Όταν κάποιος συμμετέχει από καιρό σε ένα κόμμα, έχει συνήθως την άνεση να ανήκει στην πλειοψηφία ή στην μειοψηφία του κόμματος (αυτό ισχύει για τα περισσότερα κόμματα που δεν είναι μονολιθικά). Όταν όμως αποφασίζει να ενταχθεί κάποια στιγμή σε ένα κόμμα, σχεδόν πάντα, έλκεται από την πλειοψηφούσα άποψη του κόμματος στο οποίο προτίθεται να ενταχθεί. Πολύ δύσκολα αποφασίζει να ενταχθεί σε ένα κόμμα με του οποίου την κυρίαρχη άποψη διαφωνεί αλλά τον συγκινεί μία μειοψηφούσα τάση σε αυτό. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για έναν που προέρχεται από ένα άλλο κόμμα και μετακινείται, και κάπως λιγότερο για κάποιον που εντάσσεται για πρώτη φορά σε κόμμα. Όταν φεύγεις από ένα κόμμα ως διαφωνών δεν προσχωρείς σε ένα άλλο για να διαφωνείς και πάλι με την κυρίαρχη άποψη του νέου κόμματος. Προσχωρώντας σε ένα κόμμα, λογικό είναι να θέλεις να υπερασπιστείς την επιλογή σου αυτή υποστηρίζοντας την πολιτική του κόμματος που εντάσσεσαι. Ψυχολογικά είναι αδιανόητο να προσχωρείς σε ένα κόμμα με σκοπό να το κριτικάρεις …από μέσα.
Στην πρόχειρη αυτή προσπάθεια να ενταχθούν σε μια κατηγορία στην τυπολογία των προσχωρούντων σε κάποιο κόμμα, η μεγάλη τραγωδία αφορά αυτούς που επιστρέφουν σε ένα κόμμα από το οποίο είχαν αποχωρήσει. Υποκατηγορία αυτής της τραγωδίας έχει σχέση με το χώρο της αριστεράς. Πιο πολύ όμως έχω στο μυαλό μου όσους αποχώρησαν από τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, για τους συγκεκριμένους τότε λόγους, εντασσόμενοι στη ΔΗΜΑΡ και τώρα επιστρέφουν ή το σκέφτονται να επιστρέψουν στο ΣΥΡΙΖΑ.
Συνοπτικά, οι λόγοι της αποχώρησης τότε από το ΣΥΡΙΖΑ ήταν τρεις: η αδυναμία συνύπαρξης με τον αριστερισμό στο ΣΥΡΙΖΑ, ο θολός ευρωπαϊσμός του ΣΥΡΙΖΑ και η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα θέματα της βίας -όλα αυτά σε ένα υπόβαθρο αυξανόμενου λαϊκισμού.
Στα χρόνια που πέρασαν από τότε (καλοκαίρι του 2010) ο αριστερισμός αυξήθηκε μέχρι και τη ρήξη στο κόμμα μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου και την αποχώρηση της «αριστερής/αριστερίστικης πτέρυγας. Έκτοτε, έχουμε μια ιδιότυπη παρακαταθήκη που άφησαν πίσω τους οι αποχωρήσαντες περισσότερο ως διάχυτη πρακτική και λιγότερο ως οργανωμένη τάση.
Ο ευρωπαϊσμός του ΣΥΡΙΖΑ φαινομενικά έχει περισσότερα στοιχεία πραγματισμού, στην πράξη, στην ουσία όμως νομίζω πως είναι περισσότερο αντι-ευρωπαϊκό κόμμα σήμερα παρά ποτέ. Τη σημερινή του σχέση με την Ευρώπη την εισπράττει ως ήττα, ως τιμωρία, ως εκβιασμό. Η μόνη του αναφορά στην ΕΕ είναι η κριτική και η καταγγελία. Για όλα τα δεινά του Νότου αλλά και τα μεγάλα προβλήματα της Οικουμένης κύριος υπεύθυνος, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η ΕΕ (επειδή του δίνουν λιγότερα ευρώ και καθυστερημένα και μετά από αξιολόγηση). Δεν υπάρχει κριτική προς την Ρωσία, την Κίνα, ούτε καν προς τις ΗΠΑ!
