Λόγω ηλικίας, πολιτικής διαδρομής, και μνήμες της δικτατορίας, κάποιες φορές την ΕΥΠ τη λέω ακόμα ΚΥΠ και αποφεύγω τις πολλές κουβέντες στο τηλέφωνο όταν μιλώ με δημόσια πρόσωπα. Κλασσικό σύμπτωμα που κάποια βιώματα ξεπηδούν αυθόρμητα σε πείσμα των ριζικών αλλαγών που έχουν επέλθει. Στην περίπτωση της ΕΥΠ η αλλαγή είναι αυταπόδεικτη. Από τη Μεταπολίτευση και έπειτα βρέθηκε άλλοτε στα χέρια της ΝΔ, άλλοτε του ΠΑΣΟΚ, άλλοτε του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε μια ΕΥΠ που αντιστοιχεί σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, σε μια χώρα με τις γνωστές παθογένειες της Δημόσιας Διοίκησης και της πολωμένης πολιτικής ζωής. Όπως και στις άλλες δημοκρατικές χώρες, οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας κινούνται σε ένα οριακό σκιώδες πεδίο όπου η πολιτική διαφάνεια και η αναγκαία μυστικότητα κάποιες φορές συγκρούονται. Κάθε κρίση λοιπόν σε αυτές τις υπηρεσίες δίνουν και πρέπει να δίνουν, το έναυσμα για βελτίωση των θεσμών και των διαδικασιών που ρυθμίζουν αυτή την a priori αντινομική κατάσταση. Μπορεί να μην κινδυνεύει η Δημοκρατία, αλλά είναι «δείκτης ποιότητας της δημοκρατίας» όπως εύστοχα υπογράμμισε η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Η υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη παραμένει ανοιχτή, όχι μόνο σε επίπεδο κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά και επί της ουσίας – της πραγματολογικής και της θεσμικής ουσίας. Τα ερωτηματικά παραμένουν, καθώς ούτε οι παραιτήσεις, ούτε η ομιλία του Πρωθυπουργού άρκεσαν. Στον δημόσιο λόγο και στα ρεπορτάζ έχουν διατυπωθεί όλες οι απορίες και όλες οι πιθανές εκδοχές της υπόθεσης. Επείγει να απαντηθεί η βασική. Γιατί ο Ανδρουλάκης; Γιατί ένας απλός ευρωβουλευτής, τον Σεπτέμβριο του 2021; Η κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί ότι δεν μπορεί να το αποκαλύψει λόγω διεθνών επιπλοκών, αλλά ώς τώρα τουλάχιστον (Τετάρτη), δεν έχει υπάρξει μια πειστική έμμεση υπόδειξη που να προσανατολίζει την κοινή γνώμη χωρίς από την άλλη να εκθέτει τη χώρα. Και η κοινή γνώμη λίγο νοιάζεται αν η παρακολούθηση αφορούσε κινέζους, αρμένιους ή ουκρανούς. Νοιάζεται όμως αν έγινε απλώς γιατί ο Ανδρουλάκης ήταν ένας κομματικός αντίπαλος. Τότε η ΕΥΠ θα ξυπνούσε μνήμες ΚΥΠ. Αλλά η απάντηση στο ερώτημα αφορά και τον ίδιο τον Νίκο Ανδρουλάκη. Το πινγκ-πονγκ με την κυβέρνηση για την ενημέρωσή του πρέπει να κάπου να καταλήξει, και τότε να κρίνει και ο ίδιος τι θα γνωστοποιήσει στην κοινή γνώμη. Η μεσολάβηση της Αρχής Διασφάλισης του Απόρρητου των Επικοινωνιών μπορεί να είναι μια διέξοδος καθώς σε αυτή προεδρεύει ο εγνωσμένου κύρους και ακεραιότητας δικαστής κ. Χρήστος Ράμμος.
Εξίσου σημαντική με την πραγματολογική, είναι και η θεσμική διάσταση της υπόθεσης. Ποιες μεταρρυθμίσεις των διαδικασιών και του ελέγχου της ΕΥΠ θα γίνουν ώστε να μην επαναληφθούν τέτοιες καταστάσεις; Καλοδεχούμενα τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης, προφανώς χρειάζονται περισσότερα, και ήδη έχουν κατατεθεί χρήσιμες προτάσεις στον σχετικό δημόσιο διάλογο. Είναι προφανές ότι οι νέες θεσμικές εγγυήσεις θα ήταν ασφαλέστερες αν συγκέντρωναν τη συναίνεση των βασικών κομμάτων.
Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται. Η δημαγωγία και η τοξικότητα του κομματικού ανταγωνισμού ακυρώνουν κάθε τέτοια προοπτική. Η αναγγελθείσα νέα Εξεταστική Επιτροπή θα κάνει μια νέα τρύπα στο νερό. Η σημερινή ένταση και το ζήτημα ευνοούν περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η παροξυστική ρητορική του μπορεί να αποδειχτεί σφάλμα. Στην Ελλάδα δεν ανθεί ο «ορμπανισμός» όπως καταγγέλλει σε όλους τους τόνους, αντιθέτως η μεταπολιτευτική Δημοκρατία άντεξε το stress test της δραματικότερης οικονομικής κρίσης δυτικής χώρας. Και αν υπήρξε μια ορμπανικής υφής ενέργεια της εξουσίας ήταν ασφαλώς η απροκάλυπτη δίωξη όλων των πολιτικών ηγετών της αντιπολίτευσης στην υπόθεση Novartis που κατέπεσε οριστικά και με την ομόφωνη αθώωση του Α. Λοβέρδου. Ο Κ. Μητσοτάκης έχει ήδη «τραυματιστεί» από την υπόθεση, καθώς στη διάρκεια μιας τέτοιας κρίσης, η θέση του πρωθυπουργού σε ένα υπερσυγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης λειτουργεί σαν αλεξικέραυνο– τραβάει όλους τους κεραυνούς επάνω του. Από τις δικές του πρωτοβουλίες θα εξαρτηθεί προφανώς ο όποιος «έλεγχος των ζημιών» επιτευχθεί, αλλά μεταξύ των πρωτοβουλιών του θα πρέπει να είναι και η υιοθέτηση αποτελεσματικότερων «αντίβαρων» της δικής του εξουσίας εντός και εκτός κυβέρνησης. Ο Ν. Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύουν να πέσουν στην παγίδα την οποία πολλοί τους επισημαίνουν. Το ότι είσαι το θύμα της παρακολούθησης δεν σημαίνει ότι θα είσαι και ο κερδισμένος της αποκάλυψης. Χρειάζεται να πείσεις ότι δεν σπεκουλάρεις μικροκομματικά, αλλά ότι αντιμετωπίζεις το ζήτημα με την οφειλόμενη θεσμική και πολιτική υπευθυνότητα, διαφορετικά θα χάσεις και από τις δύο πλευρές.
Πόσο επιδρούν όλα αυτά στην κοινή γνώμη; Προκαλούν κομματικές μετατοπίσεις; Καμμία απάντηση δεν μπορεί να δοθεί αν δεν ολοκληρωθεί η εικόνα των παρακολουθήσεων. Θα μείνει στη «θεσμική» παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, ή θα εμφανιστούν άλλα δίκτυα παρακολούθησης τύπου predator; Αν μείνει μόνο στην υπόθεση ΕΥΠ, θεωρώ πιθανό η πολιτική κρίση να έχει χρονικά και δημοσκοπικά, περιορισμένη επίδραση. Οι «καθημερινοί άνθρωποι» έχουν μια διαμορφωμένη άποψη για τη λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών που ξεκινά από την πολλαπλώς διαπιστωμένη έλλειψη εμπιστοσύνης στην Πολιτική, τους πολιτικούς και τα κόμματα. Ο κοινός τόπος είναι «παρακολουθήσεις γίνονταν και θα γίνονται – αφορούν ‘αυτούς εκεί τους πάνω’ - μεταξύ τους παρακολουθούνται, εμένα δεν μ’ αρέσει, αλλά δεν με αφορά προσωπικά». Αν αυτό ισχύσει, τότε η υπόθεση ΕΥΠ δεν θα προκαλέσει πρωτογενώς κομματικές μετατοπίσεις, θα είναι ένα θέμα που θα επικαθήσει στις ήδη διαμορφωμένες επιλογές ή στις ήδη εξελισσόμενες μετακινήσεις. Το προσεχές κύμα δημοσκοπήσεων θα δείξει αν ισχύει αυτή η εικασία ή αν η υπόθεση ΕΥΠ θα δώσει το ηθικό πάτημα που θα «νομιμοποιήσει» την προσωρινή ή σταθερή απομάκρυνση ψηφοφόρων από τη ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση ΕΥΠ έχει δημιουργήσει μια καυτή επικαιρότητα που κάνει μάταιη ή πολυτέλεια όποια σκέψη για το ευρύτερο πρόβλημα των παρακολουθήσεων στις σύγχρονες κοινωνίες με τις σύγχρονες τεχνολογίες. Έναντι αυτών των νέων προκλήσεων, η σημερινή υπόθεση παραπέμπει στην εποχή του αργαλειού. Επαναλαμβάνεται με άλλα λόγια, η δυσκολία της Ελλάδας να συνομιλήσει και να προετοιμαστεί για το μέλλον παρότι ήδη αυτό αγκαλιάζει την καθημερινότητά μας. Πολλοί περιγράφουν αυτό το μέλλον σαν ανάδυση της «κοινωνίας της επιτήρησης» ανασκαλεύοντας τον Φουκώ ή τον Ντελέζ. Βρίσκω πειστικότερη την υπόθεση ότι οι σύγχρονες μορφές ελέγχου είναι πολύ πιο ιδιωτικοποιημένες, εμπορευματοποιημένες, συμμετοχικές και διαδικτυακές (Gros F., Η αρχή της ασφάλειας, εκδ. Πόλις 2016). Παράγονται από εμάς τους ίδιους την ώρα που καταχωρούμε εθελουσίως άφθονα προσωπικά στοιχεία, προτιμήσεις και δραστηριότητες στο Διαδίκτυο. Ο κίνδυνος είναι έτσι τροφοδοτούμε με υλικό τους αλγορίθμους των big data που θα χειριστούν κάπου αργότερα στο μέλλον πιθανές «ψηφιακές δικτατορίες».
ΥΓ. Προσωπικά «απορρίπτω» πάντα τα αιτήματα γνωστοποίησης προσωπικών στοιχείων και προτιμήσεων που μου ζητούν οι διάφορες ιστοσελίδες. Ίσως αυτό να είναι ο εκσυγχρονισμός εκείνου του προσωπικού βιώματος, από τότε που υπήρχε η ΚΥΠ.
Πηγή: www.tanea.gr