Δημήτρη Κουφοντίνα, διάβασα το βιβλίο σου και έχω σοβαρούς λόγους που σου γράφω αυτή την επιστολή.
Εκπροσωπείς την απόχρωση μιάς ιδέας, το δεδομένο μιας συμπεριφοράς, και είσαι ηρωικό παράδειγμα μίμησης για τους ομοϊδεάτες σου και αποφυγής για όλους τους υπόλοιπους.
Προσωπικά, μπορεί ο καθένας να σε αγνοήσει επειδή έχεις κάνει τον κύκλο σου και τώρα είσαι εκτός μάχης. Τις απόψεις σου όμως που τις θέλεις ζωντανές και ενεργές στην κοινωνία, δεν έχουμε την πολυτέλεια να τις αγνοήσουμε.
Τώρα που έδωσες το στίγμα σου με την συγγραφή ενός μέρους της ιστορίας σου, αξίζει να δούμε αν απέχτησες πλεονέκτημα ή μειονέκτημα στο θεωρητικό επίπεδο, των ιδεών και της πολιτικής. Διότι μέσα απ’ αυτά ενθαρρύνεις – με αμφιβολίες είναι αλήθεια – τη συνέχεια του αιματηρού δρόμου, όταν το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας, εύχεται το τέλος.
Και πριν μπούμε στην ουσία, πρέπει να ξέρεις ότι δεν σε προσπερνάω σαν άνθρωπο και παραμένω στην πλευρά που θέλει να μην μοιάζει αλλά να υπερέχει η συμπεριφορά της πολιτείας προς τους φυλακισμένους, από εκείνη για την οποία οι ίδιοι καταδικάστηκαν.
Με την πλευρά που θέλει την πολιτεία να δικαιολογεί και να επιβεβαιώνει το λόγο για τον οποίο φυλακίζει. Και ο λόγος είναι, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμη και όσων δεν σεβάστηκαν το βασικότερο, το δικαίωμα της ζωής.
Επί της ουσίας:
Το δίκαιο που επικαλείσαι ως κίνητρο στοχευμένης βίας κατά των αδίκων, αντιλαμβάνεσαι υποθέτω, ότι ως γενικός κανόνας, είναι μια ιδεοπαγίδα που μπορεί να κάνει τον καθένα εγκληματία. Διότι «σκοτώνω τους κακούς για το δίκιο των καλών», είναι ένα μότο που το έχουν καταχραστεί κατά κόρον όλες οι ιδεολογικές αποχρώσεις. Μαζί μ’ αυτό, κατανοείς φαντάζομαι, ότι αν ο καθένας χρήσει τον εαυτό του και την παρέα του δικαστή και τιμωρό μαζί, τότε η ζούγκλα θα μοιάζει με παράδεισο ενώπιον της ανθρώπινης ζούγκλας.
Όμως, οφείλουμε να εντοπίσουμε και μια διαφορά. Άλλη ποιότητα και άλλη καταχώρηση έχει στην συνείδηση της ανθρωπότητας ο αγώνας κατά των εκμεταλλευτών και των πάσης φύσεως δυναστών και άλλη των δυνατών που εξοντώνουν έθνη, ράτσες και κατηγορίες ανθρώπων, για να στερεώσουν μια εξουσία που μηδενίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Ρομπέν των δασών είναι ήρωας και ο Χίτλερ κάθαρμα. Προφανώς, δεν μπορεί να αναμειχτεί στην κουβέντα μας και να μας ζητήσει ίση μεταχείριση, ο Νορβηγός Μπρέιβικ που σκότωσε 77 ανθρώπους, παιδιά τα περισσότερα, για να εξυπηρετήσει την δυνατή φυλή του.
Αλλά αυτές οι καθαρές εικόνες, δεν είναι από μόνες τους ικανές να δικαιολογήσουν τον Ροβεσπιέρο για την τρομοκρατία στη γαλλική επανάσταση, ούτε τον Στάλιν και τον Πολ Ποτ με τους κόκκινους Χμερ.
Το επιχείρημα της φιλολαϊκής ιδέας, από μόνο του, δεν δικαιώνει εγκληματικές πράξεις.
Ας πάμε λοιπόν μ’ αυτόν το πρόλογο στους ισχυρισμούς σου
Επικαλείσαι την επανάσταση του 21, την αντίσταση του ΕΛΑΣ και την δράση του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο, και θεωρείς ότι είσαστε οι συνεχιστές εκείνων των αγώνων.
Παραβλέπεις όμως την τεράστια διαφορά, ότι εκείνοι είχαν στρατιώτες απέναντί τους και δεν πυροβολούσαν πισώπλατα πολίτες. Ακόμη κι αν συμφωνήσει κάποιος μαζί σου για την ενοχή των θυμάτων σε πλείστα όσα εγκλήματα, η διαφορά ανάμεσα στην δολοφονία και το φόνο, είναι εναντίον σας.
