«Γυμνά ονόματα κρατάμε». Έτσι τέλειωνε ο Έκο το «Όνομα του ρόδου». Ονόματα απομεινάρια πραγμάτων που φεύγουν, και γι αυτό ονόματα απογυμνωμένα από τις προηγούμενες σημασίες τους. Όλο και πιο έντονα έχουμε αυτή την αίσθηση καθώς λέξεις όπως νέο, παλαιό, Αριστερά, Σοσιαλδημοκρατία, ηθικό πλεονέκτημα, περιστρέφονται στον δημόσιο λόγο μιας θολής εποχής. Είναι ονόματα ιστορικής συνέχειας ή παρελκυστικής οικειότητας σε ένα Κόσμο που αλλάζει ριζικά;
Κοινή είναι η διαπίστωση ότι τα πολιτικά συστήματα των ανεπτυγμένων χωρών δοκιμάζονται από τη διάχυτη δυσαρέσκεια, τον πολιτικό κυνισμό και την αμφισβήτηση των «κατεστημένων» πολιτικών ηγεσιών. Τα μεγάλα ιστορικά κόμματα της μεταπολεμικής περιόδου, κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, είναι τα κατεξοχήν θύματα της κρίσης αντιπροσώπευσης. Φορείς της αμφισβήτησης είναι συνήθως κόμματα και πρόσωπα που λίγες δεκαετίες πριν θα ανήκαν στο πολιτικό περιθώριο ή στον πολιτικό υπόκοσμο. Με σημαία τον λαϊκισμό, συνήθως τον εθνικολαϊκισμό, κινητοποιούν τη διαμαρτυρία είτε από τα ακροδεξιά είτε από τα αριστερά πατώντας σε πραγματικά προβλήματα, χωρίς όμως να διαθέτουν λύσεις. Εξού και η τωρινή παράδοξη κατάσταση. Το «σύστημα», από τη μια αμφισβητείται, από την άλλη αφομοιώνει σχετικά εύκολα τους αμφισβητίες όταν έρθουν στην εξουσία. Με μεγάλο οικονομικό κόστος στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Με σημαντικό ηθικό-πολιτισμικό κόστος στην περίπτωση των κυβερνήσεων με συμετοχη ακροδεξιών της κεντρικής-βόρειας Ευρώπης, το οποίο κόστος προστίθεται στην ήδη επιτελούμενη υποβάθμιση του μεταπολεμικού «πολιτισμού της Δημοκρατίας».
Η διάψευση των λαϊκιστικών υποσχέσεων δεν προδικάζει μια πορεία «ομαλοποίησης» της πολιτική ζωής και των πολιτικών συμπεριφορών στο προσεχές μέλλον. Στις επιμέρους χώρες, το κόστος των λαϊκιστών στην εξουσία μπορεί να αποδειχτεί σημαντικό. Στην Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ παρατρίχα γλυτώσαμε το «ιστορικό ατύχημα». Στο ευρύτερο διεθνές σκηνικό εξάλλου, η άνοδος των «αντικατεστημένων» λαϊκιστών είναι ακόμα σε εξέλιξη και μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική αν συσσωρευτούν ταυτόχρονες μεταβολές σε χώρες-κλειδιά. Ποιο θα είναι το μέλλον του Κόσμου και της Ευρώπης σε μια ενδεχόμενη επικράτηση του Τραμπ και της Λεπέν; Ευτυχώς οι πιθανότητες είναι μικρές, αλλά και μόνο η εμφάνιση της δυστοπίας είναι ενδεικτική.
Στην Ελλάδα, επειδή η οικονομική κρίση έλαβε καταστροφικές διαστάσεις και επειδή ασκεί μεγάλη ιδεολογική επιρροή ένας απλοϊκός οικονομίστικος μαρξισμός, συναρτάμε αυτές τις εξελίξεις με τις επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ή την κρίση του «νεοφιλελευθερισμού», λέξης που στη χώρα μας σημαίνει όλα και τίποτα. Όμως στα σημαντικότερα για την παγκόσμια οικονομία κράτη, η οικονομική κρίση ήταν πρόσκαιρη και η επάνοδος πήρε την πεζή μορφή business as usual. Δεν υπήρξε καμμία ριζική πολιτική προγραμματική στροφή όπως είχε συμβεί στην κρίση του 1929, δεν επήλθε, ως τώρα τουλάχιστον, ένας ευρύτερος διανοητικός αναστοχασμός με επίκεντρο την κρίση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχασε δυνάμεις, παρά κέρδισε, μέσα στην κρίση. Και όπως δείχνει η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και της Νότιας Ευρώπης, προς το παρόν τουλάχιστον, το φλερτ της σοσιαλδημοκρατίας και της λεγόμενης «ριζοσπαστικής αριστεράς» δεν φαίνεται να παράγει και πολύ ανανέωση.