Στα θέματα της βίας, η μόνη εξέλιξη που έχουμε είναι ότι, …δυστυχώς, τώρα κυβέρνηση είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ και άρα τη βία την ασκεί, φυσικά, το κράτος, αλλά την ανέχεται ταυτόχρονα όταν ασκείται από τους παραδοσιακούς φορείς της.
Ο λαϊκισμός έχει περάσει σε ανώτερη κλίμακα γιατί το ίδιο κόμμα πρέπει να διαχειριστεί το σχιζοφρενικό δίπολο: και τότε είχαμε δίκιο και τώρα έχουμε δίκιο, καλώς υποσχεθήκαμε τότε και καλώς δεν (μπορούμε να) τα κάνουμε σήμερα, καλώς ήμασταν αντιμνημονιακοί και καλώς εφαρμόζουμε σήμερα μνημόνιο, καλώς ήμασταν κατά των ιδιωτικοποιήσεων και καλώς ιδιωτικοποιούμε σήμερα κλπ.
Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι «χειρότερος» από αυτόν που αφήσαμε το 2010.
Νομίζω πως το επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε (προς το καλύτερο), δεν ισχύει, τουλάχιστον από τη σκοπιά που κρίθηκε το 2010 με την αποχώρηση. Πάντως, αν κάποιους δικαιώνει –από όσους το πιστεύουν- είναι αυτούς που έμειναν τότε και το «πάλεψαν από μέσα». Έτσι όσοι προτίθενται να επιστρέψουν προσθέτουν ένα ακόμα λάθος στα άλλα λάθη τους, ότι δεν έμειναν να το παλέψουν και ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε χωρίς αυτούς. Τα άλλα δύο προκύπτουν ντε φάκτο, ένα που έφυγαν και ένα άλλο όσα έκαναν πηγαίνοντας στη ΔΗΜΑΡ (κυρίως γιατί συγκυβέρνησαν με τους Σαμαρο-Βενιζέλους).
Φυσικά, δεν θεωρώ μεμπτό πράγμα την πολιτική και κομματική κινητικότητα, ούτε καν τις λάθος πολιτικές ή κομματικές επιλογές τις οποίες κάποιος προσπαθεί να επανορθώσει με νεώτερες επιλογές με βάση τις εξελίξεις και την πείρα που εντωμεταξύ απέκτησε. Σήμερα όλα αυτά είναι πιο συχνά, αλλά πιο απαιτητική η αιτιολόγησή τους.
Για όσους, λοιπόν, επιστρέφουν στο ΣΥΡΙΖΑ, έναν μόνο τρόπο ύπαρξής τους στο κόμμα αυτό μπορώ να φανταστώ, την απόλυτη ταύτιση με την κυρίαρχη σήμερα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και την απουσία κάθε κριτικού λόγου για τα «λάθη» του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα στερούνται κάθε πολιτικού και κυρίως ηθικού δικαιώματος να κριτικάρουν επιλογές των παλαιών τους συντρόφων, έστω και αυτών που σήμερα είναι στην μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, αυτοί που έφυγαν και επιστρέφουν ομολογώντας, ντε φάκτο, ότι έκαναν λάθος και που έφυγαν το 2010 και ειδικά γιατί πήγαν στη ΔΗΜΑΡ.
Ένας τέως ΣΥΡΖΑίος που έφυγε για να δημιουργήσει τη ΔΗΜΑΡ και τώρα επιστρέφει, μόνον ως ακραιφνής Τσιπρικός μπορεί να υπάρξει στο νέο ρόλο του, υποστηρικτής του Παππά, του Κατρούγκαλου, ακόμα και του Καμμένου, του Σπίρτζη και του Πολάκη!
Βασιλικότερος του βασιλέως, μόνον! -λίγη κριτική, λίγη όμως, στο Βαρουφάκη, επιτρέπεται.
Βέβαια το δίλημμα αφορά ελάχιστους με ώτα μη ακουόντων.
Πριν περάσει την πόρτα της Κουμουνδούρου, τον κριτικό του λόγο να τον κρεμάσει έξω με μανταλάκια στην πλατεία, γιατί μπαίνοντας στα γραφεία, θα τον “ψάξουν”.
Βέβαια, αν θελήσει -λέμε αν- να (ξανά)βγει μάλλον δεν θα τον (ξανά)βρει -τον κριτικό λόγο, γενικά…