Στις αρχές
της δεκαετίας του 1950, οι εμπνευστές της Ενωμένης Ευρώπης ξάφνιασαν τους λαούς
τους και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εκφράζοντας την θέλησή τους για συμμετοχή
στην ΕΟΚ και της, όχι μόνον ηττημένης αλλά και ένοχης για το πρωτοφανές
αιματοκύλισμα των δύο πολέμων, Γερμανίας. Η θέση τους αυτή δεν είχε ως αφετηρία
την μεγαθυμία, αλλά την πεποίθηση ότι η σταδιακή ενοποίηση της Ευρώπης
(τουλάχιστον της Δυτικής τότε) θα κατέληγε σε κοινά συμφέροντα και επομένως και
σε μια συν-αντίληψη που θα οδηγούσε αβίαστα και στην πολιτική ενοποίησή της,
απομακρύνοντας οριστικά τους ανταγωνισμούς, τις διαμάχες και τους πολέμους από
την γηραιά ήπειρο.
Δυστυχώς η
πολιτική αυτή ενοποίηση, που προϋποθέτει αντίληψη κοινών εξωτερικών συνόρων και
ενιαία εξωτερική πολιτική και άμυνα, δεν ολοκληρώθηκε:
·
Η
πρόταξη της οικονομικής ενοποίησης με την Συνθήκη του Μάαστριχτ επανέφερε τον
ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών, επηρεάζοντας προς την κατεύθυνση αυτή και τους
ίδιους τους λαούς της Ένωσης που μέχρι τότε αντιμετώπιζαν με ενθουσιασμό την
προοπτική της ενοποίησης.
·
Η
διαχρονική αντίληψη της Μεγάλης Βρετανίας εναντίον κάθε είδους παραχώρησης
αποφασιστικών αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά κέντρα, αντίληψη εξ άλλου που κατέληξε
στην απόφαση αποχώρησής της, ναρκοθετούσε σταθερά κάθε προσπάθεια προς αυτή την
κατεύθυνση.
·
Η
ενοποίηση της Γερμανίας και η ένταξη στη σφαίρα επιρροής της των πρώην
ανατολικών χωρών της κεντρικής Ευρώπης, παράλληλα με τον οικονομικό γιγαντισμό της,
την κατέστησαν ηγεμονική ευρωπαϊκή δύναμη, παρά την διαχρονική και εγγενή
αδυναμία της να λειτουργήσει με οπτική ευρύτερη της στενά Γερμανικής,
συμβάλλοντας αντικειμενικά στην απώθηση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Διαψεύδοντας, δυστυχώς, τις ελπίδες των οραματιστών εκείνων που την
συμπεριέλαβαν στον αρχικό πυρήνα της ΕΟΚ.
Αποτέλεσμα
όμως αυτής της ατελούς κατάστασης στον Ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι μόνον η έσωθεν
κατάλυση της συλλογικής ισχύος της Ένωσης, αλλά είναι κυρίως η ενθάρρυνση
δυνάμεων, που αποδεδειγμένα λειτουργούν αγνοώντας το διεθνές δίκαιο, να επιχειρούν
δράσεις που βλάπτουν ουσιαστικά την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά και κράτη μέλη της
ειδικότερα. Η εικόνα μίας Ευρωπαϊκής Ένωσης που στα λόγια
καταδικάζει κάθε παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αλλά στην πράξη αποδέχεται τα
τετελεσμένα, μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλεί σε πρόσωπα όπως ο Πούτιν και ο
Ερντογάν. Ακόμη περισσότερο που η ηγεμονεύουσα Γερμανία συνεργάζεται μαζί τους
με τρόπο που δείχνει να αγνοεί (έως και να αποδέχεται) την επιθετική τους
συμπεριφορά.
Αναπότρεπτα,
η άσκηση αυτόνομης εθνικής εξωτερικής πολιτικής από τα κράτη μέλη θα λάβει
πλέον εντελώς απροκάλυπτη μορφή. Οι σχέσεις Γερμανίας – Τουρκίας από τα μισά
του 19ου αιώνα και μέχρι σήμερα, για λόγους που οι δύο αυτές χώρες αντιλαμβάνονται
καλλίτερα παντός τρίτου, παραμένουν αδιαπραγμάτευτα στενές και προνομιακές. Και
έτσι θα συνεχίσουν, εις βάρος των συμφερόντων της υπόλοιπης Ευρώπης. Ενώ η
Ρωσία, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, βρίσκεται ωφελημένη σε επιρροή σε περιοχές για
τις οποίες λίγα χρόνια πριν είχε χάσει
κάθε ελπίδα επαφής. Οι χώρες που θίγονται από την προοπτική μίας ολοφάνερα
επιχειρούμενης Γερμανικής, Τουρκικής και
Ρωσικής κυριαρχίας στην Μεσόγειο ήδη αρχίζουν να αντιδρούν συντονισμένα. Κατ?
αρχήν όλες οι μεσογειακές, με προεξάρχουσα την Γαλλία, στη συνέχεια με
βεβαιότητα θα συμπαραταχθούν και οι κλασσικές ναυτικές δυνάμεις.
Μακάρι
κάποιοι από τους ηγέτες που αποφασίζουν να ξαναδιαβάσουν την Ιστορία. Και να
την θυμίσουν και στους υπόλοιπους. Οι τελευταίοι μήνες πάντως μυρίζουν έντονα
το 1938 και το 1939.