Θα σας αναγνωρίσουμε ότι χρειάζεται μεγάλο σθένος για να θέσει κανένας σε απόλυτο κίνδυνο και σε καραντίνα τη ζωή του προκειμένου να φέρει στο κόσμο την δικαιοσύνη που πιστεύει, αλλά το ύπουλο χτύπημα έξω από τη μάχη, θα είναι πάντα όνειδος, παρά τις αμέτρητες επαναλήψεις της λέξης «πόλεμος» στα γραφτά σου.
Επικαλείσαι το λαό για τα πάντα όσα κάνατε.
Σας εξουσιοδότησε κανένας λαός; Μιλάς για ένα 20% που επικροτούσε, θριαμβολογείς γι’ αυτό και σωπαίνεις για το 80%.
Κι από εκείνο το όποιο μικρό ποσοστό, μήπως μπορείς να υποθέσεις σε ποια πλευρά βρίσκεται σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του; Στη δική σας νομίζεις; Πόσοι είναι άραγε εκείνοι που ονειρεύονται «ένα κόσμο χαρούμενο κι ευτυχισμένο», όπως εσύ το διατυπώνεις; Δεν σου περνάει από το νου ότι – κατά κύριο λόγο -απευθυνθήκατε στα πιο μνησίκακα και ταπεινά ένστικτα τα οποία μόνο επαναστατικά δεν είναι; Το «ένας Στάλιν» ή «ένας Χίτλερ» χρειάζεται, είναι το μότο της μούργας ή της αφέλειας του λαού, και όχι των οραματιστών μιάς καλύτερης και δίκαιης κοινωνίας. Η οποία μούργα και αφέλεια, όντως απαγκιάζει στο Στάλιν ή στο Χίτλερ. Αυτός είναι ο λαός που σας ζητάει να τον σώσετε;
Επικαλείσαι τις επαναστατικές θεωρίες που θέλουν το λαό να ξεσηκώνεται από μια ένοπλη πρωτοπορία και να γίνεται στο δρόμο μάχιμη πλειοψηφία. Όπως έγινε στη Ρωσία στη Κούβα και στη Κίνα.
Απορίας άξιο είναι ότι παραβλέπεις τρία γεγονότα.
1. Αυτές οι επαναστάσεις έγιναν σε χώρες με ημιφεουδαλικά χαραχτηριστικά και ανολοκλήρωτο καπιταλισμό. Κύρια δύναμη υπήρξαν οι εξαθλιωμένοι αγρότες. Οι συνθήκες συγκριτικά με την Ελλάδα ήταν εξόφθαλμα διαφορετικές.
2. Η μαζικοποίηση ήταν ραγδαία ανοδική και η νίκη τους ήρθε σε σχετικά σύντομο χρόνο.
3. Δεν προήλθαν από αντάρτικο πόλεων. Κανένα αντάρτικο πόλεων δεν έχει καταλήξει σε νικηφόρα επανάσταση
Και τα ερωτήματα που προκύπτουν, παραείναι απλά:
Το δικό σας αντάρτικο πόλεων, συνολικά, κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Κάποια ευρύτερη αποδοχή είχατε μόνο στην αρχή, επειδή οι εκτελέσεις των βασανιστών βρήκαν έδαφος στο θυμικό, στην αγανάκτηση του λαού, λόγω της σκανδαλώδους ατιμωρησίας των χουντικών.
Γιατί συνεχίσατε;
Τι ακριβώς προσδοκούσατε όταν μάλιστα παρατηρείς διαρκώς στην αφήγησή σου ότι η πρόσβαση στο μαζικό κίνημα δεν μπορούσε να ευοδωθεί; Κι όταν φτάνεις να καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι «οι τελευταίοι αντάρτες χάνονταν με το ρυθμό που χάναμε την υποστήριξη του οργανωμένου λαού»;
Τίποτα δεν έδειχνε – ούτε σε σένα – ότι στην Ελλάδα θα γίνει αυτό που δεν έγινε πουθενά στον κόσμο, σε παρόμοιες συνθήκες.
Το ερώτημα είναι επίμονο. Γιατί συνεχίσατε;
Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε την προσπάθεια που κάνεις να εξηγήσεις την απομόνωση και την ματαίωση του στόχου σας. Αλλά με τη σειρά μας πιστεύουμε ότι έχεις χαθεί σε θέματα ταχτικής και σου είναι δύσκολο να δεις το ολοφάνερο. Κατανοητό από τη μια, για κάποιον που αφιέρωσε όλη του τη ζωή σε ένα σκοπό και σε μια ιδέα, ολέθριο ωστόσο για τα θύματά του, γι’ αυτόν, και για μας, εφ όσον η ιδέα του έχει δομικά λάθη.
