Από όλες τις εγχώριες και διεθνείς κασσάνδρες που προέβλεπαν ότι η Ελλάδα θα βρισκόταν σήμερα εκτός του ευρώ και ενδεχομένως εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο Ρουμπινί ήταν ασφαλώς ο πιο διάσημος και θορυβώδης. Γι? αυτό έχει σημασία να υπογραμμίσουμε όχι τόσο την παραδοχή ότι έπεσε έξω, όσο την αιτιολόγηση της αποτυχημένης πρόβλεψης. Οτι δηλαδή υποτίμησε την πολιτική αποφασιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης να σώσει το ευρώ και την Ελλάδα. Η υποτίμηση αποτελεί σύμπτωμα της δυσπιστίας, της εχθρότητας και πάντως της ελλιπούς κατανόησης που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των αγγλοσαξονικών ελίτ, στο ιστορικό πολιτικό στοίχημα που έχει βάλει η Ευρώπη με τον εαυτό της. Την ίδια υποτίμηση τρέφει, στο αντίθετο πολιτικό άκρο, ο αντικαπιταλισμός της λεγόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Κοινό τους σημείο είναι η πεποίθηση στη σαρωτική ομογενοποιητική δύναμη των διεθνών αγορών και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που αναγκάζει την πολιτική ή να αποδεχτεί έναν υποτελή επικουρικό ρόλο ή να περιθωριοποιηθεί στην κουλτούρα της διαμαρτυρίας ή ακόμα χειρότερα της ένοπλης παραδειγματικής πράξης.
Η πραγματικότητα ωστόσο αποδεικνύεται πιο σύνθετη τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα. Από τη μια όντως τροφοδότησε τις ανωτέρω αποδιαρθρωτικές τάσεις, από την άλλη επανέφερε στην επικαιρότητα την πολιτική στην πιο δραματική και, γιατί όχι, στην πιο επιβλητική στιγμή της. Οταν αντιμετωπίζει μια οξεία δομική κρίση με πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά, και οι επιλογές που έχει μπροστά της είναι μεταξύ σκληρής, σκληρότερης ή καταστροφικής. Είναι εκείνες οι στιγμές που η συναίνεση δεν κερδίζεται ούτε σταθεροποιείται με την επανάληψη των παλαιών πολιτικάντικων συμπεριφορών, ακόμα και όταν αυτές έχουν πρόσκαιρη επιτυχία επιβραβεύοντας την αθλιότητα των δημαγωγών. Κερδίζεται από την επίγνωση του κινδύνου που η κοινωνία βαθμιαία αποκτά, κυρίως όμως από την (τραγική και όχι αλαζονική) αποφασιστικότητα των πολιτικών ηγεσιών, και τον προσδιορισμό ενός μακρινού εθνικού στόχου που αυτές οι ηγεσίες ορίζουν ως δικό τους πολικό αστέρα.
Το πραγματικό πειραματόζωο της παγκόσμιας κρίσης του 2008 ήταν και εξακολουθεί να είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση. Μια νομισματική ένωση που σχηματίστηκε με ιστορικά πολιτικά κριτήρια και όχι με όρους βέλτιστου νομισματικού χώρου. Και γι? αυτό ακριβώς βρίσκεται σε ιστορικό σταυροδρόμι. Από τη μια η κρίση έφερε στην επιφάνεια τις αποδιαρθρωτικές τάσεις, από την άλλη επικαιροποίησε το ιστορικό στοίχημα / πείραμα μιας γεωπολιτικής, πολιτικής και πολιτισμικής ενοποίησης που θέλει να απαντήσει με όρους πολιτικούς και δυνάμει δημοκρατικούς στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση του 21ου αιώνα. Δύσκολο να θυμάσαι διαρκώς το στοίχημα καθώς συσκοτίζεται από το αφόρητο γκρίζο των κοινοτικών και διακυβερνητικών διαδικασιών. Θυμόμαστε όμως ότι σε αυτό έχουν ποντάρει αρκετές πλέον γενιές, έχουν επενδύσει πολλά μικρά και μεγάλα συμφέροντα, έχουν αναλωθεί σπουδαίες πνευματικές δυνάμεις. Κι αυτό εξηγεί περισσότερο από οτιδήποτε την ανθεκτικότητα. Too big to fail. Οχι απίθανο, αλλά οπωσδήποτε πολύ μεγάλο για να αποτύχει.
