Τον Ιούνιο του 2010 ο βασικός οικονομικός σύμβουλος του Διεθνούς νομισματικού Ταμείου Olivier Blanchard και ο Διευθυντής για τα δημοσιονομικά, του ίδιου οργανισμού, οικονομολόγος Carlo Cottarelli δημοσίευσαν ένα κείμενο με τον τίτλο «Δέκα εντολές για τη δημοσιονομική προσαρμογή στις ανεπτυγμένες οικονομίες». Η δημοσίευση έγινε σε μια περίοδο όπου πολλές ανεπτυγμένες χώρες αντιμετώπιζαν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, τα οποία είχαν προκληθεί κυρίως από τη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και τα επακόλουθα μέτρα για τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και τις δαπάνες για τη διάσωση του τραπεζικού τους συστήματος.
Οι «εντολές» αυτές στηρίζονται στα ευρήματα πολλών εμπειρικών εργασιών για τους παράγοντες επιτυχίας μιας δημοσιονομικής προσαρμογής, που έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Με βάση αυτά τα ευρήματα, η επιτυχία ενός προγράμματος εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Η πλειοψηφία των εργασιών αυτών έχει διαπιστώσει ότι η στρατηγική προσαρμογής που στηρίζεται στην περικοπή δαπανών μάλλον παρά στην αύξηση των εσόδων έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την επιτυχία προσαρμογής είναι η ύπαρξη δημοσιονομικών κανόνων, σαφών στόχων για δαπάνες, συμβατότητα νομισματικής πολιτικής, κ.α.
Στις «εντολές» των Blanchard και Cottarelli, υπάρχει και μια εντολή, η 6η, που αναφέρει ότι τα μέτρα για τη δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να είναι δίκαια (fair). Ξεκινώντας από την «εντολή» αυτή, διερωτηθήκαμε για το κατά πόσο, πέρα από την κοινωνική της διάσταση η εντολή αυτή, η δίκαιη δηλαδή κατανομή των βαρών της προσαρμογής μπορεί να παίζει ρόλο και στην ίδια την επιτυχία των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το ερώτημα αυτό δεν έχει μελετηθεί μέχρι τώρα, αφού όλες σχεδόν οι μελέτες αναφέρονται σε άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, όπως προαναφέραμε, όπως οι μεταβολές σε δαπάνες, φόρους, ποιες κατηγορίες δαπανών ή φόρων είναι οι πιο κατάλληλες για τη δημοσιονομική εξυγίανση, κ.α. Είναι αλήθεια ότι αρκετές εργασίες έχουν εξετάσει την επίπτωση των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής στις εισοδηματικές ανισότητες και τη φτώχεια. Το αντίστροφο όμως, το κατά πόσο δηλαδή οι διανεμητικές διαστάσεις των μέτρων επηρεάζουν τις πιθανότητες επιτυχίας της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν έχει εξεταστεί, παρά την προφανή σημασία που έχει, αφού στις χώρες με προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, η ανεργία όπως και η φτώχεια αυξάνονται σημαντικά . Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από το 2008 μέχρι το 2011 από 23,7 σε 29,9% στην Ιρλανδία, από 28,1% σε 31% στην Ελλάδα και από 22,9% σε 29% στην Ισπανία. Είναι λοιπόν σαφές ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής θέτουν σοβαρές προκλήσεις στην κοινωνική συνοχή.
Στην εργασία αυτή πήραμε τα δεδομένα από 29 χώρες του ΟΟΣΑ για την περίοδο 1971-2009 και εξετάσαμε μια σειρά από προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφάρμοσαν διάφορες χώρες την περίοδο αυτή. Τα δεδομένα αυτά είναι τα ίδια που χρησιμοποίησαν πολλοί οικονομολόγοι, με προεξάρχοντα τον Alberto Alesina και συνεργάτες του, για να δείξουν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι επιτυχής όταν στηρίζεται σε περικοπή δαπανών μάλλον παρά σε αύξηση εσόδων. Επιπλέον χρησιμοποιήσαμε τις ίδιες οικονομετρικές τεχνικές με τις εργασίες αυτές, έτσι ώστε τα συμπεράσματα τους να είναι συγκρίσιμα με τα δικά μας. Πέρα όμως από τα στατιστικά δεδομένα των εργασιών αυτών χρησιμοποιήσαμε και δεδομένα που αναφέρονται σε κοινωνικούς δείκτες που δημοσιεύει ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με βάση την επεξεργασία των στοιχείων που κάναμε δείξαμε ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής αυξάνεται όταν βελτιώνεται η στόχευση των κοινωνικών μεταβιβάσεων και η αποτελεσματικότητα τους σε ότι αφορά τη μείωση της φτώχειας, όταν αυξάνονται οι δαπάνες για προγράμματα ενεργών πολιτικών απασχόλησης και επαγγελματική κατάρτιση και οι δαπάνες για κοινωνική κατοικία για τους φτωχούς, αλλά και όταν μειώνεται ο συντελεστής του ΦΠΑ για τα βασικά αγαθά, όπως τρόφιμα. Με απλά λόγια, η εργασία μας δείχνει ότι η υποστήριξη των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας, σε περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, πέρα από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, είναι και κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία του προγράμματος, τη διατηρήσιμη, δηλαδή, μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Μπορούμε να αναφέρουμε δυο μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα που πέτυχαν όπως εκείνα της Σουηδίας και της Φιλανδίας., Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε η Σουηδία την περίοδο 1994-1997 (μετά από την τραπεζική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’90) περιόρισε το δημόσιο έλλειμμα κατά πολλά δισεκατομμύρια κορώνες, περιελάμβανε όμως και το αντισταθμιστικό μέτρο της μείωσης του ΦΠΑ σε όλα τα τρόφιμα. Η Φινλανδία, μετά από μια σοβαρή οικονομική και τραπεζική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, υιοθέτησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που επίσης θεωρήθηκε εξαιρετικά πετυχημένο. Παρά τη μείωση των δημόσιων δαπανών σε πολλούς τομείς, οι χρηματικές κοινωνικές μεταβιβάσεις (όπως επιδόματα τέκνων, δαπάνες για προγράμματα ενεργών πολιτικών απασχόλησης, κλπ.) αυξάνονταν με 14% κάθε χρόνο.
Εν κατακλείδι, βασικό συμπέρασμα είναι ότι για να επιτύχει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, αυτό δεν θα πρέπει να στηρίζεται αδιακρίτως, μόνο σε περικοπές δαπανών, αλλά να λαμβάνει υπόψη του ότι οι πολιτικές που κατευθύνονται για τη στήριξη των ανέργων και των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων, πέρα από λόγους κοινωνικής συνοχής, συντελούν και στην επιτυχία του ίδιου του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
.
.
.
Συγγραφείς της εργασίας είναι ο Βασίλης Ράπανος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθήνας, η Γεωργία Καπλάνογλου, επίκουρος καθηγήτρια, και η κ. Ιωάννα Μπαρδάκα, οικονομολόγος στην Τράπεζα Ελλάδας
.
.
Ολόκληρο το κείμενο της μελέτης στα Αγγλικά