένθος που καλύπτει την πόλη διατρέχει ολόκληρη την παράσταση του Δημήτρη Καραντζά. Η οικογένεια του Ηρακλή, ο γήινος πατέρας του ο Αμφιτρύων και η Μεγάρα παρουσιάζονται ως δυο ράκη, δυο τραγικές φιγούρες οι οποίες θρηνούν για τον χαμό του ημίθεου Ηρακλή και μαζί ετοιμάζονται για τον ολοκληρωτικό αφανισμό μιας και ο Τύραννος Λύκος έχει πολλούς λόγους για να θέλει να τους σκοτώσει και μαζί να αφανίσει οτιδήποτε πάνω στη γη που θυμίζει τον γενναίο και ανίκητο Ηρακλή. Και οι φίλοι που βρίσκονται οι φίλοι να βοηθήσουν την οικογένεια του Ηρακλή; Όλη την παράσταση τυλίγει η σκοτεινή βεβαιότητα ότι στη συμφορά οι φίλοι χάνονται, εξαφανίζονται. Οι αγαπημένοι του Ηρακλή δεν επιτρέπεται να μπουν στο παλάτι. Οι γέροι άνδρες του χορού συμπάσχουν με τα παθήματα των οικείων του ημίθεου αλλά δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Ο Λύκος καταφθάνει για να περιγελάσει και ξανά να απειλήσει το γέρο Αμφιτρύωνα και τη Μεγάρα, ετοιμαστείτε τους λέει ο χρόνος σας τελειώνει μην καθυστερείτε άλλο την εκτέλεση, αγκαλιάζοντας τον βωμό, μην ελπίζετε σε βοήθεια, ο Ηρακλής χάθηκε στον Άδη ο Κέρβερος θα τον αποτέλειωσε. Δικαιολογεί τη σφαγή που σχεδιάζει, υποστηρίζοντας ότι τα παιδιά του Ηρακλή, αν ζήσουν, θα επιχειρήσουν να εκδικηθούν τον παππού τους σκοτώνοντας τον Λύκο όταν μεγαλώσουν. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά απλώνει το σκότος από άκρη σ’ άκρη στη σκηνή, εξωθώντας σιγά, σιγά με μοχλό την τρέλα και τη μανία, τη λογική έξω από αυτήν. Ο χορός της παράστασης μια παρέα που ηλεκτρίζεται, λειτουργεί και δρα σαν ένα σώμα, απλώνεται σε όλη τη σκηνή υπό την καθοδήγηση του Τάσου Καραχάλιου. Ιδιαίτερα σημαντική η μουσική του Φώτη Σιώτα, έρχεται να υπογραμμίσει, να τονίσει και να οξύνει ό,τι συμβαίνει επί σκηνής. Ο Χορός των πέντε ανδρών (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος, μαζί με τον Φώτη Σιώτα και τον Δημήτρη Χατζηζήση) αναπτύσσεται και καλύπτει κάθε ίντσα της σκηνής, της δράσης και των ανατροπών της παράστασης.
Ενώ στην παράσταση όλα βαίνουν καλώς και έχουν πάρει τα πράγματα τη ροή τους, τα πάντα ανατρέπονται, ίσως στην κορυφαία σκηνή της παράστασης, όταν εισβάλουν στη σκηνή η Ίριδα (Ηρώ Μπέζου) και η Λύσσα (Άννα Καλαιτζίδου). Κάθε ισορροπία ανατρέπεται, η καταστροφική μανία των θεών απλώνεται σε όλη τη σκηνή. Η Ίριδα και κυρίως η Λύσσα παρά τις αμφιταλαντεύσεις τους θα ολοκληρώσουν το φρικτό έργο τους και ο Ηρακλής θα τραβήξει το δρόμο της καταστροφής και του αφανισμού. Η Ηρώ Μπέζου και η Άννα Καλαιτζίδου μας παρασύρουν με τις υπέροχες ερμηνείες τους στον κόσμο του ερέβους, της φρίκης και της καταστροφικής εξουσίας των θεών.