Ο λόγος που δεν πείσατε και δεν εξεγείρατε το λαό εναντίον της άρχουσας τάξης, είναι απλός, και δεν αφορά την λογιστική της λαθεμένης τακτικής, αλλά το στρατηγικό όραμα.
Για να παρακολουθήσει ο λαός ένα αντισυστημικό όραμα, δεν είναι αρκετό να ξέρει τα δεινά τού παρόντος συστήματος. Ακόμη κι αν συμφωνεί εντελώς στην κριτική σας, είναι απαραίτητο να πειστεί ότι αυτό που θα φέρετε εσείς, θα είναι καλύτερο από τον επάρατο καπιταλισμό.
Τα όσα στραβά της ελεύθερης οικονομίας, τα οποία εξηγείς και αναλύεις, τα έχει υπ’ όψη της η κοινωνία.
Έχει υπ’ όψη της όμως ταυτόχρονα, ότι επειδή κάποιος τα παρουσιάζει και τα καταγγέλλει, δεν έχει αυτόματα και την συνταγή η οποία θα οδηγήσει σε «ένα κόσμο χαρούμενο κι ευτυχισμένο, χωρίς πολέμους, βία, εκμετάλλευση, αλλοτρίωση,…», αντιγράφοντας ακριβώς τα λόγια σου.
Είναι πασιφανές, ότι έχει το φόβο ή μάλλον την βεβαιότητα, πως τον σπρώχνετε σε έναν κόσμο χειρότερο απ’ αυτόν που ζει.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν σας παρακολούθησε.
Η πεποίθηση ότι επάνω στα χαλάσματα θα χτίσετε ένα χειρότερο σύστημα απ αυτό που θέλετε να γκρεμίσετε.
Η κοινοποίηση αυτής της επιστολής στον Κολοκοτρώνη και στο Βελουχιώτη, είναι ασφαλώς συμβολική. Η αγωνία σου να ταυτιστείς με δράσεις και επαναστάσεις δικαιωμένες, (1821, ΕΛΛΑΣ, ΔΣΕ, αντίσταση στη χούντα) προσπαθεί να γεμίσει δύο άδειες δικές σας φαρέτρες:
-Την νομιμοποίηση της βίας σας, ως λαϊκή αντιβία.
– Τη στρατηγική της αποκατάστασης από τα δεινά του καπιταλισμού
Όμως οι δανεικές εικόνες, δεν είναι επιχειρήματα. Είναι αποδείξεις αδυναμίας να έχετε σοβαρά δικά σας επιχειρήματα.
Όλοι αυτοί που επίμονα επικαλείσαι:
– Είχαν να αντιμετωπίσουν ένοπλη βία κατά του λαού, οπότε και τη νομιμοποίηση της λαϊκής αντιβίας, της μόνης επαναστατικής βίας.
– Είχαν σαφή πειστική και εφικτή στρατηγική πρόταση.
Δεν αμφέβαλλε κανένας για το που θα τους οδηγούσε η επόμενη μέρα της νίκης κατά των Τούρκων, των Γερμανών ή της χούντας.
Ο ΔΣΕ επίσης, έδρασε σε μια εποχή που η αποτυχία τού λενινιστικού μοντέλου για το σοσιαλισμό δεν είχε ακόμη γίνει σαφής και οι δικτατορίες των κομμουνιστικών κομμάτων δεν είχαν ακόμη καταρρεύσει. Είχε να επικαλείται μια στρατηγική, για πολλούς πειστική στην ιστορική στιγμή που συνέβη. Επιπροσθέτως, σε ένα μεγάλο βαθμό, εξαναγκάστηκε από ένοπλη βία να αντιτάξει λαϊκή αντιβία.
Εσείς δεν είχατε ως αντίπαλο δέος την ένοπλη βία για να νομιμοποιείτε την ένοπλη δράση σας ως αντιβία. Τα εγκλήματα που επικαλείστε, η αστική δημοκρατία έχει νόμους, θεσμούς, ή περιθώρια να δημιουργεί θεσμούς, που μπορούν να τα αντιμετωπίσουν. Δικάζει πρώτα απ’ όλα, και τους ένοχους δεν τους εκτελεί, όπως δεν εκτέλεσε κι εσάς. Αυτή την ειδοποιό διαφορά, αποδείχτηκε ότι την ξέρει καλά ο λαός. Δεν ήταν δυνατόν να ξεγελαστεί και σας καταλόγισε ότι βαφτίσατε το κρέας, ψάρι, για να είσαστε αναμάρτητοι. Γι’ αυτό, ούτε σας συγχώρησε, ούτε σας παρακολούθησε.
Έχουν χυθεί τόνοι μελάνι για να αποτυπώσουν το αδιέξοδο του μαρξισμού – λενινισμού και πλέον πρόκειται για πολιτικό αναλφαβητισμό να το σκαλίζουμε, όμως εκεί βρίσκεται το κέντρο του κύκλου που διαγράψατε.