Τα πιο πάνω όμως δεν σημαίνουν ότι η κατάσταση «ομαλοποιείται» και η Πολιτική ξαναπαίρνει διεθνώς τον προηγούμενο δρόμο. Ακριβώς γιατί η σημερινή διάχυτη κοινωνική δυσανεξία δεν προκύπτει μόνο από τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ούτε ακολουθεί απλώς την κυκλικότητα των καπιταλιστικών κρίσεων. Η κατάσταση θυμίζει περισσότερο το «τέλος εποχής» του Μεσοπολέμου. Πολλαπλοί κύκλοι κλείνουν ταυτόχρονα, πολλές αλλαγές ιστορικού διαμετρήματος συμπίπτουν, επικαλύπτονται και διαπλέκονται, αυξάνει το απρόβλεπτο, η ανασφάλεια, η ενδεχομενικότητα της εποχής. Η κρίση του πολιτικού πολιτισμού που οικοδομήθηκε με πυλώνα το έθνος-κράτος, η παγκοσμιοποίηση και η πυκνή αλληλεξάρτηση, η αποδυνάμωση των νεωτερικών ταυτοτήτων του έθνους και τα τάξης, η «επιστροφή του ιερού», το χάσμα μεταξύ του παραγόμενου πλούτου και των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας – και ο κατάλογος θα μπορούσε να μακρύνει.
Πολλές λοιπόν οι πηγές της διάχυτης κοινωνικής δυσανεξίας. Το πολιτικό όμως αποτέλεσμα καθορίζεται από δύο πραγματικότητες. Ο μεν χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός έδειξε ιδιαίτερη αντοχή και προσαρμοστικότητα στην κρίση του 2008, οι δε «αντισυστημικές» δυνάμεις στηρίζουν την άνοδο τους πρωτίστως στην οικειοποίησης των συμβολισμών του έθνους-κράτους. Αυτό εξηγεί τη δύναμή τους όταν είναι αντιπολίτευση και την αδυναμία τους όταν γίνονται εξουσία, γιατί οι «εθνικές λύσεις» στον σημερινό Κόσμο δεν υπάρχουν παρά μόνο σε περίπτωση πλήρους κατάρρευσης της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Η συνισταμένη των δύο πραγματικοτήτων καταλήγει στο παράδοξο η εντεινόμενη αμφισβήτηση του «κατεστημένου» να συνυπάρχει με την εύκολη αφομοίωση των λαϊκιστών αμφισβητιών. Οι εναλλακτικές εξαγγελίες εγκαταλείπονται και η πολιτική ενσωματώνεται στο κυρίαρχο εθνικό οικονομικό-πολιτικό μοντέλο μέσω του οποίου η κάθε χώρα ανταγωνίζεται στον διεθνοποιημένο στίβο.
Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η αντιφατική πραγματικότητα στάθηκε η σωτηρία της χώρας αλλά και το χρονίζον πρόβλημά της. Η αφομοίωση τού αντιμνημονιακού εθνικολαϊκισμού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διέσωσε τη χώρα από το καταστροφικό GREXIT. Από την άλλη, η προγραμματική κουλτούρα και η νοοτροπία αυτού του χώρου είναι τελείως ανεπαρκής για να μεταρρυθμίσει το εθνικό οικονομικό-πολιτικό μοντέλο -προϋπόθεση απαραίτητη για την ασφαλή έξοδο από την κρίση. Ακόμα χειρότερα, εκφράζει και αντιπροσωπεύει τις αντιστάσεις του «συστήματος» στη μεταρρύθμιση που θα το έκανε ανταγωνιστικότερο κα δικαιότερο. Γιατί το ελληνικό πρόβλημα στην ουσία του είναι πώς θα μετασχηματιστεί το παλαιό κοινωνικοπολιτικό μπλοκ που βασίστηκε στην προσοδοκρατία των ισχυρών συμφερόντων και στην κρατικιστική-πελατειακή διανομή των πόρων, σε έναν αναπτυξιακό συνασπισμό που θα συνδυάσει την εξωστρέφεια του παραγωγικού μοντέλου με τις κοινωνικές πολιτικές που θα διευκολύνουν τον μετασχηματισμό του και θα μειώσουν το κοινωνικό κόστος. Το προσοδοκρατικό-πελατειακό μοντέλο, στην πορεία της μεταπολίτευσης κυριάρχησε και υπηρετήθηκε από όλα τα κόμματα. Μετά τη χρεοκοπία πνέει τα λοίσθια, αλλά εξακολουθεί να ασκεί καθοριστική πολιτική-εκλογική επιρροή. Η εκλογική βάση και η πολιτική κουλτούρα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στηρίζονται στη διατήρηση αυτού του πρώην «μοντέλου» και νυν ερειπιώνα. Το μέλλον όμως της χώρας εξαρτάται από τη σύμπτυξη μιας αναπτυξιακής κοινωνικής συμμαχίας που θα συσπειρώσει ευρέα τμήματα της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα και των μεσαίων τάξεων, τομείς του κεφαλαίου με λιγότερη εξάρτηση από κράτος, και μεγάλο αριθμό δημόσιων υπαλλήλων που έχουν υψηλότερη αίσθηση επαγγελματισμού από όση ο δημόσιος λόγος τους αποδίδει.
Στόχος της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, στόχος μιας προοδευτικής μεταρρυθμιστικής παράταξης είναι να συμβάλει στη συγκρότηση αυτής της συμμαχίας που θα μετασχηματίσει το εθνικό οικονομικο-πολιτικό μοντέλο. Υπηρετώντας αυτόν τον στόχο κερδίζει μια αυτόνομη ιδεολογική οπτική και μια αυτόνομη κριτική πολιτική λειτουργία, αντί να βιαστεί να στοιχηθεί πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΝΔ. Άλλωστε, η πορεία της ελληνικής κρίσης και του κομματικού συστήματος μπορεί να έχουν ακόμα νέα επεισόδια.