Από κάθε συνάντηση εκπροσώπων μεταξύ δύο χωρών υπάρχουν προσδοκίες για αμφίπλευρα οφέλη. Αυτό ισχύει σε ύψιστο βαθμό όταν η συνάντηση είναι μεταξύ των ηγεσιών των δύο χωρών. Όταν μάλιστα μια χώρα έχει την πρωτοβουλία της πρόσκλησης σημαίνει ότι έχει μετρήσει όλα τα δεδομένα και κρίνει ότι η συνάντηση της δίνει την ευκαιρία να βελτιώσει τις θέσεις της και να προωθήσει τους στόχους της.
Για τη συγκεκριμένη πρόσκληση η ελληνική κυβέρνηση πρόβαλε ως βασικό επιχείρημα την απομόνωση της Τουρκίας από την ΕΕ και τις ΗΠΑ και την ευκαιρία που μπορεί να δώσει η χώρα μας στον Ερντογάν να επισκεφθεί μια χώρα της ΕΕ και να σπάσει την απομόνωσή του. Φυσικά αυτό θα είχε και την ανταπόδοση του Ερντογάν προς την Ελλάδα. Από τις δημόσιες δηλώσεις των δύο πλευρών και τις διεθνείς αντιδράσεις φάνηκε ότι η βασική προσδοκία διαψεύστηκε και αυτό που έμεινε είναι οι εντυπώσεις από τις έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ του Ερντογάν και της ελληνικής πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας.
Προτού αναζητήσουμε την πρακτική πλευρά της επίσκεψης, ας δούμε λίγο τις εντυπώσεις, που έχουν βέβαια και ουσία, αλλά κυρίως έχουν προπαγανδιστική στόχευση για τα εθνικά ακροατήρια εκατέρωθεν.
Κάθε πλευρά είναι ευχαριστημένη από τις εντυπώσεις, αφού εξέφρασε τις πάγιες εθνικές θέσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Υπάρχει όμως μια διαφορά ουσίας, γιατί η ελληνική πλευρά, παρότι η προσκαλούσα και προσβλέπουσα σε οφέλη, ως ανταμοιβή στην προσφορά προς τον Ερντογάν, βρέθηκε από την παραμονή της επίσκεψης να αμύνεται, λόγω της άκρως επιθετικής και προσβλητικής συνέντευξης του Τούρκου προέδρου στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ. Ξόδεψε δηλαδή το διπλωματικό της απόθεμα στην προσπάθεια να ακυρώσει τις δυσμενείς εντυπώσεις από τη συνέντευξη και ακυρώθηκε η θετική προσδοκία της.
Εκτός των εντυπώσεων όμως υπάρχει και η ουσία, που είναι ευδιάκριτη, αφού η τουρκική πλευρά για πρώτη φορά και με τον πιο επίσημο τρόπο έθεσε μέσα στην έδρα της εθνικής ηγεσίας τις παράλογες, και πέρα από κάθε διμερή, και πολυμερή σύμβαση και φυσικά το διεθνές δίκαιο, απαιτήσεις της.
Βεβαίως η ελληνική πλευρά έπραξε το αυτονόητο και απάντησε προβάλλοντας τις πάγιες εθνικές θέσεις? για όσους όμως καταλαβαίνουν, με τον τρόπο αυτόν η Τουρκία έβαλε στην ατζέντα και τις νέες απαιτήσεις της κάνοντας προκλητική επίδειξη ισχύος. Μάλιστα ο Τούρκος πρόεδρος, έχοντας την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων, ανεβοκατέβαζε τη λεκτική επιθετικότητά του από την ώρα που ξεκίνησε η επίσκεψη στη χώρα μας μέχρι την ώρα της αποχώρησής του.
Η ελληνική κυβέρνηση μέσα στον γενικό πανικό ανακοίνωσε και τα θετικά αποτελέσματα των συζητήσεων, τις οποίες χαρακτήρισε ειλικρινείς:
- Επανέναρξη συζητήσεων για την επίλυση των διμερών προβλημάτων.
- Σύγκληση τον Φεβρουάριο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών στη Θεσσαλονίκη για την προώθηση της συνεργασίας στα πεδία των χαμηλών πολιτικών, όπως είναι η οικονομική συνεργασία.
Θέλω να θυμίσω, όμως, ότι η πρώτη πρωτοβουλία ξεκίνησε την περίοδο 2001-2004 και η δεύτερη το 2010 και σταμάτησαν λόγω της περσινής κρίσης στην Τουρκία. Και στο μεν επίπεδο των χαμηλών πολιτικών είχαμε ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα, όμως στο επίπεδο των θεμάτων υψηλής πολιτικής, όπως το θέμα της υφαλοκρηπίδας, δεν είχαμε κανένα αποτέλεσμα.
Τέλος, υπάρχουν και δύο ακόμη σημαντικά σημεία που πρέπει να τονίσω:
- Στα διμερή ανοικτά ζητήματα η χώρα μας δήλωνε πάντοτε ότι υπάρχει μόνο ένα θέμα για ρύθμιση, εκείνο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, με βάση πάντα το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας, και αν δεν βρεθεί συμφωνία, προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης? σε αντίθεση με την Τουρκία, που έβαζε πακέτο μαζί με την υφαλοκρηπίδα τις δικές της ατεκμηρίωτες διεκδικήσεις των γκρίζων ζωνών των θαλασσίων συνόρων και τα παρελκόμενά τους. Αυτήν τη φορά δεν άκουσα δημόσια τη δήλωση αυτήν, ελπίζω τουλάχιστον να τέθηκε στην κλειστή συνάντηση.
- Στα θέματα που θα συζητήσουν οι δύο πλευρές θα είναι και η «νέα ερμηνεία» της Συνθήκης της Λωζάννης, όπως είπε ο καθηγητής Παυλόπουλος, που επικαλέστηκε τον επίσης παρόντα καθηγητή υπουργό Εξωτερικών της χώρας μας;
Η κυβέρνηση, επιδιώκοντας μια πολιτική επιτυχία, υπερεκτίμησε τον εαυτό της και δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά δεδομένα, όταν αποφάσισε και στη συνέχεια οργάνωσε την επίσκεψη Ερντογάν. Θέλει μεγαλύτερη προσοχή στον σχεδιασμό και τις επιλογές στην εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα στα ευαίσθητα θέματα.
Χρειάζεται εθνική συνεννόηση και ολοκληρωμένος σχεδιασμός για να μη δημιουργήσουν αρνητικά τετελεσμένα οι τελευταίες αστοχίες.