Σε μιάμιση σελίδα, καταγγέλλεις το γραφειοκρατικό «σοσιαλισμό» και λες πέντε σκόρπιες ιδέες, γνωστές και παλιές, με τις οποίες επιχειρείς να περιγράψεις τον δικό σας σοσιαλισμό, της δικαιοσύνης και της ευημερίας. Και τι λες; Απλώς επαναλαμβάνεις τις ίδιες ιδέες που είχε και ο Λένιν, για εργατικά συμβούλια και συνεταιρισμούς, τις οποίες κατέστειλε ο ίδιος, στέλνοντας τον Τρότσκυ (ο οποίος διαφωνούσε και μειοψήφησε) στην Κροστάνδη, να αφανίσει την τελευταία ελπίδα για ανεξάρτητα σοβιέτ.
Πως σας πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί ένα ανύπαρκτο σχέδιο και να δώσει λευκή επιταγή για το μέλλον του, στο Δημήτρη και στο Σάββα, επειδή πυροβολούν άμαχους κακούς; Τι μπορεί να τους καθησυχάσει ότι δεν θα είσαστε αύριο πιο κακοί από τα θύματά σας; Τι θα μπορούσε να αντιτάξει ο λαός στα όπλα σας αν γινόσασταν εσείς εξουσία και ιδρύατε την διαφαινόμενη δικτατορία του «προλεταριάτου»; Την υπενθύμιση των καλών σας προθέσεων;
Το φαινόμενο να ξεπέφτουν οι ιδέες υπέρ του ανθρώπου, σε απάνθρωπες εξουσίες, δεν είναι τωρινό. Είναι περίπου αιώνιο. Οι θεσμοί που προϋπέθεταν «καλή προαίρεση» προκειμένου να λειτουργήσουν, στη πορεία τους κατέληξαν βίαια αντιλαϊκοί.
Δυστυχώς για την ανθρωπότητα, οι καλές προθέσεις που δεν κατοχυρώνονται με ισχυρούς θεσμούς ελεύθερης λαϊκής συμμετοχής στον έλεγχο της εξουσίας, οδηγούν ευθύγραμμα στην κόλαση κάποιας δικτατορίας.
Μπορούμε να σχεδιάσουμε πολιτικά πολλά και διάφορα, αλλά δεν μπορούμε προφανώς να σχεδιάσουμε και τη φύση του ανθρώπου. Μοναδική μας επιλογή είναι να εμποδίσουμε την κακή του πλευρά ή να την περιορίσουμε. Ο καπιταλισμός κατηγορείται ορθώς για την άδικη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά αυτό δεν είναι εφεύρεση των κακών καπιταλιστών, είναι εν δυνάμει ροπή όλων μας.
Το ζητούμενο της σοσιαλιστικής θεωρίας, είναι το πέρασμα των μέσων παραγωγής, από τους ιδιώτες, στους εργαζόμενους. Το οποίο συνεπάγεται μορφές συνεργασίας. Όμως το κολχόζ, η κολεκτίβα και γενικά ο όποιος συνεταιρισμός, δεν επιβάλλονται με νόμους. Ο νόμος είναι εξ’ ορισμού αναγκαστικός και η συνεργασία εξ’ ορισμού προαιρετική. Άρα οι συνεργασίες μπορούν μόνο να διευκολύνονται από θεσμούς προαιρετικής συμμετοχής. Όπερ και ο σοσιαλισμός γίνεται τόσο προαιρετικός, όσο και η επιστροφή στο καπιταλισμό.
Αυτό βρήκαν μπροστά τους οι θεωρητικοί και οι πολιτικοί του σοσιαλισμού.
Η λύση που έδωσαν για την ανεπίστρεπτη ανατροπή του καπιταλισμού είναι πασίγνωστη. Κατέληξαν σε ένα ιστορικό σόφισμα και αντέστρεψαν τη θεωρία περί κράτους που το θέλει όργανο εκείνων που κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Δόμησαν με τη βία των όπλων το ισχυρό κράτος το οποίο απαλλοτρίωσε τα μέσα παραγωγής και στη συνέχεια τα νοίκιασε ως αφεντικό στους εργαζόμενους. Αλλά αυτό δεν είναι σοσιαλισμός, είναι η πλέον βίαιη μορφή του καπιταλισμού. Οι εργάτες, απώλεσαν ή δεν απέχτησαν ποτέ, ούτε τα όποια προνόμια και δικαιώματα των συναδέλφων τους, στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.
Πίσω και δίπλα από τη λενινιστική πατέντα, μπορούμε να δούμε και τις άλλες δύο απόπειρες να διατυπωθεί αξιόπιστη απάντηση στο ίδιο επίμονο ερώτημα, της συνεργασίας των εργαζόμενων στην κατοχή των μέσων παραγωγής.