Ο Γιώργος Γάλλος στον ρόλο του γέρου Αμφιτρύωνα είναι εντυπωσιακός, μας ξενίζει στην πρώτη του εμφάνιση γιατί ο άνθρωπος είναι πολύ νέος για να παίξει τον γέρο πατέρα του Ηρακλή, αλλά μετά την πρώτη επαφή, ο ηθοποιός χωρίς κανένα βοηθητικό φκιασίδι, μακιάζ, μαλλιά, κυρτώνοντας το σώμα, κλείνοντας τις αρθρώσεις, ρίχνοντας τους ώμους μπροστά γίνεται ένας πειστικός υπέροχος Αμφιτρύων με την μειλίχια απόδοση των στίχων του ποιητή. Τα τελευταία λόγια του στο τέλος της παράστασης αντήχησαν σαν ένα οδυνηρό παράπονο που κατάπιε όλη την παράσταση.
Ο Δαδακαρίδης, αναλαμβάνοντας τον εμβληματικό ρόλο του Ηρακλή, επέλεξε μια διαφορετική ερμηνεία, αποβάλλοντας την παραδοσιακή εικόνα του ήρωα ως αήττητου υπέρ μιας πιο εξανθρωπισμένης, ευάλωτης απεικόνισης. Ενώ η προσέγγιση αυτή ανέδειξε τα τραγικά στοιχεία της μοίρας του Ηρακλή, η ερμηνεία του Δαδακαρίδη φάνηκε υπερβολικά ευαίσθητη καθ' όλη τη διάρκεια, αποτυγχάνοντας να αποτυπώσει επαρκώς την έμφυτη δύναμη και σκληρότητα του χαρακτήρα, ιδιαίτερα σε στιγμές οικογενειακής απειλής. Αυτή η συνεχής τρυφερότητα αποδυνάμωσε τον δραματικό αντίκτυπο του αγώνα και της ανθεκτικότητας του Ηρακλή. Η στοχαστική προσέγγιση του ρόλου, λειτούργησε θετικά στο μεταίχμιο μεταξύ της ηρωικής του αφίξεως και της οικογενειακής τραγωδίας.
Η Γουλιώτη, γνωστή για την ισχυρή και άμεση ερμηνεία της, έφερε βάθος και ένταση στο ρόλο. Η ερμηνεία της ήταν πλούσια σε συναίσθημα, μεταφέροντας αποτελεσματικά την αγωνία και την απόγνωση μιας μητέρας που βλέπει σε μεγάλο κίνδυνο την οικογένειάς της.
Ο Αινείας Τσαμάτης ως Λύκος είναι όσο πρέπει είρων, όσο χρειάζεται σκληρός και όσο δεν θα χρειαζόταν, αλλά τι να κάνουμε, ένα μνησίκακο τομάρι που τρέφεται με την εξουσία που ασκεί και τον τρόμο που σκορπά γύρω του, μια και δεν μπορεί ούτε σεβασμό να εμπνεύσει αλλά ούτε βέβαια και κάθε άλλο τρυφερό συναίσθημα.
Διατηρώντας σχολαστικά την ένταση και το συναισθηματικό βάθος του πρωτότυπου κειμένου, ο Καραντζάς γεφυρώνει με επιτυχία τα αρχαία θέματα με τις σύγχρονες ανησυχίες. Η σκηνοθεσία του χαρακτηρίζεται από οξεία επίγνωση των τραγικών στοιχείων του έργου, διασφαλίζοντας ότι η ωμή, προκλητική φύση του μηνύματος του Ευριπίδη αποδίδεται με σαφήνεια και αντίκτυπο. Η σκηνογραφία, ο φωτισμός και το ηχητικό τοπίο κάτω από τις κατευθύνσεις του, δημιουργούν συλλογικά μια ισχυρή ατμόσφαιρα καταδίκης και αναπόφευκτου, αντικατοπτρίζοντας το τραγικό βίο του Ηρακλή. Η προσεκτική και προσεγμένη στη λεπτομέρεια σκηνοθεσία διασφαλίζει ότι κάθε χειρονομία και φράση συμβάλλει στη συνολική τραγική αφήγηση, δημιουργώντας μια συνεκτική και συναρπαστική απεικόνιση του ανθρώπινου πόνου και της ανθεκτικότητας.
Ο Ηρακλής κατακρημνίζεται και από ανάγκη υπομένει τις άγριες επιθυμίες των θεών και τις βουλές αυτών, γιατί γνωρίζει ότι η τυραννία δεν αντέχει την αμφισβήτηση και την αμφιβολία, δείχνει σεβασμό προς την θεϊκή εξουσία αν και γνωρίζει ότι κάθε εξουσία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας και της ελευθερίας