Μέσα σε αυτή τη σύγκρουση τοποθετήθηκε το ελληνικό πρόβλημα. Εξω από το πλαίσιο της ευρωζώνης, η Ελλάδα θα ήταν μια απλή περίπτωση χρεοκοπίας εθνικού κράτους, από τις εκατοντάδες που έχουν συμβεί, ίσως ιδιαίτερα καταστροφική λόγω του χάσματος μεταξύ υψηλής κατανάλωσης και περιορισμένης παραγωγικής βάσης που μας χαρακτηρίζει. Μέσα στην ευρωζώνη η Ελλάδα έγινε η πρώτη περίπτωση ελεγχόμενης χρεοκοπίας ενός κράτους-μέλους μιας ανορθόδοξης υπερεθνικής οικονομικοπολιτικής οντότητας. Κατά τούτο, συνάντησε αρχικά την τιμωρητική πρόθεση των ευρωπαίων δανειστών, τις αντικρουόμενες στρατηγικές τους και την απειρία τους στην αντιμετώπιση της καινοφανούς κατάστασης. Από την άλλη, το χαρακτηριστικό της ελληνικής περίπτωσης ήταν ότι οι όροι που επιβλήθηκαν στη χώρα αποσκοπούσαν σε μια απότομη και επώδυνη λιτότητα ταυτόχρονα με ουσιαστικά μέτρα εξορθολογισμού και μεταρρύθμισης που το εθνικό πολιτικό σύστημα δεν είχε τολμήσει να κάνει. Ο μανιχαϊστικός λόγος Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο συσκότισε αυτή τη διπλή όψη και η εμφυλιοπολεμική σχεδόν πόλωση που επικράτησε παρήγαγε το χειρότερο αποτέλεσμα. Περισσότερη λιτότητα, λιγότερες μεταρρυθμίσεις. Τελικά η Ελλάδα γλίτωσε τα χειρότερα, εξακολουθεί να πληρώνει σκληρά, ευελπιστεί ότι βγαίνει βαθμιαία από τη μοναξιά της «εξαιρετικής περίπτωσης» για να ανακτήσει την αξιοπρέπεια του κράτους-μέλους της ΕΕ.
Η συγκυρία έχει όλη την αστάθεια και την αντιφατικότητα μιας μεταιχμιακής κατάστασης. Από τη μια, αποδυναμώνεται στην κοινή γνώμη η μανιχαϊστική αντίληψη της κρίσης με τους όρους που επέβαλε ο αντιμνημονιακός λόγος και συνειδητοποιείται βαθμιαία η ανάγκη μιας μακράς και κοινωνικά συντεταγμένης πορείας. Από την άλλη, αργεί να αναδυθεί μια σταθερή και μαζική συναντίληψη για τη μεσοπρόθεσμη ανασυγκρότηση της χώρας. Ομως η πολιτική και οι πολιτικές ηγεσίες θα κρίνονται όλο και περισσότερο με αυτό το υψηλό και δραματικό κριτήριο, ασχέτως αν θα συσκοτίζεται από την ευτέλεια του καθημερινού πολιτικού και επικοινωνιακού λόγου. Στον πυρήνα της στρατηγικής ανασυγκρότησης είναι ο τρόπος που η Ελλάδα θα διεκδικήσει τη νέα θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Χωρίς να αποκλείουμε ακόμα τελείως το καταστροφικό σενάριο της εθνικής περιθωριοποίησης με μια ενδεχόμενη αποκοπή από την ευρωπαϊκή διαδικασία, οι ρεαλιστικότερες προοπτικές είναι δύο. Θα συρθούμε και πάλι σε μια «αυθόρμητη» παθητική προσαρμογή, με τον κίνδυνο πλέον να εξαρτηθεί σταθερά η ανταγωνιστικότητά μας από τη φτηνή εργατική δύναμη; Ή θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε τους όρους μιας δυναμικότερης πορείας στον διεθνή καταμερισμό; Το ζήτημα δεν είναι τεχνικό ούτε προγραμματικό. Θα αποφασιστεί από τον χαρακτήρα του νέου κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού που θα διαμορφωθεί και από την τύχη που θα έχει η επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση του κράτους. Ετσι κι αλλιώς το προηγούμενο κοινωνικοπολιτικό μπλοκ της ύστερης Μεταπολίτευσης που δομήθηκε γύρω από το κρατικιστικό – συντεχνιακό μοντέλο ανάπτυξης έχει διαλυθεί. Σε αυτό είχαν στηριχθεί επισφαλώς, όπως αποδείχθηκε, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα, η διεύρυνση και ο πλουτισμός των μεσοστρωμάτων, η συνδικαλιστική κάλυψη των αδύναμων τμημάτων των εργαζομένων, αλλά και η ιδιωτική ιδιοποίηση του Δημοσίου με νομότυπους ή παράνομους τρόπους, η αναξιοκρατία, η παρασιτική διόγκωση των ελεύθερων επαγγελμάτων και της αυτοαπασχόλησης, η συστηματοποιημένη φοροδιαφυγή, η επιταχυνόμενη υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας κ.λπ.
Ο συντηρητισμός συνίσταται σήμερα στην προσκόλληση σε αυτό που διαλύθηκε, στη συγκάλυψη των εσωτερικών αιτίων της διάλυσής του και στη δημαγωγική εκμετάλλευση της κοινωνικής απόγνωσης ή δυσαρέσκειας. Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις αυτής της χώρας και τα τρία κόμματα που στηρίζουν την παρούσα κυβέρνηση διασφάλισαν κατ? αρχάς τη θέση της χώρας στο ευρώ και στην Ευρώπη. Καλούνται τώρα να κάνουν το επόμενο βήμα. Διατηρώντας το καθένα τη διαφορετικότητά του, πρέπει να φέρουν σε πρώτο πλάνο την ατζέντα της εθνικής ανασυγκρότησης. Αρκετά ο δημόσιος λόγος κατακλύστηκε από την αναβίωση των πιο αποτυχημένων εμπειριών του παρελθόντος.