Τα αδιαμόρφωτα ρεύματα, ουτοπικού και επιστημονικού σοσιαλισμού, μαζί με τον αναρχισμό, συναντήθηκαν στην Κομούνα των Παρισίων το 1871. Η κομούνα ηττήθηκε βέβαια μετά από 72 ημέρες αλλά πρόλαβε να δώσει ένα δείγμα απάντησης στο φλέγον ερώτημα.
Ο Μπλανκί, ο εκλεγμένος ηγέτης της, ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή της δικής του προκειμένου να βάλει σε τάξη την «απειθαρχία» του προλεταριάτου. Επί της ουσίας, εισήγαγε την αντίφαση που ματαίωσε και συκοφάντησε τα ιδεώδη του σοσιαλισμού. Την δάνεισε ακουσίως και στον Μάρξ, για να την περιλάβει κι αυτός αργότερα στον επιστημονικό σοσιαλισμό με την γνωστή εξέλιξη.
Ο αναρχισμός, τέλος, αντιλήφθηκε ορθά το αδιέξοδο της «υποχρεωτικής» ελευθερίας και δοκίμασε να καταστρώσει ως αντίδοτο το φεντεραλιστικό σχέδιό του. Δεν έχουμε λόγο να κρύψουμε την συμπάθειά μας στο ιδεώδες της ομοσπονδιακής διακυβέρνησης στην οποία οι αποφάσεις θα παίρνονται από τη βάση, αλλά στην πράξη αποδείχτηκε χαοτική και ανεφάρμοστη. Δεν επικράτησε ποτέ και πουθενά. Στην μοναδική σοβαρή απόπειρα που έγινε στο ισπανικό εμφύλιο, ανάγκασε τον Ντουρούτι να παραδεχτεί ότι είναι απαραίτητη η οργανωμένη αρχή.
Η παρατήρηση του Μπακούνιν στον Μαρξ ότι «και ο πιο ένθερμος επαναστάτης, αν πάρει την εξουσία στα χέρια του, θα γίνει χειρότερος από το Τσάρο και θα καταλήξει σε δεσποτισμό, στο όνομα του σοσιαλισμού», επαληθεύτηκε, αλλά και ο φεντεραλισμός απέτυχε. Λίγοι πλέον θυμούνται τις θεωρίες του Μπακούνιν και του Κροπότκιν και στις μέρες μας ο αναρχισμός έχει ταυτιστεί με τους λαρυγγισμούς τού αμφιλεγόμενου Νετσάγιεφ για συμμαχίες με τους λούμπεν και για σφαγές των ταξικών εχθρών.
Εκείνο όμως που παραμένει αληθινά επίκαιρο και ζωντανό, είναι ότι δεν χρειάζεται να ξέρουμε πόσο ένθερμος επαναστάτης είναι ο οποιοσδήποτε, αλλά το που μας οδηγεί και πόσο πληρώνουμε την εμμονή του σε ένα διαπιστωμένο αδιέξοδο.
Δικαιούμαστε νομίζω να σε ρωτήσουμε Δημήτρη Κουφοντίνα, αν όντως πιστεύεις ότι κατέχεις τη λύση για ότι παραμένει άλυτο στην παγκόσμια διανόηση της αριστεράς. Θα συμφωνείς φαντάζομαι, ότι η Κίνα επέστρεψε επίσημα στον καπιταλισμό ενώ η Κούβα και η Κορέα λιμοκτονούν και στερούνται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Χωρίς θεώρημα σοσιαλιστικής πολιτείας, τι μένει από την ιστορία σας και τη δράση σας; Το αίμα για την ουτοπία, στην καλύτερη περίπτωση. Σου μοιάζει άραγε να πρόσφερε κάτι στη μοίρα του λαού;
Ας πάμε όμως και στο ορθόδοξο στερεότυπο που επαναλαμβάνεις, κατά του ρεφορμισμού και της αριστεράς που προσβλέπει σε ένα δημοκρατικό καπιταλισμό.
Πρώτα απ όλα, για τις περισσότερες επιθέσεις σας, οι εξηγήσεις που δίνεις, αφορούν στη δομή και την σύνθεση της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. Την αποκαλείς μεταπρατική, κρατικοδίαιτη με θαλασσοδάνεια, λούμπεν μεγαλοαστική τάξη, (λματ) και επισημαίνεις ότι «ο ελληνικός καπιταλισμός απέτυχε να αναπτύξει αυτοδύναμα, ισόρροπα και σχετικά αυτόνομα τη χώρα».
Για την οικονομία του άρθρου δεν θα επεκταθούμε, αλλά συμφωνούμε ότι κατά κύριο λόγο, η ανάλυση είναι σωστή.
