Η επιμονή του κυβερνώντος κόμματος σχετικά με την απλή αναλογική δεν πρέπει να ξενίζει. Αντανακλά το μόνο στόχο αυτής της κυβέρνησης: τη διατήρηση στην εξουσία ή τη δυσχέρανση ανόδου των αντιπάλων της σε αυτήν. Αν μάλιστα ο στόχος μπορεί να ενδυθεί «αριστερό» μανδύα, τότε πρόκειται για τακτικό θρίαμβο. Αδιαφορώντας, φυσικά, για τις συνέπειες του επί των θεσμών και γενικότερα επί της πολιτικής ζωής. Η απλή αναλογική παρουσιάζει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά για ένα κόμμα του οποίου και η εκλογική πρωτοκαθεδρία και η «αριστερή» ταυτότητα βρίσκονται υπό κατάρρευση.
Αφού απέτυχε να την καταστήσει νόμο του κράτους με άμεση ισχύ, η κυβερνητική παράταξη και οι δορυφόροι της θα προσπαθήσουν σε δεύτερο χρόνο να της δώσουν συνταγματική ισχύ. Ποντάροντας στο φανφαρονισμό περί «ενίσχυσης της Δημοκρατίας» (η απλή αναλογική κάνει το εντελώς αντίθετο, αφού δεν επιτρέπει, ιδίως σε συγκρουσιακά πολιτικά συστήματα σαν το δικό μας, σε κανέναν να κυβερνήσει), καθώς και στη μικρότερη πλειοψηφία που απαιτείται: 200 ψήφοι για την άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, 180 , στην πρώτη ή τη δεύτερη Βουλή, για την αλλαγή του Συντάγματος. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι όλο το αναθεωρητικό διάβημα που εξήγγειλε προχθές ο Πρωθυπουργός κινείται γύρω από το «αίτημα» της απλής αναλογικής, το οποίο, με τη σειρά του, εντάσσεται σε ένα γενικότερο «αίτημα» ενίσχυσης της «λαϊκής φωνής» (δημοψηφίσματα διαβουλεύσεις ακόμα και για το ποιές διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν, πόσες ανεξάρτητες Αρχές να υπάρχουν κλπ). Ανεύθυνα και, κυρίως, επικίνδυνα παιχνίδια.
Τα οποία είναι πιθανό, και αυτή τη φορά, η κατάστρωση των θεσμών να τα εξουδετερώσει. Όπως η σοφία της ιδιαίτερα αυξημένης πλειοψηφίας για άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου απέτρεψε το φάσμα της ακυβερνησίας από τις επόμενες ήδη εκλογές, έτσι και η πρόνοια για ολοκλήρωση της αναθεώρησης σε δύο στάδια και δύο Βουλές αφαιρεί από την εκάστοτε –άρα και από τη νυν- κυβερνώσα παράταξη την αποκλειστική χρήση του πλειοψηφικού της πλεονεκτήματος. Το κενό πάντως της συνταγματικής κατάστρωσης της αναθεώρησης –οι 180 ψήφοι μπορούν να συγκεντρωθούν είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη Βουλή, ενώ η λογική θα απαιτούσε να χρειάζονται πάντα στη δεύτερη Βουλή, εκείνη που θα διαμορφώσει και θεσπίσει τις νέες διατάξεις- είναι βέβαιο πως θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει η κυβέρνηση, αναζητώντας ήδη από τώρα τις 180 ψήφους, τις οποίες άγγιξε στην προσπάθεια της να ψηφίσει τον εκλογικό νόμο. Αν τα καταφέρει, η ευθύνη αλλά και η εγρήγορση των κομμάτων που θα διαμορφώσουν τους νέους πολιτικούς συσχετισμούς μετά τις επόμενες εκλογές είναι προφανής και αυξημένη: το πλήγμα στο πολίτευμα μας από συνταγματική εγγραφή της απλής αναλογικής θα είναι σημαντικό και δύσκολα ιάσιμο.
Ακόμα κι αν δεν τελεσφορήσει πάντως η κυβερνητική προσπάθεια, η δημοκρατική αντιπολίτευση, και ιδίως η κεντροαριστερή παράταξη, δεν έχει κανένα λόγο να πανηγυρίζει. Πρώτον, η κυβέρνηση κατάφερε να εγγράψει το αίτημα της απλής αναλογικής σε πολιτικό επίπεδο, σε επίπεδο αρχών, και δι’ αυτού του τρόπου να το νομιμοποιήσει και να το αποκαθάρει: από ένα σύστημα που αποτρέπει την κυβερνησιμότητα, το εμφανίζει ως μια γενική αρχή που ενισχύει την ισοδυναμία της ψήφου. Δεύτερον, και δεν πρέπει να το κρύψουμε, ο χώρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης βρέθηκε εν μέρει εκτεθειμένος έχοντας υπερασπισθεί την απλή αναλογική σε προηγούμενη πολιτική φάση: ακόμα κι αν αυτή η φάση ήταν πράγματι εντελώς ιδιαίτερη, πάγια αρχή του εκλογικού δικαίου είναι ότι τα εκλογικά συστήματα δεν θεσπίζονται ενόψει συγκυρίας αλλά ενόψει της γενικότερης αποτελεσματικότητας τους –διαμορφώνουν, δεν διαμορφώνονται από τη συγκυρία. Τρίτον και στην πράξη κυριότερον, ο μεν νόμος πέρασε, άρα οι μεθεπόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, η δε αναθεωρητική συζήτηση μόλις αρχίζει, άρα χρειάζεται ισχυρή θεσμική επιχειρηματολογία. Στο μόνο δε πεδίο στο οποίο διακρίνεται η παρούσα κυβέρνηση, στο πεδίο των τακτικισμών, τα πράγματα δεν είναι απλά: είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν 200 ψήφοι στην επόμενη Βουλή, ώστε να μην ισχύσει ποτέ η δια νόμου απλή αναλογική, αλλά όχι αδύνατο να βρεθούν 180 υπέρ της στην παρούσα, αυξάνοντας έτσι την πίεση στην επόμενη.
Οπότε η μάχη θα συνεχιστεί – σε βάρος των πραγματικών προβλημάτων των θεσμών και των πολιτών.