Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η Ευρωζώνη συνολικά αρχίζει να ξεπερνά την ύφεση. Σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις, θα υπάρξουν θετικοί ρυθμοί ανάκαμψης σε όλες σχεδόν τις χώρες της εντός του 2014.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αφού οι ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως της περιφέρειας, έχασαν μεγάλο μέρος του παραγωγικού τους δυναμικού, έφτασαν στο τέλος του καθοδικού κύκλου και φαίνεται τώρα να αρχίζουν μια ελαφρά ανοδική πορεία.
Η εξέλιξη αυτή στην ευρωπαϊκή οικονομία δεν αφορά σχεδόν καθόλου την απασχόληση, όπου τα ποσοστά ανεργίας θα συνεχίσουν να βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα, με πρωταγωνιστές την Ελλάδα και την Ισπανία.
Αυτή η αναιμική ανάκαμψη των ρυθμών μεγέθυνσης θα μπορούσε να ενισχυθεί και να παρασύρει και την απασχόληση μειώνοντας την ανεργία, όχι μόνο με εθνικές, αλλά κυρίως με ευρωπαϊκές λύσεις. Καθώς η κρίση αφορά το σύνολο της Ευρωζώνης, παρά τις σημαντικές εθνικές ιδιαιτερότητες, η έξοδος από αυτή πρέπει να προέλθει και από ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, τόσο στο επίπεδο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης όσο και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής.
Ξέρουμε ότι μία από τις βασικές αιτίες επιδείνωσης της κρίσης, κυρίως στις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, είναι ο τρόπος που έχει δομηθεί η ΟΝΕ. Το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική (δηλ. η πολιτική επιτοκίων και η συναλλαγματική ισοτιμία) ασκείται σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ η δημοσιονομική πολιτική, η εισοδηματική πολιτική και η τραπεζική εποπτεία παραμένουν σε εθνικό επίπεδο, υπήρξε ουσιαστικά ο σημαντικότερος παράγοντας της έντασης της οικονομικής κρίσης και της δυσκολίας εξόδου από αυτήν.
Εξάλλου, η έλλειψη οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης συνέβαλε στον εκτροχιασμό των οικονομιών της Ν. Ευρώπης και δυσκολεύει την επαναφορά τους σε ισορροπία.
Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, γερμανικής έμπνευσης, που ακολουθήθηκε και ακολουθείται για την έξοδο από την κρίση, φαίνεται ότι δεν έχει αποτέλεσμα, τουλάχιστον σε ορατό χρονικό διάστημα.
Η επιμονή στην άμεση εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης με περικοπές στις κρατικές δαπάνες (καταναλωτικές, αλλά δυστυχώς και επενδυτικές) και η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, επιδείνωσαν την οικονομική κρίση και οδήγησαν σε ύφεση ανάλογη με την ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως έδειξε καθαρά η ελληνική περίπτωση.
Ταυτόχρονα, η πολιτική με στόχο την αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μέσω μείωσης των αμοιβών και στον ιδιωτικό τομέα επιδείνωσε περισσότερο την ύφεση. Προφανώς υπήρξε μεγάλη βελτίωση και στο δημοσιονομικό έλλειμμα και στο έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών, αλλά το κόστος σε καταστροφή του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού (που δεν μπόρεσε να στραφεί πλήρως στις εξαγωγές), και κυρίως το κόστος σε ανθρώπινο πόνο λόγω της ανεργίας και της φτώχειας, υπήρξε και συνεχίζει να είναι δυσανάλογο των επιτευγμάτων στα ελλείμματα σε όλες τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Συνεπώς, η λύση, πέρα από τις εθνικές προσπάθειες, πρέπει να είναι ευρωπαϊκή και στα δύο αλληλοεμπλεκόμενα επίπεδα:
α) βελτίωση της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης με τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης που θα περιλαμβάνει την άσκηση από κοινού της δημοσιονομικής πολιτικής, της εισοδηματικής πολιτικής και της τραπεζικής εποπτείας, με στόχο την τραπεζική ένωση,
β) διόρθωση της οικονομικής πολιτικής με έμφαση σε αναπτυξιακές λογικές και στόχο τη μείωση της ανεργίας και της φτώχειας με την εφαρμογή ενός πανευρωπαϊκού Σχεδίου «Μάρσαλ».
Ηευρωπαϊκή λύση γίνεται επιτακτικότερη εν όψει των ευρωεκλογών, οι οποίες ίσως μεταφράσουν την απόγνωση μεγάλου μέρους των πολιτών της Ε.Ε. σε μίσος για το σημερινό συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων και οδηγήσουν στην ανατροπή του υπέρ ακροδεξιών, εθνικιστικών πολιτικών σχηματισμών, και πιθανώς σημάνουν και το τέλος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.