Επειδή ολόκληρος ο δικός σας πόλεμος βασίστηκε σ’ αυτή την πραγματικότητα, ακόμη κι ο πιο καλοπροαίρετος αναγνώστης της ιστορίας σας, δεν γίνεται να μην αναρωτηθεί το αυτονόητο:
– Αν στη θέση του καπιταλισμού μπανανίας, είχαμε ένα καπιταλισμό που θα τον οδηγούσε μια παραγωγική εθνική αστική τάξη, το δικό σας αντάρτικο θα ήταν περιττό;
– Έμμεσα αλλά με σαφήνεια, δεν προκρίνετε έναν Σκανδιναβικό ή Γερμανικό καπιταλισμό;
– Το αίτημά σας και η κριτική σας, δεν είναι ρεφορμιστική; (μεταρρυθμιστική)
Πως γίνεται, να επικρίνεις όσους αναθεώρησαν τις λενινιστικές αδιέξοδες θεωρίες (ρεβιζιονιστές) και κατέληξαν να επιδιώκουν εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα διορθώσουν όσο το δυνατόν υπέρ των εργαζόμενων, τον παρασιτικό καπιταλισμό; Αυτόν επικαλείσαι ως αιτία της ένοπλης δράσης σας. Αυτόν προσπαθούν να αποκαταστήσουν και οι ρεφορμιστές, ασφαλώς ειρηνικά και αναίμακτα.
Να το πάμε και λίγο πιο κοντά σας; Εκείνοι οι σύντροφοί σας, που αποχώρησαν ή που τους αποχωρήσατε και δεν παραλείψατε να τους θεωρήσετε δειλούς, φοβισμένους, ρεβιζιονιστές και ρεφορμιστές, είσαι σίγουρος ότι δεν είδαν την αλήθεια και την πραγματικότητα που δεν μπορέσατε να δείτε εσείς, ο σκληρός και απροσκύνητος πυρήνας; Μήπως πολλοί απ’ αυτούς, πρόσφεραν και προσφέρουν ακόμη και σήμερα πολύ περισσότερα χωρίς νεκρούς και καταστροφές;
Κι αν φτάσουμε στους Τουπαμάρος που επιμένεις να τους έχεις ως πρότυπο, τι συμπεράσματα θα βγάλουμε;
Να σου υπενθυμίσω πρώτα (το ξέρεις άλλωστε καλά) ότι ο Σεντίκ ξεκίνησε με προθέσεις ειρηνικές κινηματικές και εξαναγκάστηκε να στραφεί στο αντάρτικο. Το κίνημα ήταν κυρίως εξαθλιωμένων αγροτών που μέσα στην μεγάλη κρίση τής Ουρουγουάης τη δεκαετία του 60 απαιτούσαν παραχώρηση γης για την επιβίωσή τους. Οχυρό του ΜLN υπήρξαν οι παραγγουπόλεις.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μοιάζουν με τη δική μας πραγματικότητα. Κι επί πλέον, οι επιχειρήσεις τους, δεν κράτησαν πάνω από πέντε χρόνια αν εξαιρέσουμε την περίοδο της «αθωότητας» (1962 -1968) όπου μόνο «απαλλοτρίωναν» τράπεζες καζίνο κλπ. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η βία και τα βασανιστήρια της κυβέρνησης Αρέκο και πρίν ακόμη τη χούντα του 73, δικαιολογούσε τη δράση των Τουπαμάρος ως αντιβία.
Και ποια ήταν αλήθεια η κατάληξη;
Ποιος είναι πρόεδρος της Ουρουγουάης από το 2010;
Ο Μουχίκα. Πρώην αντάρτης με 14 χρόνια φυλακής. Το κόμμα που ίδρυσε μαζί με άλλα μέλη των Τουπαμάρος μετά την αποφυλάκισή του, εντάχθηκε στο ρεφορμιστικό «Διευρυμένο Μέτωπο».Είδε το μάταιο της βίας και την έλλειψη εναλλακτικής στρατηγικής ή είναι ένας προσκυνημένος ρεφορμιστής κι αυτός; Ωφελεί το λαό του με τις μεταρρυθμίσεις που επιχειρεί και έχει συνδράμει, ή τον βλάπτει;
Η δική μας αγωνία και το δικό μας κίνητρο, Δημήτρη Κουφοντίνα, δεν περιλαμβάνει κανένα μυστήριο. Πιστεύουμε ότι το αντάρτικο πόλεων το οποίο δεν είναι πόλεμος, εκτός που αφαιρεί ζωές πισώπλατα, δυσκολεύει και εμποδίζει τον δρόμο των διεκδικήσεων, των ρήξεων και των συναινέσεων κατά περίπτωση, και τελικά εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τη θέση των εργαζόμενων.
