Καταλαβαίνει κανείς την απογοήτευση, την οργή, τον θυμό που διατρέχει την κοινωνία απέναντι στα κόμματα εξουσίας, που διαμόρφωσαν εν πολλοίς το σημερινό καθεστώς χρεοκοπίας. Εξίσου κατανοητή είναι η ανασφάλεια που δημιουργεί σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού η έκρηξη ενός ανεξέλεγκτου μεταναστευτικού κύματος.
Αυτό που δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς, όσο και αν προσπαθεί να εκλογικέψει αυτές τις αντιδράσεις, είναι η καταφυγή ενός καθόλου ασήμαντου, όπως φαίνεται, τμήματος πολιτών στις ακροδεξιές ή ακόμη και φασιστικές αγκάλες, ως διέξοδος. Οσο και αν είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι σε περιόδους κρίσης ο ακραίος εξτρεμιστικός λαϊκισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί και να υποδεχθεί ένα κομμάτι της λαϊκής δυσαρέσκειας, αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας είναι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα τουλάχιστον της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας.
Μια ακραία οργάνωση, με φασίζουσες προδιαγραφές, που ως τώρα βρισκόταν στο περιθώριο του περιθωρίου, εμφανίζεται να διεκδικεί ένα ικανότατο κομμάτι του εκλογικού σώματος και να επιτυγχάνει μια άνετη είσοδο στη Βουλή. Ενα κατ’ εξοχήν αντικοινοβουλευτικό μόρφωμα να αποτελεί δηλαδή τη… δημοκρατική απάντηση μιας μερίδας οργισμένων έστω πολιτών. Είναι γεγονός ότι η απόσταση από τη χούντα και τη μετεμφυλιακή περίοδο της εθνικοφροσύνης έχει μειώσει τις αντιστάσεις μιας μερίδας πολιτών, ιδιαίτερα νέων ηλικιών, που δεν έχουν, όχι την εμπειρία, αλλά ούτε καν την αίσθηση αυτών των εποχών και των πρακτικών που σημάδεψαν μία και πλέον γενιά.
Η επανανομιμοποίηση μιας ακραίας, ξενοφοβικής εθνικοφροσύνης, το τσουβάλιασμα συλλήβδην των πολιτικών που άσκησαν εξουσία σε νέα… μιάσματα και κυρίως η αποδοχή αυτών των αντιλήψεων από μια, όχι ασήμαντη όπως φαίνεται, μερίδα πολιτών που πλήττεται πραγματικά από την κρίση, αποτελεί επικίνδυνη εξέλιξη. Οχι τόσο γιατί κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε σε ένα αντιδημοκρατικό ή αυταρχικό μοντέλο εξουσίας, αλλά γιατί κυρίως δημιουργεί συνθήκες διχασμού και σύγκρουσης μέσα στην κοινωνία.
Μια κοινωνία που, ας μην το ξεχνάμε, έχει εθιστεί στην ανοχή της βίας και των λαϊκιστικών αντιδράσεων. Κάτι που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η Χρυσή Αυγή με τις επιχειρήσεις βίας κατά μεταναστών στον Αγιο Παντελεήμονα και αλλού, αλλά και με τη συνεχή παρουσία τους μαζί με τους αγανακτισμένους στην πλατεία. Και βέβαια βοήθησε στη «νομιμοποίησή» της, όσο και αν δεν θέλουν να το καταλάβουν, η πρακτική ενός μέρους της Αριστεράς και της Ακροαριστεράς, που με τον λαϊκισμό τους και την τακτική της «υπεράσπισης» των μεταναστών βρέθηκαν αντιμέτωποι σε κάθε προσπάθεια, ακόμη και την πιο ήπια, αντιμετώπισης των πραγματικών κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργεί η υπερσυγκέντρωση μεταναστών σε συγκεκριμένες περιοχές. Κάπως έτσι κατάφερε να αποκτήσει δυναμικά ερείσματα σε κάποια κομμάτια της κοινωνίας, να βρεθεί με εκπρόσωπο στον δήμο της Αθήνας και να διεκδικεί σήμερα την είσοδό της στη Βουλή.
Οταν ο διάχυτος θυμός μιας κοινωνίας δεν βρίσκει διέξοδο μέσα από ένα πειστικό και συγκροτημένο διάλογο, όταν τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται αλλά κουκουλώνονται ή παρακάμπτονται, είναι δυστυχώς αναπόφευκτο να οδηγείται και σε ακραίες, αντιδημοκρατικές, ακόμη και φασίζουσες αντιλήψεις. Και όσο δεν το καταλαβαίνουν αυτό τα κόμματα του συνταγματικού τόξου, τόσο δυστυχώς θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να αναπτύσσονται αντιδημοκρατικά και αντικοινοβουλευτικά μορφώματα…