Οι μιμητές σου, στους οποίους απευθυνόμαστε όσο και σε σένα, μοιάζει να μην έμαθαν τίποτα από την ως τώρα ιστορία τού παγκόσμιου και του ελληνικού αντάρτικου πόλεων. Ήδη έχουν αρχίσει πάλι να σκάνε μπόμπες. Και θα είναι οδυνηρό όσο και μάταιο να συνεχίσουν.
Στο βιβλίο σου είσαι αντιφατικός.
Άλλοτε σκεπτικιστής και άλλοτε αμετανόητος. Όχι για τα ιδανικά που περιγράφεις. Αυτά είναι λόγια και δεν διαφέρουν από τα ιδανικά της αριστεράς, όσο κι αν βαυκαλίζεσαι ότι εσύ υπερέχεις στην ορθόδοξη πίστη για έναν καλύτερο κόσμο. Είσαι αντιφατικός στα περί βίας, επειδή άλλοτε την αβαντάρεις κι άλλοτε ψάχνεσαι να την αποκηρύξεις.
Να αναφέρω μερικές από τις αντιφάσεις σου;
«Κοιτάζω όλες τις επαναστάσεις. Δεν μπορώ να αμφισβητήσω την αρχή ότι η επανάσταση περνάει μέσα από τον ένοπλο αγώνα.
Δυστυχώς η ιστορία δεν έχει ανακαλύψει άλλους δρόμους για τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές»
«Ατενίζω σήμερα τον κύκλο του αντάρτικου πόλεων. Τον βλέπω ως μια ρομαντική προσπάθεια, μία από τις ουτοπίες που θεριεύουν τα όνειρα.»
«Αγναντεύω όμως και σκέφτομαι τις καινούργιες απαντήσεις στο παμπάλαιο αίτημα της ιστορίας»
«Όπλο της κριτικής και κριτική των όπλων»
Δεν έχεις διαλέξει, είναι φανερό. Δεν σε έχει οδηγήσει σε κανένα στέρεο συμπέρασμα, ούτε το μπάχαλο που επικράτησε μεταξύ σας, στη διάρκεια των συλλήψεων. Έχεις επίγνωση της ηθικής κατάπτωσης της οργάνωσης και το ομολογείς. «Η μεγάλη πληγή για μας ήταν οι ομολογίες, τα αλληλοκαρφώματα. Και η σιωπή. Καμιά υπεράσπιση της οργάνωσης, του αγώνα.» Κι αυτός ήταν ο πιο σοβαρός λόγος που παραδόθηκες. Αλλά δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις το προφανές. Οι όσο κι εσύ γενναίοι σύντροφοί σου δεν είχαν ηθικό σθένος και ουσιαστικά επιχειρήματα να υπερασπιστούν τον αγώνα τους. Εκ των πραγμάτων, η συνείδηση τους τον είχε ακυρώσει. Προς τι πια η «κριτική των όπλων;»
Νομίζω όμως ότι ήρθε ή ώρα να διαβάσουμε κι αλλιώς την ιστορία σας. Θα μας βοηθήσει πολύ η κρίση σου για εκείνους που διάλεξαν να καίνε το Μινιόν, το Κατράντζος, και τα διάφορα πολυκαταστήματα και θα αναζητήσω στα δικά σου λόγια την αιτία της αμετανόητης βίας. Εκτός που υποστηρίζεις ότι σας συκοφαντούν με τέτοιες ενέργειες αφού στρέφονται ευθέως και κατά των εργαζόμενων, καταλήγεις να το εξηγήσεις ως «εξεγερτικότητα μιάς νεολαίας δίχως μέλλον που δεν ενδιαφερόταν για την απήχηση των ενεργειών της στην κοινωνία αλλά την περιφρονούσε και στρεφόταν εναντίον της. Απαντούσε με καταστροφή στην καταστροφή της ζωής της.»
Αυτή η παραδοχή για τους τότε συντρόφους, νομίζεις ότι απέχει πολύ ως εξήγηση για την δική σας επιμονή και όσων άλλων επιμένουν ακόμη;
Τελικά, τι; Σκοτώνουμε για να παρακινήσουμε την κοινωνία σε επανάσταση ή σκοτώνουμε για να εκδικηθούμε την κοινωνία επειδή την θεωρούμε ένοχη γι’ αυτό που είμαστε;
Πόσο δύσκολο είναι να γλιστρήσει κανένας από την μια κατάσταση στην άλλη; Πόσο εύκολο επίσης να παρηγορεί τη διάθεση για εκδίκηση με μνήμες από επαναστάσεις; Είσαι σίγουρος ότι στο δρόμο, κρυμμένος και απομονωμένος, δεν κατέληξες να μισείς κι εσύ την κοινωνία για την καραντίνα που επέλεξες;
Ο συντάκτης του προλόγου λέει: «Οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι ούτε νόμιμοι ούτε παράνομοι, είναι δίκαιοι». Ακούγεται πολύ ωραίο, αλλά θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε για το ποιος αγώνας είναι κοινωνικός και ποιος αντικοινωνικός. Στο όνομα τού λαού και της κοινωνίας έχουν γίνει όλα τα μεγάλα εγκλήματα στο κόσμο. Κανένας και ποτέ δεν είπε ότι σκοτώνει για να απολαύσει το μίσος του.
Για ποια κοινωνία νοιάζονται όσοι χορταίνουν προσωπικά με το παιχνίδι που λέγεται κλέφτες κι αστυνόμοι, το οποίο δεν οδηγεί πουθενά;
Είναι η εκδίκηση κοινωνικός αγώνας;
Επειδή την λες λαϊκή εκδίκηση, σε απαλλάσσει από την κατηγορία να είναι προσωπική σου ανάγκη;
Η πείρα συνεργασίας που έχεις εσύ, από τους συναγωνιστές και συντρόφους σου, διδάσκει κάτι; Η δική σας απόπειρα να ενωθείτε στα Κουπόνια, και οι όσες άλλες απόπειρες κάνατε, ήταν άκαρπες και μάταιες. Δεν μπορέσατε να συνεννοηθείτε μερικές δεκάδες ομοϊδεάτες κι απ αυτό έβγαλες το συμπέρασμα πως είναι εφικτό να ενώσεις μια κοινωνία κάτω από τα όπλα σου;
Δεν έχει ειρμό και λογική όλο αυτό και υποθέτω ότι το καταλαβαίνεις καλά.
Εκείνο που μένει απ’ όλη την ιστορία σας, είναι ότι συνεχίσατε γιατί ήταν δική σας υπόθεση πια και όχι του λαού. Αυτό ξέρατε να κάνετε και μ’ αυτό ταΐσατε την ύπαρξή σας. Είχατε ένα ρεύμα θαυμαστών που ομοίως με σας, ως επί το πλείστον, μισεί την κοινωνία, και στο όνομά της, την τραυματίζατε κατά βούληση.
Ο λαός πλήρωνε την ματαιοδοξία σας έως και με ζωές κι εσείς βιοποριζόσασταν με «απαλλοτριώσεις», δανειζόσασταν ηθική από ασύμμετρους παλιούς ηρωισμούς και απολαμβάνατε την ιδιόρρυθμη δόξα σας.
Έχεις άραγε απαντήσεις, έχεις αντίλογο σε κάτι;
Και το κυριότερο, δεν έχεις τύψεις για τίποτα; Δεν σου περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να έκανες ένα ολέθριο λάθος κι ότι επιπλέον, με τον τρόπο σου, στις σελίδες του βιβλίου σου, – αν όχι ευθέως – ενθαρρύνεις κάποιους να το επαναλάβουν;
Αν μπορώ να κλείσω την επιστολή μου με μια ευχή – προσδοκία, αυτή είναι να διαβάσω ένα ακόμη βιβλίο σου. Δεν περιμένω να αρνηθείς ότι γεννήθηκες στις 17 Νοέμβρη, αλλά ότι στο μεταξύ ξανασκέφτηκες την διαφορά του αντιχουντικού αγώνα από το αντάρτικο πόλεων.
Κι επειδή πάντα υπάρχει το περιθώριο να «ξαναγεννηθούμε», θα σε παρακινούσα να ξανασκεφτείς αν η παλικαριά και η γενναιότητα έχει πρόσημο. Αν διέθεσες τον εαυτό σου σε κάτι αληθινά ωφέλιμο. Αν πρόσφερες ή αν έκανες ζημιά. Αν υπηρέτησες στην πράξη το λαό ή αν έβαλες τον εαυτό σου πιο ψηλά από το λαό και τον έβλαψες.
Η ιστορία θα καταγράψει τι πρόσφερε ο καθένας στους συνανθρώπους του και άποψή μας είναι ότι θα έχετε αρνητικό μερίδιο, ακόμη κι αν την ιστορία την γράψει ένας από σας.
Αν ωστόσο εμμένεις και διαφωνείς με ένα τέτοιο αφήγημα, τότε οι ειρηνικοί κοινωνικοί αγώνες στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, σε προκαλούν να γράψεις μια θεωρία που θα λύνει την άλυτη ως τώρα σοσιαλιστική εξίσωση. Όχι φυσικά των ιδεών, αλλά της πολιτικής πράξης, της πολιτείας.
Φοβάμαι ότι αν δεν κάνεις ούτε το ένα ούτε το άλλο, τότε η φυλακή στην οποία θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου, θα είναι το μικρότερο κακό. Το μεγαλύτερο θα είναι ο μετεωρισμός σε αντιφάσεις που καταστρέφουν και την ελάχιστη εσωτερική ισορροπία και οδηγούν την ύπαρξη στο κενό.